- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιατί θάβουν τις σύγχρονες ελληνικές ταινίες;
Κανένας στην Ελλάδα δεν κάνει ταινίες για να βγάλει λεφτά, oύτε καν ο παραγωγός
Οι ελληνικές ταινίες που γυρίζονται στην Ελλάδα από εγχώρια ταλέντα, με σκηνοθέτες, ηθοποιούς, διευθυντές φωτογραφίας, μουσικούς, μοντέρ κλπ, που είναι ντόπια παιδιά… είναι έργα (1) εμμονής ενός ή περισσότερων ατόμων που θέλει ή θέλουν ντε και καλά να φτιάξουν αυτήν την συγκεκριμένη ταινία και (2) αγάπης, των ιδίων ατόμων. Το επισημαίνω από την αρχή γιατί κάθε τόσο διαβάζω σκληρές και συχνά άδικες κριτικές ελληνικών ταινιών που γυρίστηκαν με τρελή ταλαιπωρία, ξεπερνώντας τεράστιες πρακτικές και οικονομικές δυσκολίες: τα κινηματογραφικά συνεργεία μας είναι ηρωικά, όλοι οι άνθρωποι που δουλεύουν σε μια ταινία κάνουν πολλά πράγματα μαζί, κι αυτά τα πολλά πράγματα γίνονται σε συγκεκριμένες μέρες (γυρισμάτων), σε συγκεκριμένα μέρη (location), και… δεν ξέρω με ποιόν τρόπο μπορεί να καταλάβει κάποιος που δεν ασχολείται με ταινίες, πόσο ζόρικο επάγγελμα είναι το να κάνεις ταινίες, όπως και σειρές, πόσο παλούκι είναι το να είσαι κινηματογραφιστής στην Ελλάδα. Ή, πόσο μεγάλο κατόρθωμα, πόσο κατάκτηση τύπου Εβερεστ, είναι η κάθε ελληνική ταινία.
Γιατί ο κόσμος δεν εκτιμά τις σύγχρονες ελληνικές ταινίες;
Είδα το «Νόμο του Μέρφυ» του Αγγελου Φραντζή, και το «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, κοντά-κοντά – και τα δύο, πάνω σε σενάρια της Κατερίνας Μπέη. Και τα δύο έχουνε σούπερ ηθοποιούς, καταπληκτική φωτογραφία, σκηνικά-κοστούμια και σκηνοθεσία υψηλού επιπέδου, παρόλο που είναι εντελώς διαφορετικές ταινίες. Τις έθαψαν εξ ίσου όμως, σε διάφορες κριτικές, άνθρωποι που μάλλον ξέρουν από σινεμά ή που νομίζουν ότι ξέρουν… αλλά που σίγουρα δεν έχουν δουλέψει ποτέ σε ελληνική ταινία, ή κι αν δούλεψαν, ήταν για πολύ λίγο: οι δουλειές αυτές είναι σκληρές, θέλουν γερά νεύρα, αντοχή, επιμονή, υπομονή και πείσμα. Δεν ξέρω τον Φραντζή αλλά ξέρω τον Τσεμπερόπουλο, και τα έχει αυτά τα στοιχεία στον οργανισμό του, χρόνια θα το ζάλιζε (μέσα του, και γύρω του) το θέμα Στέλιος Καζαντζίδης, όπως όλοι οι σκηνοθέτες που κολλάνε με ένα θέμα και σκοτώνονται να το κάνουν ταινία.
Μια σύγχρονη ελληνική ταινία είναι συλλογική δουλειά, με αγάπες, μίση, πάθη, εντάσεις, συγκρούσεις, ανακατωσούρες, κλάματα και δράματα, με αγαλλιάσεις, ανατάσεις, αμφιβολίες, μόνιμες ανησυχίες (όσο κρατάει το γύρισμα, και το μοντάζ), με πανικούς, τρομάρες, λαχτάρες, χαρές και γέλια, αλλά βασικά με πολύ ταλέντο μαζεμένο σε πλατό γυρισμάτων, ή σε location. Έχουμε τους καλύτερους ηθοποιούς, όπως και τους καλύτερους διευθυντές φωτογραφίας, πολύ καλούς σκηνοθέτες, σεναριογράφους, συντελεστές γενικότερα. Το καστ του «Υπάρχω», πχ, σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό – εκτός από το πόσο «φέρνει» ο Χρήστος Μάστορας στον Καζαντζίδη, με το πόσο θυμίζουν όλοι οι ηθοποιοί τους ήρωες που υποδύονται. Η Κλέλια Ρένεση είναι η Καίτη Γκρέυ, πιο Καίτη από την ίδια την Καίτη. Η Ασημένια Βουλιώτη μοιάζει τόσο με την Μαρινέλλα στα νιάτα της που νομίζεις ότι είναι η ίδια. Ο Γιώργος Καραμίχος έχει δύο σκηνούλες όλες κι όλες, ως Μίνως Μάτσας, και είναι απίστευτος. Με τον Δημήτρη Καπουράνη είναι σα να βλέπω τον Γιώργο Λιάνη στα «Νέα» στη δεκαετία του ’80 (ναι, τότε τον πρόλαβα, και ναι ήτανε σέξι άτομο ο μπαγάσας). Διάβασα κριτικές για τον σεξισμό της ταινίας: μα πώς θα έδειχνε τον Καζαντζίδη, και την όλη του εποχή, χωρίς σεξισμό; Τα ΄50ς και ΄60ς ήτανε δεκαετίες εντελώς αντρικές, αντρουά, «παλιές» με τα σημερινά δεδομένα, δε θα μπορούσε κανένας ήρωας της ταινίας να καίει τα σουτιέν του, θα ήταν παράλογο, και εκτός εποχής.
