Κινηματογραφος

Η «Καινούρια φιλενάδα» του Φρανσουά Οζόν

Το «enfant terrible» του γαλλικού σινεμά μάς μιλάει με αφορμή την καινούργια και πιο ώριμη ταινία του

Γιώργος Κρασσακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 522
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Ρομέν Ντιρί ανοίγει την ντουλάπα της νεκρής γυναίκας του και μοιράζεται το καλοντυμένο μυστικό του με την καλύτερή της φίλη. Όμως «Η καινούρια φιλενάδα» σύμφωνα με το σκηνοθέτη της δεν είναι μια ταινία για έναν άντρα που ντύνεται γυναίκα, αλλά κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον: ένα αμφίβολα απολαυστικό κινηματογραφικό τεστ ανεκτικότητας στη διαφορετικότητα.

«Έχουν περάσει πολλά χρόνια απ’ όταν διάβασα για πρώτη φορά το διήγημα της Ρουθ Ρέντελ πάνω στην οποία βασίστηκε η ταινία. Ήταν γραμμένη σε στιλ αστυνομικής ιστορίας και το τέλος της ήταν εντελώς διαφορετικό και πολύ πιο δραματικό από αυτό που έχει στην ταινία μου. Ήταν η εποχή που δεν είχα κάνει ακόμη την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία και παρότι προσπάθησα να το μεταφέρω στο σινεμά, σαν μικρού μήκους, δεν μπορούσα να πάρω ούτε τα δικαιώματα, ούτε να βρω τα χρήματα για να το κάνω. Όμως για είκοσι σχεδόν χρόνια η ιστορία έμεινε στο μυαλό μου και κάτι μέσα μου επέμενε να την κάνω ταινία».

«Η Ρουθ Ρέντελ είχε γράψει το διήγημά της στο ύφος των τηλεοπτικών επεισοδίων του ο “Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει” οπότε ένα στοιχείο του σασπένς υπήρχε από την αρχή στο στόρι και ήταν κάτι που με ενδιέφερε να κρατήσω. Όμως η ταινία έχει αναμφίβολα αναφορές στο κλασικό μελόδραμα σκηνοθετών που αγαπώ, όπως ο Ντάγκλας Σερκ, και σε ιστορίες που έχουν ένα διαφορετικού είδους σασπένς πολύ πιο εσωτερικό. Ένα σασπένς που σε κάνει να αγωνιάς, όχι για το αν και πώς ο περίγυρος των ηρώων θα ανακαλύψει το μυστικό τους, αλλά πότε οι ίδιοι θα αποφασίσουν να αφήσουν τα συναισθήματα και τον αληθινό εαυτό τους ελεύθερο».

image

«Στο μυαλό μου ο παρενδυματισμός δεν είναι το βασικό θέμα της ταινίας, αλλά απλά ένας τρόπος να μιλήσω για την προκατάληψη και την ανοχή στη διαφορετικότητα. Ήθελα να βρω έναν τρόπο που να κάνει τους ανθρώπους να ξεπεράσουν το πιθανό «σοκ» του μυστικού του Νταβίντ, να κοιτάξουν πέρα από αυτό, από την εμφάνισή του, σε κάτι που πηγαίνει πιο βαθιά, στους μηχανισμούς της επιθυμίας και της ταυτότητας. Κάπως έτσι, η θλίψη για το θάνατο της γυναίκας του αποτελεί για τους θεατές μια κατανοητή δικαιολογία για τους λόγους που τον οδηγούν να φορέσει τα ρούχα της. Αλλά την ίδια στιγμή είναι ένα τεστ για την ανεκτικότητά τους που γίνεται πιο απαιτητικό καθώς η σχέση του Νταβίντ με τη φίλη της γυναίκας του γίνεται πιο βαθιά και πολύπλοκη».

«Είναι ενδιαφέρον ότι ξεκίνησα να γράφω το σενάριο της ταινίας, όταν στη Γαλλία γινόταν μεγάλη συζήτηση για τους γάμους ομοφύλων και η αντιπαράθεση ανάμεσα στους υπερασπιστές και τους πολέμιους της ιδέας βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Για μένα ήταν σαφές ότι η άρνηση των ανθρώπων να αποδεχτούν την ιδέα μιας ένωσης ανάμεσα σε δύο άντρες ή δύο γυναίκες έχει να κάνει πρωτίστως με το φόβο. Δεν πιστεύω ότι ο ρόλος του σινεμά είναι να διδάσκει ή να νουθετεί, αλλά θέλω να ελπίζω ότι βλέποντας κάποιος το φιλμ μου θα αντιληφθεί ότι η επιθυμία και η σεξουαλικότητα είναι κάτι ρευστό και εύπλαστο, κάτι που δεν ορίζεται απαραίτητα κοινωνικά».

«Ο Ρομέν Ντιρί δεν ήταν ο πρώτος ηθοποιός που είχα στο μυαλό μου για τον κεντρικό ρόλο. Κι ομολογώ ότι πριν από αυτόν τον είχα προτείνει σε άλλους ηθοποιούς που βρίσκονταν πιο ψηλά στις επιλογές μου. Ζήτησα από όλους να φορέσουν γυναικεία ρούχα, να βάλουν μέικ απ, ήθελα να δω πόσο άνετοι ήταν με την ιδέα του να μεταμορφωθούν σε γυναίκα για χάρη της ταινίας. Κάποιοι δεν θέλησαν να το κάνουν καθόλου, άλλοι το έκαναν διστακτικά, αλλά ο Ρομέν ξεχώρισε όχι γιατί ήταν πιο όμορφος, αλλά γιατί έδειχνε να κατανοεί ακριβώς την απόλαυση που δίνει στο χαρακτήρα του η μεταμόρφωσή του. Έμοιαζε να αντιλαμβάνεται το φετιχισμό του παρενδυματισμού, τη σημασία που έχει για τον Νταβίντ η μεταμόρφωσή του σε Βιρτζίνια. Κι αυτό για μένα ήταν το κλειδί στο να του δώσω το ρόλο». 

image