Τα βασικά περουβιανά «must» που πρέπει να επισκεφθείς

Οι «Aζήτητοι» του νοσοκομείου Σωτηρία

Το Νοσοκομείο «Η Σωτηρία» και οι ιστορίες φυματικών που νοσηλεύτηκαν μέσα από το συγκινητικό ντοκιμαντέρ «Οι Αζήτητοι» της Μαριάννας Οικονόμου
Το βραβευμένο και πολύ συγκινητικό ντοκιμαντέρ «Οι Αζήτητοι» της σκηνοθέτριας Μαριάννας Οικονόμου αφορά στην ιστορία πολλών «ανωνύμων» φυματικών που νοσηλεύτηκαν, από το 1945 έως το 1975, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», και πέθαναν μόνοι, μακριά από τις οικογένειές τους, απομονωμένοι και αποκλεισμένοι από μία κοινωνία που ζούσε με τον φόβο της εξάπλωσης της ασθένειας.
Ήταν η εποχή που η φθίσι, όπως την έλεγε ο λαός, μάστιζε τη χώρα, με τραγικές επιπτώσεις τόσο για τον νοσούντα (περιορισμός σε σανατόριο και σχεδόν βέβαιος θάνατος) όσο και για τους συγγενείς του που, εκτός των άλλων, ήταν αντιμέτωποι με το κοινωνικό στίγμα που έθρεφε η φυματίωση. Μετά τον θάνατό τους, θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους μέσα στην τεράστια έκταση του νοσοκομείου. Για διάφορους λόγους, ποτέ κανείς δεν αναζήτησε τη σορό τους.
Αφορμή για το ντοκιμαντέρ που ακολουθεί τα ίχνη που άφησαν πίσω τους οι «αζήτητοι» νεκροί υπήρξε μία σειρά απρόοπτων γεγονότων, όπως αναφέρει η κα Οικονόμου, αρχής γενομένης από την τυχαία γνωριμία της με τον γιατρό του νοσοκομείου «Η Σωτηρία» Φώτη Βλαστό. Από αυτόν έμαθε για τις 35 βαλίτσες, τις γεμάτες από 350 μικρά, χάρτινα πακετάκια με προσωπικά αντικείμενα φυματικών (επιστολές, φωτογραφίες, ζωγραφιές, ποιηματάκια κ.ά.), που είχαν συλλέξει νοσοκόμες για να σταλούν στις οικογένειες των αποθανόντων, αλλά τελικά αυτά ποτέ δεν έφτασαν στα χέρια τους. Αποκαλύφθηκαν τυχαία, το 2015, πίσω από έναν τοίχο αποθήκης που χρειάστηκε να γκρεμιστεί προκειμένου να εντοπιστεί και να επισκευαστεί μία διαρροή νερού.
Οι εργάτες άρχισαν να ρίχνουν τις βαλίτσες μέσα σε έναν τεράστιο κάδο ώστε να τις πάρουν τα απορριμματοφόρα και να τις πετάξουν στη χωματερή. Την επόμενη, ενώ συνεχιζόταν ο καθαρισμός της αποθήκης, δύο μοδίστρες που δούλευαν στο ραφείο, στον τρίτο όροφο, έτυχε ν' ακούσουν τον θόρυβο και πήγαν στο παράθυρο να δουν τι συμβαίνει. Το θέαμα τις παραξένεψε αλλά και τις ευαισθητοποίησε. Κατέβηκαν κάτω και όταν διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για πράγματα που ανήκαν σε ασθενείς τηλεφώνησαν στους γιατρούς Φ. Βλαστό και Μ. Τούμπη ζητώντας την επέμβασή τους ώστε να σωθούν όλα αυτά γιατί θεώρησαν ότι αποτελούσαν μέρος της ιστορίας του νοσοκομείου και δεν έπρεπε να φύγουν απ' αυτό.
