Κινηματογραφος

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

Κριτική του Γιώργου Κρασσακόπουλου

Γιώργος Κρασσακόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Mad Max: O Δρόμος της Οργής (Mad Max: Fury Road) ****

Σκηνοθεσία: Τζορτζ Μίλερ

Παίζουν: Σαρλίζ Θερόν, Τομ Χάρντι, Νίκολας Χουλτ

Σε μία γη μετά την καταστροφή, όπου το πετρέλαιο και το νερό είναι δυσεύρετα, σε μία πόλη υπό τον έλεγχο ενός τυραννικού ηγέτη, μία γυναίκα θα δραπετεύσει με οδηγό ένα όραμα κι ένα πολύτιμο φορτίο στο φορτηγό της κι ενώ όλοι την κυνηγούν. Ένας άντρας θα βρεθεί στο δρόμο της και θα γίνει συνοδοιπόρος και βοηθός της.

Μπορεί οι θεατές στους οποίους πρωταρχικά απευθύνεται το «Mad Max» να ήταν αγέννητοι ή βρέφη όταν η τριλογία του Τζορτζ Μίλερ ήταν το πιο hot ticket στα σινεμά, όμως ακόμη κι αν κάποιοι από αυτούς έχουν αμφιβολίες για το αν κάτι «παλιό» έχει θέση στο σήμερα ή αν ένας εβδομηντάρης σκηνοθέτης μπορεί να γυρίσει μια ταινία δράσης, θα βρεθούν αντιμέτωποι με μία σχεδόν σοκαριστικά ανέλπιστη έκπληξη. Το καινούργιο «Mad Max» δεν στέκεται ισάξιο δίπλα στις προηγούμενες ταινίες αλλά τις αφήνει πίσω του να τρώνε τη σκόνη και τους καπνούς από το νίτρο που καίνε τα απίθανα αυτοκίνητα που τρέχουν σαν αίμα στις φλέβες του. Ο Τζορτζ Μίλερ δεν κάνει απλώς μία ταινία δράσης αλλά υπογράφει την πιο δυνατή, βίαιη, χορταστική και κυρίως ουσιαστική βουτιά στην κινηματογραφική αδρεναλίνη που είδαμε εδώ και χρόνια. Κι αν το σινεμά της δράσης νοιάζεται μόνο για την ποπ απόλαυση τα τελευταία χρόνια, το φιλμ του Μίλερ έχει θόρυβο και θέαμα, έχει καταιγιστική, ασταμάτητη, μεθυστική δράση, μα έχει ταυτόχρονα και την καρδιά μίας σχεδόν αρχαίας τραγωδίας, το θάρρος μίας απόλυτα φεμινιστικής στάσης, την ένταση μίας ταινίας που δεν τη χαζεύεις απλά, μα τη νιώθεις. Τίποτα δεν είναι τεμπέλικο κι εύκολο, τα πάντα, από τα κοστούμια και τα αυτοκίνητα μέχρι τις ιδέες και τα μηνύματα, δείχνουν πως κάποιος τα νοιάστηκε, τα πρόσεξε, τα οραματίστηκε σε ένα σύνολο που δεν χάνει (χμ... λάδια) από πουθενά. To «Mad Max» είναι ένα στιβαρό, θωρακισμένο φιλμ που ξέρει να ανυψώνει την ποπ απόλαυση σε σημείο οπερετικού σχεδόν μεγαλείου, μα ξέρει καλά πως από μόνη της αυτή δεν είναι αρκετή. Που σε φέρνει στα όρια της αντοχής σου από την αγωνία και τη δράση μα δεν ξεπερνά ποτέ τα όρια στην παρωδία ή την ξεδιάντροπη παραβολή. Που ξέρει ότι, πέρα από τα εφέ, μία καλή ταινία χρειάζεται χαρακτήρες και που, παρόλη τη βιασύνη και την ταχύτητα με την οποία όλοι τρέχουν σε αυτό τον «Δρόμο της Οργής», δεν ξεχνά να τους χτίσει με προσοχή. Και στην πορεία να μας χαρίσει στο πρόσωπο της Σαρλίζ –φουριόζα– Θερόν μία αληθινά μοναδική ηρωίδα και να τολμήσει να κάνει το χαρακτήρα που δανείζει το όνομά του στο φιλμ, όχι πρωταγωνιστή, μα συνοδηγό σε ένα ταξίδι που της ανήκει. Και που δεν είναι τίποτα λιγότερο από συναρπαστικό.


Τα σύννεφα του Σιλς Μαρία (The Clouds of Sils Maria) **

Σκηνοθεσία: Ολιβιέ Ασαγιάς

Παίζουν: Ζιλιέτ Μπινός, Κρίστεν Στιούαρτ, Κλόε Μόρνετζ

Μία διάσημη ηθοποιός, προκειμένου να υποδυθεί ένα διαφορετικό, ταιριαστό στην ηλικία της ρόλο στο θεατρικό που την έκανε διάσημη απομονώνεται στις Άλπεις με τη βοηθό της για να κάνει πρόβες.

