Κινηματογραφος

65o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Ο Ματ Ντίλον και το ένοχο μυστικό της κινηματογραφικής βιομηχανίας

Η λογική του «Όλα για την τέχνη»

Ευάννα Βενάρδου
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Η εντυπωσιακή εμφάνιση του Ματ Ντίλον με αφορμή την ταινία «Being Maria»

Σεισμό προκάλεσε η άφιξη του Ματ Ντίλον στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη –και μιλάω κυριολεκτικά, αφού λίγα μόλις λεπτά μετά την άφιξη του στο «Ολύμπιον», για να προλογίσει την ταινία «Την έλεγαν Μαρία» της Ζεσικά Παλούντ, και αφού έκλεισαν τα φώτα για να ξεκινήσει η ταινία, ταρακουνηθήκαμε για τα καλά (πάνω από 5 τα ρίχτερ τελικά...).

65o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Η εντυπωσιακή εμφάνιση του Ματ Ντίλον

Ταρακουνηθήκαμε και μεταφορικώς πάντως, και δεν αναφέρομαι στο ότι ο Ματ Ντίλον είναι ιδιαίτερα αγαπητός στο γυναικείο φύλο αλλά κυρίως στην αναστάτωση (μάλλον σοκ είναι ο σωστότερος όρος) που προκάλεσε η εν λόγω ταινία: πρόκειται για το χρονικό του κατ΄ουσίαν βιασμού της ηθοποιού Μαρίας Σνάιντερ κατά τη διάρκεια της θρυλικής ταινίας «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» του Μπερτολούτσι, από τον συμπρωταγωνιστή της Μάρλον Μπράντο, τον οποίο στην ταινία ενσαρκώνει ο Ματ Ντίλον. Εννοώ βέβαια στην πολυσυζητημένη σκηνή της διείσδυσης με το βούτυρο, που δημιούργησε σάλο στην εποχή της.

Η ταινία δείχνει τις δραματικές συνέπειες που είχε η σκηνή αυτή στη μετέπειτα ζωή και καριέρα της Μαρίας Σνάιντερ, ανήλικης ακόμα την εποχή της ταινίας, η οποία, με την αφέλεια και την αθωότητα της, αιφνιδιάστηκε εντελώς, μα εντελώς λέμε, καθώς ούτε ο διάσημος σκηνοθέτης, ούτε ο μυθικός συμπρωταγωνιστής της δεν μπήκαν στον κόπο, όχι να την ρωτήσουν αλλά ούτε καν να την προϊδεάσουν για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Σύμφωνα με την ταινία πάντα, λίγα λεπτά νωρίτερα, η πρόβα για τη σκηνή δεν περιελάμβανε τίποτα τέτοιο. Το δε συνεργείο είχε μείνει «παγωμένο». Αν προσθέσεις στην εξίσωση το κακοποιητικό παρελθόν του κοριτσιού από έναν αδιάφορο πατέρα και μια βίαιη μητέρα, καταλαβαίνεις κανείς το συναισθηματικό κοκτέϊλ που τελικά την οδήγησε στην πρέζα.

Φυσικά ο Μπερτολούτσι και ο Μπράντο το «πούλησαν» στη λογική του «όλα για την τέχνη». Όλα για την τέχνη, αλήθεια;

Στη συνέντευξη που παραχώρησε πριν λίγο στους δημοσιογράφους, ο λαλίστατος, έξω καρδιά και πολύ «αμερικάνος» Ματ Ντίλον, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ξεκαθάρισε πως ψήφισε Καμάλα Χάρις στις αμερικανικές εκλογές, είπε τα εξής:

«Ο Μπερτολούτσι και ο Μπράντο έκαναν ένα μεγάλο λάθος, αλλά οι προθέσεις τους δεν ήταν σαδιστικές», είπε ο ηθοποιός, επαναλαμβάνοντας τα περί “λάθους” και άλλες φορές στη συνέντευξη. «Το τράβηξαν. Σε εμάς, τους ηθοποιούς, δεν μας τα λένε όλα. Αλλά ένα τέτοιο πράγμα; Η κοπέλα τραυματίστηκε, αυτό που της συνέβη σε αυτό το φιλμ ηταν πολύ σκληρό. Κι εγώ, όπως κι εκείνη, ξεκινησα πολύ νέος σε αυτό το επάγγελμα και μπορώ να ταυτιστώ. Και συγκίνηθηκα πολύ με την ερμηνεία της Άνναμαρία Βαρτολομέι. Παρ΄όλα αυτά συνεχίζω να πιστεύω πως "Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι" είναι ένα αριστούργημα και πάντα θα θαυμάζω τον Μάρλον Μπράντο, και θα νοιώθω ευγνωμοσύνη γι’ αυτόν. Με επηρέασε βαθιά ως ηθοποιός. Άλλαξε την εικόνα του Αμερικάνου άντρα που μέχρι τότε ταυτιζόταν με τον Τζον Γουέιν».

«Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στην ιδέα να παίξω τον Μπράντο», παραδέχτηκε. «Άλλαξε τα πράγματα για τους ηθοποιούς. Και ο Μπερτολούτσι είναι ένας καταπληκτικός σκηνοθέτης. Μετά βεβαια, μετάνοιωσα και έλεγα στον εαυτό μου “βλάκα, γιατί το έκανες αυτό;”. Ήταν δύσκολο, αλλά μου αρέσουν οι προκλήσεις. Φοβήθηκα λίγο όταν η ταινία ήταν να κάνει πρεμιέρα στις Κάννες αλλά τελικά λέω, οκ, πρέπει να παίρνεις ρίσκα».

«Η ταινία "Την έλεγαν Μαρία" πάντως δεν ήταν ένα φιλμ εκδίκησης για όσα συνέβησαν στη Σνάιντερ», ξεκαθαρίζει. «Ηταν μία ταινία που, δικαίως, παρουσιάζει τη δική της πλευρά. Γιατί μετά από αυτό ζούσε ένα συνεχές τραύμα».

Σήμερα το βράδυ, στο Φεστιβαλ, παίζεται η ταινία που ο Ντίλον σκηνοθέτησε το 2002, η «Πόλη των Φαντάσμάτων», ενώ οι επισκέπτες του MOMus θα δουν τον ηθοποιό και μέσα σε έναν ...μαγνητικό τομογράφο, στο «Interfears» (2023), τη νέα μικρού μήκους ταινία του ανατρεπτικού Δανού καλλιτέχνη Γέσπερ Γιουστ η οποία εξερευνά το συναισθηματικό τοπίο του εγκεφάλου του Nτίλον καθώς απαγγέλλει έναν μονόλογο. Το μηχάνημα καταγράφει και αποτυπώνει τα εγκεφαλικά του κύματα σε δισδιάστατες και τρισδιάστατες αναπαραστάσεις, κι αυτό μετουσιώνεται σε μία εικαστική-κινηματογραφική εγκατάσταση που παίζεται σε λούπα. «Το αστείο είναι πως έχω κλειστοφοβία!», αποκάλυψε. «Έτσι ειπα στον Γέσπερ, “μμμμμμ. Δεν νομίζω”. Προσπάθησα να τον πείσω να πάρει άλλον. Αλλά επέμεινε». Ανταμείφθηκε πάντως γιατί ο γιατρός του είπε πως έχει πολύ υγιή εγκέφαλο «Α! Πολύ έξυπνο δηλαδή;». «Υγιή!» του απάντησε.

Aυτό που υπέστη η Μαρία Σνάιντερ στο Τανγκό, σήμερα, μετά το ΜeToo, προφανώς δεν θα γινόταν. Τον ρώτησα αν ο ίδιος ως άνδρας ηθοποιός αλλά και δημιουργός, είναι πιο προσεκτικός πια στα γυρίσματα.

 «Η σκηνή με το βούτυρο, που, παρεμπιπτόντως, είναι η μόνη που δεν μου άρεσε στην ταινία, είναι ο λόγος που προέκυψε το νέο επάγγελμα intimacy coordinator (σ.σ. ο άνθρωπος που φροντίζει να γίνονται τα πράγματα “σωστά” στις ερωτικές σκηνές). Ως ηθοποιός ακούς συχνά να σου λένε, τυχεράκια, γυρίζεις ερωτικές σκηνές με τόσο ωραίες γυναίκες. Ομως καμία σχέση, δεν είναι εύκολη ιστορία. Κάποιοι υποστηρίζουν πως το νέο αυτό επάγγελμα συνιστά αστυνόμευση ενός καλλιτεχνικού έργου, ενός δημιουργού. Εγώ θα έλεγα πως απλώς δημιουργεί ενα ασφαλές περιβάλλον για τους ηθοποιούς, ώστε να νοιώθουν πιο άνετα. Αφού έχουμε stunt coordinator γιατί οχι και intimacy coordinator; Βέβαια στο τελος μπορεί να αρχίσουμε να βάζουμε και πανοπλία στο γύρισμα, ποιος ξερει;», κατέληξε γελώντας.