Έβαλαν γαλότσες και γάντια και μπήκαν μέσα στον κάδο προσπαθώντας να περισώσουν ό,τι δεν είχε καταστραφεί εντελώς από τη βροχή της προηγούμενης νύχτας. Κουβάλησαν το υλικό στο υπό κατασκευή μουσείο του νοσοκομείου «Η Σωτηρία» και άρχισαν δειλά-δειλά να ανοίγουν τα πακέτα. Κάθε πακέτο και μία ανθρώπινη τραγωδία. Μπροστά στα μάτια τους αποκαλύφθηκε ένας «θησαυρός» που αναζητούσε, όπως ανέφερε ο κος Βλαστός, τη σύνδεσή του με την κοινωνία. «Αυτή η αποκάλυψη σημάδεψε τις προσπάθειες που κάναμε για το Μουσείο της Σωτηρίας, που είχαν αρχίσει ήδη από το 2006, και έκτοτε αρχίσαμε να μιλάμε και για τις περιβόητες βαλίτσες. Κάπου εκεί γνωρίστηκα με τη Μαριάννα και ένιωσα ότι μεταφερόταν η συγκίνησή μου σ' εκείνη και ότι εκείνη ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος που θα μπορούσε να πάει αυτή την ιστορία παραπέρα, αφού προηγουμένως έπρεπε να λύσουμε μία σειρά από τεχνικά προβλήματα, μια και «Η Σωτηρία» δεν είναι ένα απλό νοσοκομείο του ΕΣΥ αλλά ένα τοπόσημο της ελληνικής κοινωνίας».
Ο κος Βλαστός είχε απόλυτο δίκιο. Η Μαριάνα Οικονόμου από την πρώτη στιγμή που είδε το υλικό συγκλονίστηκε και αισθάνθηκε βαθιά μέσα της ότι όλα αυτά ήθελαν να της μιλήσουν και να της πουν: «τώρα, μετά από τόσες δεκαετίες που βγήκαμε στο φως, μην μας εγκαταλείψεις και εσύ». Οπότε αυτή η ταινία ήταν μονόδρομος αλλά και η μοναδική ευκαιρία για αυτούς τους ανθρώπους που πέθαναν τόσο άδοξα και χάθηκαν στη λήθη να πουν την ιστορία τους, να μεταφέρουν τα βιώματα και τα συναισθήματά τους αλλά και την εποχή τους. Πρωταγωνιστές στο ντοκιμαντέρ, όπου δεν υπάρχει εξωτερικός αφηγητής, είναι τα γράμματα, οι φωτογραφίες, κάποια μικροαντικείμενα, οι νεκροί και οι συγγενείς τους.
Παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ ο θεατής κατακλύζεται από πλήθος συναισθημάτων τα οποία συχνά κάνουν τα μάτια να βουρκώσουν. Ένας τοίχος χώριζε τους νοσηλευόμενους από τους έξω και η μόνη επικοινωνία ήταν τα γράμματα. Μέσα σε αυτά αποτυπώνεται η αγάπη, ο έρωτας, η στενοχώρια για τον μακρύ, επώδυνο αποχωρισμό, η απελπισία, η μοιρολατρία, η ανησυχία και η αγωνία για την πορεία της αρρώστιας, η συμπαράσταση, η εμψύχωση, η ελπίδα για την ίαση και το φάρμακο, η διαβεβαίωση αποστολής χρημάτων, παρ' όλη τη δυσχερή οικονομική κατάσταση της οικογένειας, καθώς επίσης η επιθυμία εξιστόρησης της απλής καθημερινότητας αλλά και της ανακοίνωσης πολύ σημαντικών νέων.
Υπήρξαν άνθρωποι που έμαθαν ότι έγιναν πατέρες μέσα από ένα γράμμα που έλαβαν από τη γυναίκα τους, όπως στην περίπτωση του νοσηλευόμενου Ναδάλη «Μας αξίωσε ο Θεός και έπιασα παιδί. Να γίνεις καλά να έλθεις να το καμαρώσεις. Όλοι μου λένε ότι έκανες έναν γιο όμορφο". Ο πατέρας πέθανε όταν ο γιος ήταν μόλις 6 μηνών. Ίδια περίπτωση ο Γιάννης, που πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα του, η Αθηνά, "έτεκεν υιόν υγιέστατον» τον οποίο όμως δεν είδε ποτέ παρά μόνο από φωτογραφίες ή τις περιγραφές της γυναίκας του. «Αγαπητέ μου Γιάννη, Μου γράφεις για το παιδάκι, αν έχει κατσαρό μαλλί. Δεν σου έγραψα; Ίδιο το κούτελό σου, η μύτη σου, το μαλλί σου το σγουρό. Για να δούμε αν θα μοιάσει σε εσένα και στην εξυπνάδα».
