Κινηματογραφος

Η επιστροφή του Mad Max

Δες πρώτος 25 εικόνες από το υπερθέαμα του Τζορτζ Μίλερ

Γιώργος Κρασσακόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κάποτε η ταινία του Τζορτζ Μίλερ έγραψε τη δική της σπουδαία ιστορία και τώρα το «Mad Max: O δρόμος της οργής» κάνει ξανά το ίδιο. Με θόρυβο και θέαμα. Αλλά ευτυχώς και πολλά παραπάνω.

Πέρασαν τριάντα πέντε χρόνια απ’ όταν ένας νεαρός Αυστραλός, που είχε αποφοιτήσει λίγο καιρό πριν από την Ιατρική σχολή, αποφάσισε να κάνει μία ταινία που θα άλλαζε το ύφος της κινηματογραφικής επιστημονικής φαντασίας και θα έθετε τις βάσεις για ένα ολόκληρο είδος μετα-αποκαλυπτικού σινεμά. Ο Τζορτζ Μίλερ λέει πως το να κάνει το «Mad Max» έμοιαζε με το να «βγάζεις βόλτα έναν τεράστιο σκύλο. Εσύ θες να πας από τη μία και ο σκύλος σε σέρνει προς την άλλη κατεύθυνση». Βρισκόμασταν όμως τριάντα πέντε χρόνια πριν και οι προσδοκίες ήταν μηδαμινές από εκείνη τη μικρή ταινία που έσκασε στο παγκόσμιο σινεμά με τη δύναμη ενός κινηματογραφικού big bang γεννώντας ένα μύθο και δύο συνέχειες. Αν θα έπρεπε να συγκρίνουμε την εμπειρία της επιστροφής του Μίλερ στο σκονισμένο, σκουριασμένο, βίαιο σύμπαν του «Mad Max» σήμερα, με μία ανάλογη παρομοίωση θα λέγαμε πως αυτή τη φορά θα ήταν σαν να προσπαθεί να βγάλει βόλτα ένα κοπάδι από αφηνιασμένο άλογα.

Κι αν αυτό το θεαματικό κοπάδι, όχι από άλογα, μα από αδιανόητα αλλόκοτα, περίπλοκα, ηχηρά, γκαζωμένα, απειλητικά οχήματα που συνθέτει το κομβόι που διασχίζει την οθόνη με τη δύναμη κεραυνού, φτάνει σε εμάς μόλις τώρα, η ιδέα μάρσαρε στο μυαλό του Μίλερ ήδη από το 2000. «Κάθε φορά που σκεφτόμουν την κατάσταση του κόσμου, σκεφτόμουν έναν πόλεμο που συνέβαινε κάπου, τη δραματική αλλαγή στις οικονομικές συνθήκες παγκοσμίως και, μιλώντας για την Αυστραλία, την όλο και αυξανόμενη ένταση που γεννούν τα ελαττούμενα αποθέματα νερού. Όλα αυτά με έσπρωχναν να φανταστώ και πάλι ένα σχεδόν μεσαιωνικό κόσμο όπου οι κανόνες είναι πολύ πιο απλοί και βασικοί. Να φανταστώ ένα γουέστερν σε τέσσερις ρόδες». Στην περίπτωση του φιλμ που θα δείτε στην οθόνη οι ρόδες είναι πολύ περισσότερες και συχνά κυριολεκτικά κολοσσιαίες και η απλή στη βάση της ιδέα ενός γουέστερν, μίας καταδίωξης στην έρημο, ανεβάζει ταχύτητα με φόρα για να μεταμορφωθεί σε κάτι σαν ταινία δράσης οπερατικού μεγαλείου. Κι αν αναρωτιέστε, η μουσική αναλογία δεν είναι τυχαία. «Πάντα φαντάζομαι τις ταινίες σαν οπτική μουσική» λέει ο Μίλερ «και ο "Δρόμος της οργής" είναι κατά τη γνώμη μου κάπου ανάμεσα σε ένα ροκ κονσέρτο και μία όπερα. Ήθελα το φιλμ να είναι ένα κυνηγητό που σου κόβει την ανάσα από την αρχή ως το τέλος. Φιλοδοξούσα να παρασύρω το κοινό σε μία τεταμένη θορυβώδη βόλτα στην πορεία της οποίας θα μπορούσες όχι μόνο να απολαύσεις τη δράση μα και να αντιληφθείς ποιοι είναι οι χαρακτήρες και τι προηγήθηκε, τα γεγονότα που μας έφεραν σε αυτήν εδώ την ταινία».

