Κινηματογραφος

Η Πέννυ Παναγιωτοπούλου και η Κάλλια Παπαδάκη μας μίλησαν για το Wishbone

Η νέα τους, βραβευμένη ταινία άνοιξε με τεράστια προσέλευση το φεστιβάλ WIFT- GR στην Ταινιοθήκη

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 938
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

'Oσο περνάει ο καιρός, όχι απλώς εξελίσσονται και οι δύο ως αφηγήτριες, αλλά όλο και πιο πολύ ταιριάζει το αφηγηματικό όραμα της μιας στην κινηματογράφηση της άλλης

Με την Πέννυ Παναγιωτοπούλου και την Κάλλια Παπαδάκη γνωριζόμαστε χρόνια. Έχω παρακολουθήσει τις δουλειές τους ξεχωριστά (το πολυβραβευμένο «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου» της Παναγιωτοπούλου· το εξίσου βραβευμένο «Δενδρίτες» και τον «Ήχο του ακάλυπτου» της Παπαδάκη) αλλά και μαζί («September», 2013), και συνειδητοποιώ πως, όσο περνάει ο καιρός, όχι απλώς εξελίσσονται και οι δύο ως αφηγήτριες, αλλά όλο και πιο πολύ ταιριάζει το αφηγηματικό όραμα της μιας στην κινηματογράφηση της άλλης· και το ανάποδο.

Χάρηκα λοιπόν όταν έμαθα πως η τελευταία τους ταινία, το «Wishbone» (όπως λέμε: Γιάντες), απέσπασε πρόσφατα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το Βραβείο Κοινού Fischer Ελληνικής Ταινίας – «Μιχάλης Κακογιάννης» και το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ηθοποιού – Fos Award για την ψυχή της ταινίας στο πανί, τον υπέροχα εύθραυστο και δυνατό μαζί Γιάννη Καράμπαμπα. Είναι μια ταινία σκληρού κοινωνικού ρεαλισμού με τις απαραίτητες Παναγιωτοπουλικές πιτσιλιές ονείρου και μαγείας: η ιστορία ενός νεαρού σεκιουριτά σ’ ένα δημόσιο νοσοκομείο, που –ερχόμενος αντιμέτωπος με τον ξαφνικό θάνατο του μεγάλου του αδερφού– αναγκάζεται ν’ αναλάβει τη μικρή του ανιψιά αλλά και τα κληρονομούμενα χρέη. Για να βρει χρήματα να σώσει το σπίτι τους, θα μπλεχτεί μ’ έναν τραυματιοφορέα που του τείνει μια πονηρή και παράνομη χείρα βοηθείας. Το τίμημα θα είναι μεγάλο. Αλλά μεγάλο θα είναι και το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής του.

Το έργο βασίζεται στο διήγημα της Κάλλιας Παπαδάκη «40 ημέρες» από τον βραβευμένο «Ήχο του Ακάλυπτου» (εκδ. Πόλις, 2010), αλλά κινηματογραφήθηκε 12 χρόνια μετά – με μεγάλες παρεμβάσεις στην πλοκή της ιστορίας. Γι’ αυτά, και για πολλά άλλα, βρεθήκαμε να μιλάμε ένα Σάββατο που ο αέρας λυσσομανούσε έξω από το παράθυρο του σπιτιού της Πέννυς Παναγιωτοπούλου στη Λούτσα, σε ένα σκηνικό εξίσου κινηματογραφικό (όλα τα σπίτια της Πέννυς Παναγιωτοπούλου είναι κινηματογραφικά σκηνικά), με τη βοήθεια δύο σκυλιών –της Μπλου και του Μελιού– και του φαντομά-γάτου Λούντι. Τις αφήνω να μιλήσουν οι ίδιες για μια ταινία-κόσμημα, που μεταφέρει στον ελληνικό κινηματογράφο μια ατόφια σαιξπηρική τραγωδία: τις αλλεπάλληλες μικροτραγωδίες που συσσωρεύονται και τσακίζουν, σαν παλιρροϊκό κύμα, τον κεντρικό πρωταγωνιστή, μετατρέποντάς τον σ’ έναν εξαίσιο ρομαντικό ήρωα.