Αλλά μέσα σε αυτά αποτυπώνεται και το κλίμα φόβου που επικρατούσε για αυτή την αρρώστια και το πόσο το κοινωνικό στίγμα της φυματίωσης ήταν καθοριστικό για τις ζωές των ανθρώπων. Τα περισσότερα γράμματα δεν είχαν αποστολέα, παρά μόνο παραλήπτη. Στα παιδιά έλεγαν ότι ο μπαμπάς λείπει ταξίδι ή ότι δουλεύει κάπου μακριά. Στο χωριό ή στη γειτονιά δεν έπρεπε να ξέρουν ότι ένας δικός τους άνθρωπος βρίσκεται στο «Σωτηρία» γιατί αυτό σήμαινε ότι το σπίτι αλλά και η οικογένεια του φυματικού ήταν επικίνδυνοι και προς αποφυγήν.
«Να μείνεις εκεί έναν χρόνο και δύο μέχρι να γίνεις καλά. Και όταν βγεις να φέρεις την ακτινογραφία να τη δείχνεις. Αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να παντρέψουμε τον αδελφό σου», έγραφε ο Νικόλαος Τσουκαλάς στη νοσηλευόμενη κόρη του, την 14χρονη Μαρία. Μέχρι όμως να φτάσει (αν έφτανε ποτέ) εκείνη η μέρα, ο δύστυχος πατέρας ήταν πρόθυμος να πουλήσει «καμία προβάτα για να της στείλει χρήματα» και της επαναλάμβανε το πόσο στενοχωριόντουσαν αλλά και το πόσο τη σκεφτόντουσαν: «εμείς χύνουμε δάκρυα για εσένα. Να μην το βάλεις ποτέ στο μυαλό σου ότι σε εξεχάσαμεν».
Ακούμε τι έγραφαν, για τέσσερα χρόνια, στον αγαπημένο τους αδελφό, τον Θωμάκο Ντούλα, τα αδέλφια του η Ευαγγελίτσα, η Παναγούλα και ο Χριστόφορος. Μέσα στις λίγες γραμμές, των απλοϊκών παιδικών αυτών γραμμάτων, που εστάλησαν στο διάστημα 1946 έως 1950, εκδηλώνεται η αγωνία για την υγεία του αδελφού τους, η επιθυμία τους να του μεταφέρουν τα νέα της οικογένειας και πάνω απ' όλα η λαχτάρα να γίνει καλά και να ξαναβρεθούν όλοι μαζί: «τώρα μαζέψαμε το καλαμπόκι και το καθαρίσαμε, τινάξαμε και το σουσάμι και μόλις βρέξει θα σπείρουμε στάρια. Τα πρόβατα είναι πολύ καλά. Η μητέρα έφτιαξε κουλούρια, η Παναγούλα, έφτιαξε μία πίτα η Ευαγγελίτσα σού στέλνει σοκολάτα και μπισκότα. Σου στέλνουμε ένα κοφίνι γεμάτο. Αχ, αδελφέ, ο Θεός να σε βοηθήσει να έλθεις στο σπιτάκι μας, να ζήσουμε όλα τα αδελφάκια μαζί. Δεν σε ξεχνάμε ποτέ. Με αγάπη και γλυκιά αδελφοσύνη». Ο Θωμάκος πέθανε, μετά από 4 χρόνια νοσηλείας και η οικογένειά του δεν τον ξαναείδε ποτέ.
Υπάρχουν δε και επιστολές που, για κάποιο λόγο, δεν εστάλησαν ποτέ. Ίσως οι αποστολείς τους μετάνιωσαν ή δεν πρόλαβαν να τις τελειώσουν. Αλλά και ερωτικές επιστολές προς συνασθενείς! Ο έρωτας αρρώστια δεν κοιτά...