Μπορείς να βγάλεις το σκηνοθέτη από τα Cahiers du Cinema αλλά δεν μπορείς πάντα να βγάλεις τα Cahiers du Cinema από το σκηνοθέτη. Ο Ολιβιέ Ασιαγιάς, κριτικός κάποτε στο μυθικό περιοδικό του γαλλικού κινηματογράφου, μοιάζει συχνά να θεωρητικοποιεί τις ταινίες του πριν καν τις γυρίσει, να τις αναλύει παρά να τις πιστεύει. Κάπως έτσι τα «Σύννεφα του Σιλς Μαρία» χτίζονται πάνω σε ιδέες που θέλει να εξερευνήσει, για την ωριμότητα και τη γυναικεία φύση, για τους ρόλους που παίζουμε στη σκηνή της ζωής, για τη μετατόπιση της συνειδητότητάς μας στο πέρασμα του χρόνου, για τη ρευστή φύση της επιθυμίας. Μόνο που όλα αγγίζονται εγκεφαλικά κι άψυχα –και τελικά αφόρητα βαρετά– χωρίς το πάθος που ένα αιχμηρό μελόδραμα σαν το «Όλα για την Εύα» έκρυβε, ούτε τη δύναμη ενός γυναικείου ψυχοδράματος του Μπέργκμαν το οποίο πιθανά απηχεί η σχέση των δύο γυναικών.


Παζολίνι (Pasolini) **

Σκηνοθεσία: Έιμπελ Φεράρα

Παίζουν: Γουίλεμ Νταφόε, Βαλέριο Μασταντρέα,

Μαρία ντε Μεντέιρος

Οι τελευταίες 24 ώρες στη ζωή του Ιταλού σκηνοθέτη και συγγραφέα Πιερ Πάολο Παζολίνι πριν τη δολοφονία του σε μία παραλία έξω από τη Ρώμη.

Κομμουνιστής κι ομοφυλόφιλος, πολιτικοποιημένος και πάντα πρόθυμος να ενοχλήσει, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι ήταν ένας άνθρωπος με πολλά πρόσωπα, όπως γίνεται σαφές στην ταινία: το καλό παιδί για την ηλικιωμένη μητέρα του, διανοούμενος για τους θαυμαστές του, πηγή σκανδάλων για τον Τύπο, κυνηγός νεαρών στα βραδινά του ψωνιστήρια κ.ο.κ. Η ταινία του Φεράρα όμως δεν προσπαθεί να τον εξηγήσει, ούτε να χτίσει ένα ακριβές πορτρέτο της τελευταίας μέρας της ζωής του, μα αντίθετα να κάνει ένα χαμηλότονο, ποιητικό σχεδόν πορτρέτο της ύπαρξής του. Χάρη στην προσεγμένη ατμόσφαιρα και την εξαιρετική ερμηνεία του Γουίλεμ Νταφόε υπάρχουν στιγμές που το πείραμα λειτουργεί, όμως σχεδόν πάντα έχεις την αίσθηση ότι κάτι λείπει: η φλόγα που έκαιγε το έργο του Παζολίνι και τον ίδιο, η δύναμη που τον κινούσε και τον οδήγησε στο θάνατο, το πάθος που τον χαρακτήριζε σχεδόν σε κάθε του κίνηση.


>>> Η ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτρια Σουμπαντέ Μπορτετζάι κάνει το «Macondo»** ½, την πρώτη της ταινία μυθοπλασίας μετά από μία σειρά ντοκιμαντέρ. Τοποθετημένη σε μια γειτονιά προσφύγων στα προάστια της Βιέννης, αφηγείται την ιστορία ενός εντεκάχρονου Τσετσένου που μεγαλώνει πιο γρήγορα όταν στο συγκρότημά τους φτάνει ένας φίλος του νεκρού πατέρα του που τον αναγκάζει να τον δει όχι σαν ήρωα πολέμου μα σαν αληθινό άνθρωπο. Λιτό και χαμηλότονο, αυτό το φιλμ ενηλικίωσης έχει κάτι από την αλήθεια και την αμεσότητα ενός ντοκιμαντέρ.

>>> Στα κατεχόμενα εδάφη της Παλαιστίνης, ένας άντρας βγαίνει από τη φυλακή μετά από δέκα χρόνια και ξεκινά να ψάχνει την κόρη του που έχει να δει από τότε, στα «Μάτια του κλέφτη» (Eyes of a Thief) της Νάζουα Ναζάρ. Ο λόγος που μπήκε στη φυλακή και το μυστικό που κρύβει τον συνοδεύουν σε κάθε του βήμα. Το φιλμ ήταν φέτος η επίσημη πρόταση της Παλαιστίνης για τα Όσκαρ.