Ο Ματ Ντίλον, μάθαμε, αγαπά την κουβανέζικη μουσική (έχει γυρίσει μάλιστα ένα ντοκιμαντέρ για έναν κουβανέζο σκατ μουσικό), ζωγραφίζει (προέρχεται άλλωστε από εικαστική οικογένεια), και όπως είπε, λατρεύει τον Τζιν Χάκμαν που τον έμαθε «τι σημαίνει υπευθυνότητα σε έναν ηθοποιό». Επίσης θαυμάζει πολύ τον Λάνθιμο, με τον οποίο συνεργάστηκαν στο «Nimic».”Ηταν μια παράξενη ταινία. Παίζει να έφαγα δυο ντουζίνες βρασμένα αυγά! Ο Γιώργος έχει ευδιάκριτη “φωνή”, είναι φανταστικός. Ξέρει τι θέλει –άλλο αν εγώ δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ακόμα δεν ξέρω τι ήθελε να πει, αλλά μου άρεσε που το κάναμε! Είστε τυχεροί να έχετε τέτοιον σκηνοθέτη, αλλά πλέον ανήκει σε όλους μας».

Το οποίο μου δίνει πάσα για την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, μια ακόμα ταλαντούχα σκηνοθέτριά μας που κάνει διεθνή καριέρα (τη χάσαμε κι αυτή; Δεν ξέρω αν πρέπει να χαιρόμαστε για τη διεθνή ακτινοβολία των σκηνοθετών μας που φεύγουν, ή να νοιώθουμε αποκρδιωμένοι που η Ελλάδα αδυνατεί να τους κρατήσει). Στο φεστιβάλ έδειξε το φιλμ της Harvest, μία ταινία απίστευτα καλογυρισμένη, σίγουρα όχι «εύκολη», ένα ιδιοσυγκρασιακό γουέστερν για μια εσωστρεφή κοινότητα αγροτών που ζει (σε έναν απροσδιόριστο χωρόχρονο) από την γη, με διονυσιακά στοιχεία, βίαιη, που τιμωρεί σκληρά τους παρείσακτους, αλλά δεν καταφέρνει να αμυνθεί στον μεγαλύτερο εισβολέα όλων: το κέρδος... Η Τσαγκάρη (που στο Chevalier είχε επιστρατεύσει για το όραμά της μέχρι και τον Σάκη Ρουβά) καταφέρνει να γυρίσει μια ταινία βαθιά γήϊνη, που αίφνης μετατρέπεται σε ένα ταξικό σχόλιο που εντυπώνεται στο νου.

Το ίδιο συμβαίνει και με την ταινία-σοκ του Αλέξανδρου Αβρανά «Quiet Life». Ο σκηνοθέτης είχε συζητηθεί για το «Miss Violence», με τον εκπληκτικό Θέμη Πάνου σε ρόλο πατέρα (πα-τέρας, θα λέγαμε) που προβαίνει σε ανείπωτες φρικαλεότητες. Κι εδώ παρουσιάζει φρικαλεότητες, με το ίδιο, αναγνωρίσιμο, στυλιζάρισμα. Η διαφορά είναι πως αν και πάλι πρωταγωνιστεί μια οικογένεια με δύο κοριτσάκια, τις φρικαλεότητες τις διαπράττει το Σύστημα: η οικογένεια καταφεύγει στη Σουηδία για να γλυτώσει από το καθεστως Πούτιν που απειλεί με θάνατο τον αντιφρονούντα εκπαιδευτικό πατέρα, αλλά οι δομές στην προηγμένη σκανδιναβική χώρα δεν προτίθενται να τους παραχωρήσουν άσυλο, αμαχητί. Η γραφειοκρατία της υπηρεσίας μετανάστευσης, με το πρόσχημα του ανθρωπισμού και της πολιτικής ορθότητας, τους οδηγεί σε απελπισία, με αποτέλεσμα την κατάρρευση του ενός παιδιού. Δεν θα κάνουμε σπόιλερ για την συνέχεια, αλλά η ταινία κορυφώνεται με απρόσμενους τρόπους. Θα περιοριστώ στον τρόπο που ο Αβρανάς παρουσιάζει το προνοιακό σύστημα της Σουηδίας (τουλάχιστον οσον αφορά τους πρόσφυγες): αποστειρωμένο σαν εργαστήριο, με ανθρώπους που θυμίζουν ρομπότ, με το πιάνο να παίζει στους νοσοκομειακούς θαλάμους των παιδιών με φόντο το ειδυλλιακό δάσος, αλλά, στο βάθος του, αμείλικτο. Ένα υποκριτικό καθεστώς που βλέπει το δέντρο και οχι το δάσος κατηγορώντας γονείς σε απόγνωση για τα δεινά που στην πραγματικότητα οφείλονται στις πολιτικές των κυβερνήσεων. Πολιτικές (και δεν αναφέρομαι μόνο στο απολυταρχικό καθεστώς της Ρωσίας του Πούτιν, αλλά και της πολιτισμένης “ανθρωποκεντρικής” Δύσης) που συνθλίβουν τους ανθρώπους και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αντίστασης. Η ταινία μου θύμισε ολη αυτή τη μόδα της «αυτοβελτίωσης» που σε καλει να αποβάλλεις την αρνητική ενέργεια, λες και λ.χ. η φτώχεια σου είναι δική σου ευθύνη. Και αρκεί να πιστέψεις σε σένα για να πάνε όλα καλά...