Οι άνθρωποι όσο ζουν έχουν ανάγκες και αυτές δεν σταματάνε όταν αυτοί αρρωσταίνουν. Η (έστω προσωρινή) διέξοδος που προσφέρει η μουσική είναι μία απ' αυτές. Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε ασθενείς να τραγουδούν, ψυχαγωγώντας τους συνασθενείς τους και μάλιστα ένας, ο Γιάννης Ναδάλης, ο οποίος έπαιζε βιολί, σχεδίασε ένα πεντάγραμμο με νότες όπου πάνω έγραφε Nτο Ματζόρε. Χρειάστηκε να περάσουν 60 περίπου χρόνια για να καταλήξει η παρτιτούρα στα χέρια του Νικόλα και αυτός να τη δώσει στο δικό του παιδί να την παίξει. Ήταν ένα μικρό βαλσάκι.
Αξίζει δε να αναφερθεί ότι η «φθίση» τραγουδήθηκε όσο καμία άλλη νόσος στο ρεμπέτικο τραγούδι. Είναι δε ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι ο άρρωστος απευθύνεται σε ένα μόνο πρόσωπο για να εκμυστηρευτεί το πρόβλημα της υγείας του και αυτό είναι η μάνα!
Η χαρμόσυνη είδηση για το φάρμακο μεταδόθηκε με έκτακτο δελτίο από το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, αλλά όπως ακούμε τα βάσανα των φυματικών δεν τελειώνουν γιατί «αυτό είναι ιδιαιτέρως ακριβό και διατίθεται εις περιορισμένη ποσότητα καθώς το κράτος, λόγω της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως δεν δύναται να το παρέχει δωρεάν. Ως εκ τούτου, πολλοί από τους απόρους ασθενείς αποστέλλουν επιστολάς προς τους συγγενείς τους στην Αμερική, εις φιλανθρώπους, εις την εκκλησία ακόμη και εις το Παλάτι με την ελπίδα ότι ίσως βοηθηθούν δια την προμήθειαν έστω και ολίγων ενέσεων προς θεραπείαν των».
Ταυτόχρονα, με το γύρισμα του ντοκιμαντέρ άρχισε μία επίπονη προσπάθεια εντοπισμού ζώντων απογόνων, τα ονόματα των οποίων αναφέρονταν στα γράμματα. Αν και το εγχείρημα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, βρέθηκαν τρεις οι οποίοι εμφανίζονται στην ταινία και με ιδιαίτερη συγκίνηση μιλούν για τους ανθρώπους τους, ο Αντωνάκης (Δουκάκης) για τον μπαμπά του που ελάχιστα θυμάται, ο Νικόλας (Ναδάλης) για τον δικό του, που δεν γνώρισε ποτέ και η Μαρία για την πανέμορφη αδελφή της γιαγιάς της, που πέθανε στο «Σωτηρία» στην ηλικία των 20 ετών.
Ο Αντώνης Δουκάκης είναι σήμερα 62 χρονών. Ζει στη Γαλλία και ήρθε στην Αθήνα για τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ αλλά και για την προβολή στον «Δαναό». «Ήμασταν τρεις στην οικογένεια. Ο πατέρας, η μάνα μου, η Ελευθερία και εγώ. Ο πατέρας είχε την έγνοια τη δική μας και όταν ρωτούσα πού είναι η μητέρα έλεγε ότι είναι υποχρεωμένος να μένει μακριά γιατί εργαζόταν για εμάς και ότι θα ερχόταν σύντομα. Μπήκε στο νοσοκομείο το 1959 και έμεινε για έναν χρόνο. Η μητέρα μου ποτέ δεν είπε ότι πέθανε, αλλά ότι "έφυγε" για τους αγγέλους και ότι θα μας προστατεύει από εκεί... Εκείνη την εποχή το να μεταφέρει κάποιος ένα πτώμα από την Αθήνα στην Ορεστιάδα ποιος ξέρει πόσο θα κόστιζε και στην κατάσταση που ήμασταν δεν γινότανε. Μ' αυτό το ντοκιμαντέρ, κάπως διορθώθηκαν τα πράγματα. Το έχω δει τέσσερις φορές και είναι σαν να έζησα ξανά τα παιδικά μου χρόνια. Τα δύσκολα χρόνια που κανείς να μην ζήσει ξανά. Ούτε κανένα παιδί να χάσει τον πατέρα του. Είμαι και εγώ μέσα στα γράμματα, η αγάπη του πατέρα μου για τη μητέρα μου, της μητέρας μου για τον πατέρα μου, για εμένα...Ήταν ένα τρίγωνο γεμάτο από αγάπη».