Και είναι αληθινά αξιοθαύμαστο το πώς, ακόμη κι αν η ταινία τρέχει με ταχύτητα από την αρχή ως το τέλος, ο Μίλερ και οι συνεργάτες του προλαβαίνουν να χτίσουν έναν ολόκληρο σύνθετο κόσμο και να σε μυήσουν όχι μόνο στην ατμόσφαιρά του, μα και στους χαρακτήρες και τη δυναμική του. Δεν είναι τυχαίο, με το φιλμ να βρίσκεται σε pre-production εδώ και χρόνια, με τον συν-σεναριογράφο Νικ Λαθούρη να είναι κομμάτι της ιστορίας του «Mad Max» από την πρώτη κιόλας ταινία και τον production designer Κόλιν Γκίμπσον να δουλεύει με τον Μίλερ εδώ και μία δεκαετία. Ο χρόνος και η προσπάθεια είναι απόλυτα εμφανή στην οθόνη. Κάθε αυτοκίνητο, όπλο, ρούχο, τατουάζ, σετ, αντικείμενο λένε με τον τρόπο τους μία ιστορία και όλα μαζί συνθέτουν ένα ολόκληρο σύμπαν που δεν μπορείς παρά να βυθιστείς ολοκληρωτικά μέσα του. Ένα σύμπαν στο κέντρο του οποίου βρίσκεται ο άνθρωπος σε κάθε του έκφανση: τυραννικοί ηγέτες που επιβάλλουν το νόμο τους, πειθήνιοι στρατιώτες που ακολουθούν εντολές, ο ταλαιπωρημένος όχλος που λέει ευχαριστώ για λίγα ψίχουλα. Και μία γυναίκα που τολμά να αψηφήσει τους κανόνες, να ελπίζει και να δρα, ένα αγόρι που έχει την ικανότητα να δει το σωστό κι ένας άντρας που οι συνθήκες τον αναγκάζουν να κάνει κάτι γενναίο, σχεδόν ηρωικό. Ναι, ο «Δρόμος της οργής» τολμά να πάει λίγο πιο πέρα από τις συμβάσεις μίας τυπικής ταινίας δράσης, να οραματιστεί χαρακτήρες και συγκρούσεις, πολύπλοκες σχέσεις που θα είχαν τη θέση τους σε μία αρχαία τραγωδία ή ένα έργο του Σέξπιρ, να επενδύσει το φιλμ με μία απροσδόκητα φεμινιστική ματιά, τόσο ώστε ο Μίλερ να καλέσει τη συγγραφέα του «Vagina Monologues», Ιβ Ένσλερ, να συμμετάσχει στο χτίσιμο των γυναικείων χαρακτήρων. Και, ναι, ο Μαξ Ροκατάνσκι μπορεί να είναι ο ήρωας που δανείζει το όνομά του στο φιλμ, όμως είναι η αυτοκράτειρα Φουριόζα η γυναίκα πίσω από το τιμόνι του τεράστιου βυτιοφόρου που γίνεται όχημα προς την ελευθερία, αυτή που δίνει στο φιλμ την ιδιαίτερη δύναμή του.

Ο Μελ Γκίμπσον, που έγινε συνώνυμο του «Mad Max», δίνει εδώ τα σκήπτρα στον Τομ Χάρντι, έναν ηθοποιό που είναι «κάτι παραπάνω από ένα ομορφόπαιδο» όπως λέει ο Μίλερ, ενώ ο ρόλος της Σαρλίζ Θερόν δεν έχει καμιά σχέση με τους συνηθισμένους χαρακτήρες μίας γυναίκας σε ταινίες δράσης. Στην πραγματικότητα η Σαρλίζ –κι ο Τομ– είναι η δράση, αφού μέσα σε αυτόν τον κυκλώνα ταχύτητας, γκαζιού, βίας, πυροβολισμών, αδρεναλίνης και οργής είναι οι δυο τους που γειώνουν την ταινία στην ανθρωποκεντρική της βάση. Στην πραγματικότητα η ταινία είναι τόσο καλή ώστε τα νέα πως ο Μίλερ έχει στο μυαλό του ήδη τη συνέχεια με το χαρακτήρα της Φουριόζα στο κέντρο του και πως ο Χάρντι έχει ήδη υπογράψει για τρεις ταινίες δεν σου προκαλούν χασμουρητά για τον κυνισμό της xολιγουντιανής μηχανής, μα ενθουσιασμό για το πώς αυτό το τόσο πολύπλοκο και γεμάτο ιδέες σύμπαν –τόσο ξένο στο τοπίο του σινεμά δράσης– μπορεί να εξελιχθεί περαιτέρω. Ζαλισμένοι ακόμη από την ξέφρενη βόλτα που προσφέρει ο «Δρόμος της oργής» επί της οθόνης στην καρδιά, το μυαλό, τα μάτια και το στομάχι, δεν μπορούμε παρά να ανυπομονούμε να την ξαναζήσουμε.

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

image

Διάβασε την κριτική του Γιώργου Κρασσακόπουλου για την ταινία εδώ.