Μετά απ΄ολα αυτά χρειάζεσαι μια ταινία σαν το «Αγαπημένο μου γλυκό» για να έρθεις στα ίσα σου. Στην ιρανική ταινία των Μάριαμ Μογκαντάμ και Μπεχτάς Σαανέχα που βραβεύτηκε και αγαπήθηκε πολύ στην φετινή Μπερλινάλε, μια εβδομηντάχρονη χήρα θα ερωτευτεί και πάλι. Σπάζοντας την παράδοση του κλασικού ιρανικού φεστιβαλικού σινεμά, η ταινία επιφυλάσσει εκπλήξεις πρώτου μεγέθους. Και είναι και ριζοσπαστική ως προς το θέμα των γυναικών –αρκεί να πούμε πως είναι η ηλικιωμένη γυναίκα που κάνει την πρώτη κίνηση και όχι ο άντρας (μιλάμε για το Ιράν, έτσι;). Το θέμα «Ιραν και γυναίκες» είναι μια πονεμένη υπόθεση. Αυτές τις μέρες η εικόνα της φοιτήτριας που εμφανίστηκε με τα εσώρουχά της για να διαμαρτυρηθεί για την αστυνομία ηθών και τη μαντήλα, έκανε τον γύρο του κόσμου... Και δεν είχε καλό τέλος για την κοπέλα.

Και μια και ο λόγος για διαμαρτυρίες και απαγορεύσεις, φιλοπαλαιστινιακές οργανώσεις εξέδωσαν ανακοίνωση διαμαρτυρόμενες για την προβολή της ισραηλινής ταινίας «Come Closer» από το Φεστιβάλ (ισραηλινή συμμετοχή στα όσκαρ) -απηύθυναν μάλιστα κάλεσμα για διαδήλωση σημερα, έξω από την αίθουσα. Χρησιμοποιούν δε τον όρο «artwashing» που σημαίνει «ξέπλυμα μέσω της τέχνης».

Το ζήτημα της προβολής ισραηλινών ταινιών έχει απασχολήσει όλα νομίζω τα φεστιβάλ της χώρας μας τον τελευταίο καιρό (απο το Animasyros και το Καστελλόριζο μέχρι την Θεσσαλονίκη). Αλλά και στο μέτωπο της Ουκρανίας, οι Νύχτες Πρεμιέρας ματαίωσαν τελικά την προγραμματισμένη φυσική προβολή ρωσικού ντοκιμαντέρ (το οποίο όμως προβλήθηκε online). Ξεφυλλίζοντας τον κατάλογο του ΦΚΘ ωστόσο έπεσα πάνω σε τουλάχιστον 3 ή 4 παλαιστινιακές ταινίες, οι οποίες έχουν περίοπτη θέση στο Φεστιβάλ: όπως για παράδειγμα η ταινία «Απ’το σημείο μηδέν», που συγκεντρώνει 22 μικρού μήκους ταινίες από ταλαντούχους σκηνοθετες από τη Λωρίδα της Γάζας που παρουσιάζουν την τραγική καθημερινότητα των ανθρώπων στη Γάζα.

Γιατί λοιπόν, παραβλέπουμε αυτές τις ταινίες που παίζονται στα φεστιβάλ, αντί να τις αναδείξουμε, ενώ ζητάμε το κόψιμο των άλλων; Υπάρχουν ανεξάρτητες ισραηλινές ταινίες πολύ προοδευτικών δημιουργών που μάλιστα στηρίζουν τους Παλαιστίνιους και ασκούν κριτική στη χώρα τους. Η (πραγματική) τέχνη, και όχι η προπαγάνδα, δεν ξεπλένει. Σε βάζει να σκεφτείς, να αντιπαραβάλλεις, να απορρίψεις. Να σχηματίσεις άποψη. Και αυτός είναι (πρέπει να είναι) ο ρόλος ένος φεστιβάλ.