Ευχή της Μαριάνας Οικονόμου αλλά και όλων των συντελεστών είναι αυτή η ταινία να ευαισθητοποιήσει κάποιους και να στηθεί, έστω και μετά από 80 χρόνια, ένα μνημείο μέσα στο «Σωτηρία» με τα ονόματα αυτών των νεκρών που κανείς δεν γνωρίζει καν πού είναι θαμμένοι. Επίσης, να βρεθεί το απαραίτητο κονδύλι για τη συντήρηση και ψηφιοποίηση αυτού του αρχείου ώστε να είναι προσβάσιμο σε μελετητές και να εκτεθεί στο νεοσύστατο «Μουσείο Σωτηρία». Πρόκειται για ένα σημαντικό τεκμήριο της ιστορίας του νοσοκομείου αλλά και της μεταπολεμικής Ελλάδας γενικότερα.
Info: Τα έσοδα από τo ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε στον κινηματογράφο Δαναό στις 15/02 διατέθηκαν για τους σκοπούς του Ελληνικού Παιδικού Μουσείου.

Σενάριο - Σκηνοθεσία: Μαριάννα Οικονόμου
Διεύθυνση φωτογραφίας: Carlos Muñoz | Μοντάζ: Δημήτρης Πεπονής, Ευγενία Παπαγεωργίου | Έρευνα: Νίκη Τσιλιγκίρογλου | Διεύθυνση παραγωγής: Ραχήλ Μανουκιάν | Πρωτότυπη Μουσική: Βαγγέλης Φάμπας | VFX Artist: Πάνος Κουτέλας | Σχεδιασμός Ήχου & Μίξη: Στέλιος Κουπετώρης | Colorist: Μαρία Τζωρτζάτου | Παραγωγή: DOC3 | Συμπαραγωγή: Anemon, ΕΡΤ | Συμπαραγωγός: Ρέα Αποστολίδη | Με την υποστήριξη των: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου |
Ελληνική Διανομή: Cinedoc
Θερμές ευχαριστίες της κας Μαριάννας Οικονόμου προς:
Τη διοίκηση του Γ.Ν.Ν.Θ.Α. «Η Σωτηρία» και την επιτροπή του «Μουσείου της Σωτηρίας», τους-ις συμμετέχοντες-ουσες Ασημίνα Γρηγορίου, Φώτη Βλαστό, Μιχάλη Τουμπή, Λίτσα Διαμαντίδου, Γιώτα Τζουανοπούλου, Νίκη Τσιλιγκίρογλου, αλλά και τους συγγενείς των ασθενών για τη συμβολή τους στη υλοποίηση του ντοκιμαντέρ.
Δειτε περισσοτερα
Οδηγός για ένα τέλεια τακτοποιημένο σπίτι
Σκυλιά σαλονιού, σκυλιά που συνόδευσαν διάσημα ονόματα του Χόλιγουντ, της μόδας, της λογοτεχνίας, της Τέχνης. Όταν η κομψότητα και το κάλλος βγήκαν «βόλτα» με λουρί
O διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μιλά για τα καυτά θέματα της ελληνικής και διεθνούς οικονομίας
Ο γνωστός ηθοποιός μιλά για τον μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή και την παράσταση στο θέατρο Παλλάς
Βγαίνει σε τρία σχέδια, 100 κομμάτια το καθένα, στην τιμή των €4.900