Πέννυ Παναγιωτοπούλου και Κάλλια Παπαδάκη: Μιλήσαμε με τις δημιουργούς του Wishbone

Πέννυ Παναγιωτοπούλου: Την εποχή που καταθέσαμε τη σεναριακή πρόταση για το «Wishbone» δουλεύαμε ήδη πάνω σε μια άλλη ιστορία με φαντάσματα και νεκρούς –πάντα ήθελα να κάνω μια ταινία με φαντάσματα, μνήμες και νεκρούς–, την οποία όμως αφήσαμε στην άκρη, παρόλο που παρ' ολίγον να πάρει επιχορήγηση MEDIA. Όταν την έστειλα  στον μέντορά μου, Γιαν Φλάισερ, με τον οποίο πάντα συζητώ τις ιδέες και τα σενάρια των ταινιών μου, ο Γιαν μού είπε ότι της έλειπε μια  
ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Αυτό με έριξε. Και τότε η Κάλλια, ως αντίδραση σ' αυτό, άρχισε να διασκευάζει το διήγημά της «40 ημέρες». Μου έστειλε λίγες σελίδες· ήταν όλο διάλογο, ρυθμό· μου άρεσε πολύ και, εγώ που συνήθως είμαι όλο ενστάσεις, δεν είχα καμία διόρθωση να κάνω.

Κάλλια Παπαδάκη: Ήταν το αποκορύφωμα της κρίσης τότε. Εγώ πάντα αγαπούσα αυτό το διήγημα από τον «Ήχο του Ακάλυπτου» έτσι κι αλλιώς, αλλά, αν σκεφτείς ότι πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου που προσπαθεί να τα φέρει βόλτα μέσα στην ένδεια, σε ένα σύστημα που καταρρέει τριγύρω του, ήρθε κάπως και «κούμπωσε» με την εποχή που γράφτηκε το σενάριο.

Το ταξίδι του ήρωα

ΚΠ: Σχετικά νωρίς στην ταινία υπάρχει ένα κοτόπουλο, με γιάντες· γίνεται μια ευχή. Κι αυτή «οδηγεί» τον πρωταγωνιστή να αναλαμβάνει ολοένα και περισσότερες ευθύνες, που δεν είναι και δικές του, και να καταφέρνει ολοένα και περισσότερα πράγματα που ούτε ο ίδιος δεν πίστευε ότι μπορεί να καταφέρει. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα ταξίδι ενηλικίωσης…

ΠΠ: …από την αθωότητα και την παντελή καθημερινότητα, στην κατασκευή ενός ήρωα της διπλανής πόρτας.

ΚΠ: Μετά τον θάνατο του αδερφού, ο θείος πρέπει να αναλάβει τη μικρή του ανιψιά, παρόλο που δεν θέλει. Στον αντίποδα υπάρχει και ο χαρακτήρας της μητέρας –για να ισορροπήσει στη ζωή του και το ερωτικό κομμάτι: δεν είναι ένας άνθρωπος ξεκομμένος ή απαραίτητα μοναχικός. Είναι ένας άνθρωπος που βρίσκεται άξαφνα εκτός ισορροπίας και καλείται ν’ αντεπεξέλθει.

