Κινηματογραφος

Το «Υπάρχω» μας επιστρέφει στο αληθινό σινεμά

Όλα είναι εκεί: τα καλά και τα κακά του Στέλιου Καζαντζίδη, που θίγονται σε ακριβοδίκαιες δόσεις, με μια λέξη, ένα βλέμμα, έναν υπαινιγμό

Ελένη Ψυχούλη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Στην ταινία «Υπάρχω» ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος εστιάζει την κάμερά του στον Στέλιο Καζαντζίδη

Πέρασαν 11 χρόνια από τον «Εχθρό μου» και χωρίς να το αντιληφθούμε, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος μας είχε λείψει. Ίσως γιατί στο μεταξύ άλλαξαν πολλά. Ήρθε ο εγκλεισμός και οι πλατφόρμες, ήρθαν τα συνδρομητικά κανάλια και το TikTok, ήρθαν οι μίνι σειρές και οι νέας γενιάς μεγάλες σειρές, ήρθε ένας άλλος τρόπος να βλέπουμε σινεμά, ήρθε ένας άλλος τρόπος να «βλέπουμε» γενικά. Αδιόρατα, υπόγεια και χωρίς να το αντιληφθούμε, συμφιλιωθήκαμε με τις εκπτώσεις, ρίξαμε τον πήχη στα τάρταρα, φιλήσαμε στο στόμα τον λαϊκισμό και αποθεώσαμε θεάματα που, αν ήταν λογοτεχνία, θα ήταν βίπερ Νόρα, άσχετα αν μας τα «πούλησαν» τουλάχιστον σαν τους «Άθλιους» του Βίκτωρ Ουγκό. Ακόμη και η δική μου γενιά, που ανατράφηκε με Βισκόντι και γαλουχήθηκε με Φελίνι, σαν να στραβώθηκε ή σαν να χτυπήθηκε από μια ξαφνική επιδημία πρεσβυωπίας, άχνα δεν βγάζει, ούτε μια τόση δα φωνούλα διαμαρτυρίας, μπροστά στο φαινόμενο: Εκπομπές και κανάλια, μας πλασάρουν με ύφος βαθυστόχαστο σειρές με «τρισμέγιστους» ηθοποιούς, σεναριογράφους και σκηνοθέτες, που γυρίστηκαν υποτίθεται στα χνάρια ανυπέρβλητων υπερπαραγωγών, με ποιότητα που θα τη ζήλευε το Χόλιγουντ. Συντελεστές μιλούν κατασυγκινημένοι για την «εμπειρία ζωής» των γυρισμάτων, για το τυχερό αστέρι που έφερε στο Γολγοθά της καριέρας τους αυτή τη μοναδική τύχη, τον πρώτο αριθμό του Λότο της ελληνικής φιλμογραφίας. Επί του πρακτέου, και αν μπεις στο κόπο να συστηθείς με όλες αυτές τις υπερπαραγωγές, έρχεσαι αντιμέτωπος με τον θάνατο της ποιότητας, τον θάνατο του σεναρίου, το θάνατο της ηθοποιίας και όλους μαζί τους θανάτους του μυαλού. Καταναλωτές φιλμογραφίας σε οθόνες μεγέθους γραμματοσήμου, θυμιατίζουμε υποπροϊόντα που παρακολουθούμε απρόσεχτα σκρολάροντας ταυτόχρονα το κινητό και με πολλές παύσεις και στάσεις, για να πάμε τουαλέτα, να ψήσουμε κανένα τοστ, να βράσουμε κανένα αβγό, να παραγγείλουμε στο e-food. Κάτω και μπροστά από τα μάτια μας η τέχνη πεθαίνει, δεν επηρεάζει πια την ψυχή ούτε τη ζωή μας - ως όφειλε. Το μόνο που μας νοιάζει είναι το σίκουελ, η πληροφορία, το σπόιλερ, το τι θα γίνει στο επόμενο επεισόδιο.

