Κινηματογραφος

«Ο φανφαρόνος» του Ντίνο Ρίζι

Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης, κριτικός κινηματογράφου του «Βήματος» γράφει στην A.V. για την αγαπημένη του ιταλική ταινία και γιατί τον σημάδεψε για πάντα

A.V. Guest
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Θυμάμαι ακόμα σαν να ’ναι τώρα εκείνη τη ζεστή βραδιά κάπου μέσα στη δεκαετία του ’80 που κινηματογραφικό νιάνιαρο ακόμα, ανακάλυπτα τον «Φανφαρόνο» (The fast and the furious) στο θερινό σινεμά Αμπάσαντορ καθισμένος (χωρίς ποπκόρν ή πατατάκια) δίπλα στον πατέρα μου, τον πρώτο δάσκαλό μου στο σινεμά, ο οποίος βεβαίως είχε ξαναδεί την ταινία στην εποχή της, το 1963 (δύο χρόνια προτού γεννηθώ). Θυμάμαι ακόμα τον Βιτόριο Γκάσμαν να παίζει κάποια στιγμή κακό πινγκ πονγκ σε κάποιο αναψυκτήριο έξω από τη Ρώμη ή να σηκώνει το χέρι του από το τιμόνι κάνοντας τη γνωστή ιταλιάνικη χειρονομία που σημαίνει vai fanculo.

Όπως επίσης θυμάμαι τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν δίπλα στον Γκάσμαν να τον κοιτάζει με έκπληξη, θαυμασμό, ίσως και μία δόση ανησυχίας γιατί μπορεί και να υποψιάζεται ότι αυτές οι ώρες (κάτι λιγότερο από δύο 24ωρα), οι πιο ζωντανές ώρες της βαρετής ζωής του, ίσως να είναι και οι τελευταίες.

Άδεια η Ρώμη, είναι Δεκαπενταύγουστος. Οι περισσότεροι κάτοικοι αναζητούν τη δροσιά της θάλασσας κάτω από τον καυτό ήλιο. Κάποιοι όμως έχουν ξεμείνει πίσω στην ερημιά της πρωτεύουσας και ένας από αυτούς μας ανοίγει την πόρτα της ιστορίας της ταινίας. Είναι φυσικά ο ένας και μοναδικός Γκάσμαν, ένα θηρίο με εγκάρδιο χαμόγελο και επικίνδυνη επιπολαιότητα. Είναι ο ήρωας του έξυπνου ελληνικού τίτλου, τόσο μακρινού όμως από το originale που είναι «Il sorpasso» και αποδίδεται ως «Το πέρασμα». Ο Γκάσμαν είναι ο ορισμός του καταφερτζή, ένα λαμόγιο με καλή ψυχή, ένα «καμάκι» έξω καρδιά αλλά και ένα τραγικό τελικά πρόσωπο που θα πέσει θύμα της υπερβολικής σιγουριάς του στο στενάχωρο φινάλε μιας ως τότε πολύ διασκεδαστικής ταινίας.

Ο φανφαρόνος οδηγεί την κάμπριο Lancia Aurelia και παραβαίνει κάθε κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Διψά για περιπέτεια αλλά θέλει παρέα. Ω, κανένα πρόβλημα. Να σου σ’ ένα μπαλκόνι ένας νεαρός, ο Τρεντινιάν, μόνος κι αυτός αλλά μελαγχολικός. Ένας αθώος παριστάμενος, ό,τι πρέπει για ένα ταξίδι στα περίχωρα. Παίρνοντας πρόχειρα αλλά καίρια μαθήματα ζωής από τον σαραντάρη φανφαρόνο ο ντροπαλός φοιτητής της Νομικής θα αρχίσει να ανδρώνεται απότομα.

Σε ένα πρώτο επίπεδο αυτή η υπέροχη ταινία που με άφησε με έναν κόμπο στον λαιμό, είναι ένα πανέμορφο road movie πολύ πριν ο όρος σταθεροποιηθεί στο σινεμά, κάτι που έγινε στον αμερικανικό κινηματογράφο στα τέλη της ίδιας δεκαετίας αυτής της ταινίας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο είναι η σύγκρουση δύο κόσμων: ο κόσμος της άψυχης σιγουριάς που εκπροσωπεί ο φοιτητής αντιπαραβάλλεται με τον κόσμο της ταχύτητας αλλά εν τέλει της επιφανειακής λάμψης που εκπροσωπεί ο «Φανφαρόνος». Ο φοιτητής γλυκαίνεται από την αλλαγή αλλά συγχρόνως νιώθει άβολα μέσα της, ίσως επειδή δεν είναι ακόμη έτοιμος για αυτήν, δεν ξέρει πώς ακριβώς να τη διαχειριστεί.

Ενδεχομένως στο μυαλό του Νίνο Ρίζι αυτή η μικρή ιστορία να είχε το εύρος της μεγαλύτερης εικόνας, το πώς ας πούμε η μικρή, φτωχή κατά βάση ιταλική κοινωνία των αρχών της δεκαετίας του 1960 (όχι και τόσο μακριά από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) όφειλε να επιταχύνει διαρκώς τους ρυθμούς της, να γίνεται όλο και πιο γρήγορη απέναντι σε έναν κόσμο που άλλαζε ραγδαία. Μια ιδέα είναι, δεν ξέρω.

Αυτό που σίγουρα ξέρω όμως είναι ότι ακόμα και σήμερα προσπαθώ να εντοπίσω ποιος από τους δύο κόσμους αυτής της ταινίας είναι της προτίμησής μου. Στις φαντασιώσεις μου συχνά θέλω να γίνω ένας κενός φανφαρόνος, ένας αποχαλινωμένος επαναστάτης χωρίς αιτία που αντιμετωπίζει τη ζωή σαν μια παράσταση χωρίς φινάλε. Όταν ξυπνώ όμως, βλέπω ότι στην πράξη είμαι σαν τον φοιτητή της Νομικής. Αστούλης, ανασφαλής, συμβιβασμένος, δειλός απέναντι στις προκλήσεις των φανφαρόνων αυτού του κόσμου.

Μόνο και μόνο για το γεγονός ότι μια ταινία κατάφερε να μου προκαλέσει τέτοια εσωτερική διαμάχη, για μένα δεν μπορεί παρά να είναι σπουδαία.