ΠΠ: Η μεγαλύτερη διαφορά με το διήγημα της Κάλλιας είναι ότι εκεί ο πρωταγωνιστής ήταν ένας τσακισμένος συνταξιούχος που έψαχνε μια δεύτερη ευκαιρία. Ενώ εδώ πρόκειται για έναν όμορφο νέο, στην αρχή της ζωής του, κι ό,τι τσακίζεται μέσα του τσακίζεται για πρώτη φορά. Εμείς γι’ αυτό ακριβώς θέλαμε να μιλήσουμε: για τους νέους ανθρώπους που βρίσκονται έξω από το βλέμμα των προνομιούχων τάξεων, που δεν είναι κατ’ ανάγκη λούμπεν,  αλλά είναι εκτός αξιακού συστήματος της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου που δεν έχει το όνειρο «να περάσει στην απέναντι όχθη», να γίνει κάτι, είναι όμως σ’ ένα μεταίχμιο και ανά πάσα στιγμή μπορεί να πέσει ακόμα πιο χαμηλά. Εγώ συνδεόμουν πάντα περισσότερο με αυτούς τους ανθρώπους, παρά με τους πιο πλούσιους και τους πιο μορφωμένους.

ΚΠ: Αυτό είναι το μεγαλείο της γραφής και της τέχνης, ότι ζεις πολλές ζωές. Σου υπόσχεται κάτι και μετά σου το παίρνει, συνδυάζει τρυφερότητα και σκληράδα. Είναι μια ματιά σε έναν άλλο κόσμο, που θα μπορούσε να έχει υπάρξει.

Οι δυσκολίες της χρηματοδότησης και η τέχνη της σκηνοθεσίας

ΠΠ: Τα γυρίσματα άρχισαν μέσα στην πανδημία, πέντε χρόνια μετά την πρώτη γραφή του σεναρίου. Η χρηματοδότηση ταινιών στην Ελλάδα είναι δύσκολη: μέχρι να φτάσεις να έχεις ένα draft σεναρίου που μπορείς να διακινήσεις, παίρνει χρόνο κι απ’ τη στιγμή που το διακινείς, οι πηγές χρηματοδότησης είναι πολύ συγκεκριμένες, είναι πολύ χρονοβόρο να τις εξασφαλίσεις και ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος. Πρέπει να συγκεντρώσεις τα χρήματα και μετά να μπορέσεις να πεις ότι έχεις ένα συγκεκριμένο cash flow (που δεν έρχεται ποτέ στην ώρα του) κι αυτό ενέχει πολύ μεγάλες καθυστερήσεις. Πρέπει να έχεις πολύ μεγάλη υπομονή.

ΚΠ: Η μεγάλη δυσκολία είναι ότι γράφεις το 3ο, 4ο, 5ο draft κι η χρονική απόσταση από το γύρισμα είναι τόσο μεγάλη, που, όταν αρχίζει το σενάριο να παίρνει σάρκα και οστά, έχεις αλλάξει εσύ ο ίδιος ως άνθρωπος. Έχεις μετατοπιστεί.

ΠΠ: Εγώ, που μιλώ σαν σκηνοθέτιδα, ξέρω ότι δεν ακολουθώ πιστά το κείμενο. Οφείλω να είμαι πιστή μόνο σ' αυτό που είμαι, την ώρα που φιλμάρω. Αφήνω τα πράγματα να συμβούν μπροστά μου –όπως γίνεται και στο ντοκιμαντέρ καμιά φορά– με αμέτρητους αυτοσχεδιασμούς. Την ώρα των γυρισμάτων γίνεται μια ανταλλαγή ανάμεσα σ' αυτό που κάνουν άνθρωποι που δεν είμαι εγώ –οι ηθοποιοί– και σ' αυτό που είμαι εγώ.  Οφείλω να παρατηρώ τους ανθρώπους που ζωντανεύουν το κείμενο και, αν συμβεί κάτι συναισθηματικά, να το καταγράψω στην κάμερα. Και να το διατηρήσω αργότερα στο μοντάζ φυσικά, καθαρίζοντάς το απ’ όλα τα περιττά.