Διάβασα ότι το «Υπάρχω» έχει πολλά εσωτερικά πλάνα και λίγα εξωτερικά πλάνα, κριτική που δεν πρόσεξα για τον «Νόμο του Μέρφυ», πχ, ή για την «Φόνισσα»: οι δύο τελευταίες ταινίες είναι τίγκα στα εξωτερικά πλάνα, και μπράβο τους, παρά τις ασύλληπτες δυσκολίες που έχεις στην Ελλάδα να γυρίσεις εξωτερικά πλάνα. Αλλά το «Υπάρχω» ήταν αναγκαστικά κλειστοφοβικό επειδή έτσι ήταν η ζωή του Καζαντζίδη, σε συνδυασμό με την εποχή. Δεν είναι «ταινία δωματίου», είναι ταινία νυχτομάγαζων που τον έπνιγαν τον ήρωα. Και σόρι αλλά δεν διάβασα πουθενά αντίστοιχες κριτικές για αμέτρητες Αμερικάνικες ταινίες, συχνά μπούρδες, απλώς με γυαλιστερά πλάνα, έσω-έξω, με πολύ χρήμα να ρέει άφθονο στην οθόνη. Δηλαδή κανείς δεν θάβει αυστηρά την Αμερικανιά, ενώ πολύς κόσμος αρπάζει με άνεση το φτυάρι για την ελληνική παραγωγή.
Το χρήμα είναι ο μεγάλος παράγοντας: ακόμα και μια ελληνική ταινία με καλό μπάτζετ, δεν έχει ΤΟΣΟ καλό μπάτζετ όσο μια Αμερικάνικη με κακό μπάτζετ. Δεν μπορεί να σκίσει στα σκηνικά, τα σπέσιαλ εφέ, τα κοστούμια, τους κομπάρσους, στην τεχνολογία, στο μακιγιάζ – που θα είναι το καλύτερο δυνατό, με τα δεδομένα μας. Όλα θα είναι τα καλύτερα δυνατά, απλώς τα δεδομένα μας είναι κουκιά μετρημένα. Αν υπάρχει σκηνή που ο ήρωας μπαίνει στο μαγαζί και τα κάνει λίμπα, κόβεται γιατί ανεβάζει το κόστος, ή διαμορφώνεται έτσι ώστε να σπάνε μόνο δύο φλυτζανάκια, άντε κι ένα κρασοπότηρο. Νυχτερινή σκηνή σε ακριβό location, μπορεί μάνι-μάνι να μετατραπεί σε ημερήσια επειδή κοστίζει, ή επειδή, άντε να φωτίσεις ένα νυχτερινό location έτσι ώστε να βλέπει ο θεατής τι γίνεται στην οθόνη. Αυτοί που διαμαρτύρονται ότι στο «Μαέστρο» ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης πχ έκανε πολλά γυρίσματα στο Athenee, πρώην Zonar’s, ας βρούνε στην Αθήνα άλλα μέρη, δηλαδή location, με αντίστοιχο ντεκόρ (ντεμί-εποχής) και ατμόσφαιρα, να πάει εκεί να κάνει γυρίσματα ο Χριστόφορος την άλλη φορά που θα’ χει σκηνές με τον Χρήστο Λούλη.
Τώρα σόρι, έφυγα από το θέμα «ταινίες» και πέρασα στο θέμα «σειρές»… αλλά τα ίδια ισχύουν και για τις σειρές: καταφέρνονται, γυρίζονται χάρη στην εφευρετικότητα και ευελιξία των συντελεστών τους. Όλοι όσοι παίρνουν μέρος στην δημιουργία μιας ταινίας, από τον/την σκηνοθέτη και σεναριογράφο μέχρι τον τελευταίο βοηθό κομμωτή, όλοι αυτοσχεδιάζουν συνέχεια, ψάχνουν λύσεις, κατεβάζουν ιδέες, για ένα αποτέλεσμα που θα ικανοποιήσει τον θεατή. Όλοι έχουμε στο μυαλό μας συγγενείς και φίλους που θα δούνε το έργο και θα περάσουν ωραία – κι έχουμε μεγάλη καούρα, πραγματικά, να περάσουν υπέροχα οι άνθρωποί μας. Να διασκεδάσουν, να γελάσουν, να κλάψουν, να ξεχαστούν, να μπούνε μέσα στο έργο, να ταξιδέψουν με τους ήρωες και τις ηρωίδες μας.
Αλλάζω πρόσωπο, από τρίτο πληθυντικό (έχουν) σε πρώτο πληθυντικό (έχουμε), επειδή δεν συμμετέχω σε καμία από τις παραπάνω ταινίες ως σεναριογράφος, διαλογο-γράφος, επιμελήτρια σεναρίου ή οτιδήποτε, αλλά μπορώ να ταυτιστώ με τους δημιουργούς απόλυτα. Ξέρω ότι έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, και πως ό,τι έκαναν ήταν σπουδαίο, τελικά. Θαυμάζω οποιονδήποτε δημιουργεί συμμετέχοντας σε έργο (ταινία, σειρά, ντοκιμαντέρ κλπ)… και σκέφτομαι οκτώ φορές πριν κάνω αρνητική δημόσια κριτική. Γιατί όπως είπα, κανένας μα κανένας στην Ελλάδα δεν κάνει ταινίες για τα λεφτά, ούτε καν σειρές, ούτε ντοκιμαντέρ, ταινίες μικρού μήκους, τι-πο-τε. Όλοι τα κάνουμε από τρέλα αυτά, από πετριά, κι όταν έρχονται τα λεφτά είναι μπόνους… εκτός που, μεταξύ μας, είναι και τρίχες, ειδικά αν τα συγκρίνουμε με Χόλυγουντ….