Μια δραματική επιφάνεια που έρχονται οι δυο ώρες του «Υπάρχω» για να την αφανίσουν, να της πετάξουν τη μάσκα, να φανεί από κάτω η ασχήμια και το κενό. Μετά την επιτυχία της «Ευτυχίας», ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος παίρνει τη σκυτάλη στο σερί των βιογραφιών που μας αποκαλύπτουν το ξεχασμένο παρελθόν δημιουργών που δεν υπάρχουν πια και εστιάζει την κάμερά του στον Στέλιο Καζαντζίδη. Θέμα ευκολάκι αν θέλεις να κάνεις μελό, να πλαντάξεις στο κλάμα τον θεατή, να τον επιστρέψεις σε παρελθόντες καημούς, την ξενιτιά, την πείνα, τον Εμφύλιο, τη φτώχια και τη δυσοιωνία της Ελλάδας του Καζαντζίδη, πασπαλισμένη με αυτή την τρισδιάστατη, τραγική υπερφωνή, που από μόνη της είναι οι καημοί του κόσμου όλου. Ο Τσεμπερόπουλος, όμως, επιλέγει τον δύσκολο δρόμο, μιας βελούδινης ισορροπίας, που ακροπατεί πάνω από τα εμπόδια, δημιουργώντας τέχνη αληθινή. Γιατί εξ ορισμού είναι δύσκολο να γράψεις ένα σενάριο για ζωές ανθρώπων που ακόμη είναι ζωντανοί, είναι δύσκολο να διαχειριστείς έναν κοσμαγάπητο θεό, που όμως δεν είχε και τον πιο εύκολο ούτε τον καλύτερο χαρακτήρα.

Εξ αρχής αποκλείεται η αγιογραφία, αποκλείεται και ο κουτσομπολισμός. Και όμως, όλα είναι εκεί: τα καλά και τα κακά του Στέλιου, που θίγονται σε ακριβοδίκαιες δόσεις, με μια λέξη, ένα βλέμμα, έναν υπαινιγμό. Ευγενικά και όποιος κατάλαβε. Ο Τσεμπερόπουλος υπερίπταται περιορίζοντας το θέμα του στα βασικά: ένας σούπερ σταρ που ξεκινάει από χαμηλά για να φτάσει στην κορυφή, κι από κει να τα βροντήξει όλα για να ξανοιχτεί με μια βάρκα στο πέλαγος ψαρεύοντας μαρίδες. Ως τον θάνατο. Δεν χρειάζεται περισσότερα για να μας μαγέψει. Ο Mάικ Μιλς έχει φτιάξει το αριστούργημα «C’mon» με λιγότερα: μια κοπέλα αφήνει το παιδάκι της για μια εβδομάδα στον αδελφό της, τελεία. Αυτός είχε, όμως θα μου πεις, ένα Χοακίν Φοίνιξ. Και ο Τσεμπερόπουλος είχε τον Μάκη Γαζή. Τον casting director που έχει την ευφυΐα να «βλέπει» μια ταινία πριν την ταινία. Να ακούσει την καρδιά της να χτυπά πριν ακόμη γεννηθεί. Να έχει ο ίδιος μπει στην ψυχή του κάθε συντελεστή πριν τον αναζητήσει. Μέσα από το αριστουργηματικό κάστινγκ τού προτείνει αιρετικά τον Χρήστο Μάστορα. Ο οποίος δεν παίζει τον Καζαντζίδη. Είναι ο Καζαντζίδης. Ο Τσεμπερόπουλος φαίνεται να τον έχει ερωτευτεί κεραυνοβόλα και από την πρώτη ματιά. Ώσμωση απόλυτη, ανάμεσα στο κάστινγκ, τον σκηνοθέτη, τον πρωταγωνιστή. Θαρρώ πως ο Μάστορας έχει πολύ Καζαντζίδη μέσα του, στη δική του ζωή. Ο Μάστορας, επίσης θαρρώ, αναγκάστηκε να ποδοπατήσει όλη την ως τώρα πορεία του για να γίνει ο Καζαντζίδης του Τσεμπερόπουλου. Και είμαι σίγουρη πως από δω και πέρα δεν θα’ ναι ποτέ ξανά ο ίδιος. Μάτωσε να περάσει τα σύνορα αλλά τώρα έχει διαβατήριο. Όσο για τους υπόλοιπους, η Κλέλια Ρένεση δεν «παίζει», είναι η Καίτη Γκρέυ, η Αγορίτσα Οικονόμου «είναι» η μαμά Γεσθημανή, ο Γιώργος Καραμίχος «είναι» ο Μάκης Μάτσας, ο Μιχάλης Βαλάσογλου ο Άκης Πάνου, ο Γ. Γάλλος ο Πυθαγόρας, ο Νίκος Ψαρράς o T. Λαμπρόπουλος της Columbia, ο καταπληκτικός Π. Σιούντας είναι αυτό που φαντάζεσαι για τον Χ. Νικολόπουλο στα νιάτα του και δεν θα μπορούσες να φανταστείς τίποτα πιο μαγικό από τον Γιώργο Γιαννόπουλο στον ρόλο του αφεντικού της νύχτας. Ερμηνείες που δεν στέκονται μόνο στην ομοιότητα της εμφάνισης, η οποία τελικά δεν έχει και τόση σημασία. Κάτω από τα φτερά του Τσεμπερόπουλου καταλαβαίνεις τις δυνατότητες και το δυναμικό ηθοποιών που τους έχεις δει να παλεύουν ακυβέρνητοι και εν τέλει, ανεκμετάλλευτοι σε άλλες δουλειές τους.