Γιάννης Καράμπαμπας: βραβευμένος πρωταγωνιστής

ΠΠ: Ο Γιάννης μού άρεσε πάρα πολύ εξαρχής: φυσιογνωμικά είναι άντρας παλαιάς κοπής ή  έστω διαχρονικός, χωρίς να είναι ματσό όμως. Μπορούσα να δουλέψω μ' αυτή τη φυσιογνωμία, γιατί στην ταινία είναι πολύ τρυφερός, πολύ «θηλυκός». Μετά μου άρεσε η φωνή του, η άρθρωσή του, η κίνησή του. Επίσης δεν έχει ξαναπαίξει σε ταινία κι αυτό σήμαινε ότι κανείς δεν τον είχε ξαναδεί κι άρα δε θα τον συνέχεαν με κάτι άλλο.

Το σπίτι

ΚΠ: Καμιά φορά τα πράγματα συμβαίνουν λες κι υπάρχει λόγος. Γυρνούσαμε από τα Κύθηρα κι ήταν μεσημέρι, τέλος καλοκαιριού· και περνώντας από τη Νέα Πέραμο, είδαμε αυτές τις δύο τεράστιες, πολυώροφες πολυκατοικίες. Ήταν λες κι ο ήλιος έπεφτε ακριβώς πάνω τους. Ούτε ρεπεράζ δεν είχαμε αρχίσει τότε και λέω στην Πέννυ: «Φαντάζεσαι να μένει  
εκεί η μητέρα της μικρής;»

ΠΠ: Από τότε με πήγανε σε 200 ίδιες εργατικές πολυκατοικίες στη Δραπετσώνα, που είναι και πιο κοντά, αλλά εμένα μού καρφώνονται οι χώροι στο μυαλό, προσαρμόζω το κείμενο στους χώρους που βρίσκω· είχα συνδεθεί με την ψυχή εκείνων των πολυκατοικιών κι ήθελα να βάλω τη μαμά της μικρής εκεί. Σ’ ένα συγκεκριμένο διαμέρισμα, μάλιστα, που το είχαμε διαλέξει λόγω της οικογενειακής ιστορίας του. Κι όταν αρχίσαμε τα γυρίσματα, βρήκαμε τριγύρω κάτι παρατημένα παιχνίδια, σαν από διαλυμένη οικογένεια, κι ήταν λες κι όλα ήρθαν κι έδεσαν, η πραγματικότητα με το σενάριό μας. Το έχω πολλή ανάγκη αυτό όταν γυρνάω κάτι: να αισθάνομαι ότι έχει συμβεί και πριν από μένα κάτι αντίστοιχο στον ίδιο χώρο.

Το ίδιο περίπου συνέβη με το σπίτι: το είδα ξαφνικά μπροστά μου, είναι κοντά στις πολυκατοικίες. Ήταν ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, που όμως δεν ταίριαζε στις περιγραφές του σεναρίου. Πηδήξαμε όμως τα σίδερα και μπήκαμε μέσα και ξαφνικά βρέθηκα σ' αυτή τη σέρα που βλέπουμε και στην ταινία και ήξερα ότι αυτό ήταν το σπίτι. Μετά ήρθε μια σειρά συμπτώσεις που μας οδήγησαν στον ιδιοκτήτη, έναν υπέροχο άνθρωπο, φοβερά συγκροτημένο, μορφωμένο, τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Μήλιο, που τότε πάλευε στο νοσοκομείο με τον καρκίνο. Όχι μόνο μας έδωσε το σπίτι, αλλά μας χάρισε και την απίστευτα συγκινητική οικογενειακή ιστορία του. Αρχίσαμε γυρίσματα και του στέλναμε φωτογραφίες κι ένιωθα, από τα μηνύματά του, πώς αυτός ο άνθρωπος ήταν λες και ξαναέβλεπε τον εαυτό του και τους γονείς του στο σπίτι να ξαναζωντανεύουν μες στους χώρους. Ένιωθε ότι, με την ταινία, οι νεκροί του θα ζουν για πάντα εκεί.

Κι έτσι του αφιέρωσα την ταινία, γιατί έφυγε όταν τελείωσαν τα γυρίσματα. Κι η αφιέρωση λέει: «Με τη βεβαιότητα ότι τίποτα δεν χάνεται».