Κλέλια Ρένεση, Χρήστος Μάστορας

Το «Υπάρχω» μάς επιστρέφει στο αληθινό σινεμά, στη μαγεία της μεγάλης οθόνης, σε πλάνα που ξεκλειδώνουν την ψυχή σου, που τη νιώθεις να τα ρουφά ευεργετικά-δεν είχες καν αντιληφθεί πόσο διψούσε τα τελευταία χρόνια μέσα στα καλντερίμια της μετριότητας. Σπαρακτικά locations, μιας Ελλάδας του πόνου και του Εμφυλίου, σκηνικά νοσταλγικά μιας Ελλάδας του ’60 και του ’70, που πρωταγωνιστούν ισοδύναμα πλάι στους ηθοποιούς, μιλώντας πλάι τους ακατάπαυστα, συμπληρώνοντας τα ανείπωτα. Όλα σ’ αυτή την ταινία, το μακιγιάζ, τα σκηνικά, τα κοστούμια, οι ηθοποιοί, συγκλίνουν στην απόλυτη ισορροπία, σε ένα «μέτρον άριστον», στα μέτρα του ανθρώπου. Χωρίς υπερβολές, χωρίς τσάμπα συναίσθημα. Όλα στην υπηρεσία μιας μεγάλης συγκίνησης. Αυτό που είναι η δουλεμένη σκληρά τέχνη στα χέρια του μεγάλου, του αληθινού δημιουργού. Γι’ αυτόν που δεν μιλά πια η εποχή μας. Ίσως γιατί δεν την αφορά.

Αυτή εδώ η ταινία, όπως κάθε μεγάλη τέχνη, φτιάχτηκε για να χωρέσει στις καρδιές όλων των ανθρώπων. «Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, ας μου δοθεί ετούτη η χάρη» είπε ο Σεφέρης και ο Τσεμπερόπουλος το έκανε ταινία. Χωρίς ευκολίες, χωρίς τρικ και τεχνάσματα και άσκοπες κορώνες.

Σε λίγο τα 600.000 εισιτήρια που έκοψε η «Ευτυχία» θα είναι κάτι λίγο μπροστά στο σουξέ που περιμένει το «Υπάρχω».

Από τις 19 Δεκεμβρίου στους κινηματογράφους