Κινηματογραφος

Φτερά και πούπουλα: Ποια είναι η θέση της γυναίκας στην αιγυπτιακή κοινωνία;

Μια στρατευμένα αντι-αισθητική ταινία από τον Ομάρ Ελ Ζοχάιρι, που το νοσηρό του χιούμορ δεν χαϊδεύει καμιά συλλογική προκατάληψη

Κωνσταντίνος Ματσούκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το «Φτερά και πούπουλα» (Feathers) του Ομάρ Ελ Ζοχάιρι είναι μια δυσβάσταχτη ταινία που αφήνει ορθάνοιχτη τη μαύρη τρύπα της κοινωνικής ανισότητας και της φθαρτότητάς μας

Στα ελληνικά, η ταινία «Feathers» του Ομάρ Ελ Ζοχάιρι έχει τον παραπλανητικό τίτλο «Φτερά και πούπουλα» που απέχει παρασάγγας από όσα διαδραματίζονται στην οθόνη. Από τα πρώτα πλάνα, οι λεκέδες στα ρούχα της πρωταγωνίστριας παίζουν σημαντικό ρόλο. Δηλώνουν την παντελή έλλειψη αυταρέσκειας, τη γυναίκα εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στο να υπηρετεί. Είναι σύζυγος και μητέρα τριών αγοριών και σε όλη τη διάρκεια της ταινίας την παρακολουθούμε να τρίβει, να σφουγγαρίζει στα γόνατα, να στύβει και ν’ απλώνει ρούχα, κουβαλώντας παντού ένα βρέφος, πάντα αγόγγυστα, πάντα στωικά. Απέναντι στους άντρες γνωρίζει καλά να κρατάει τα μάτια κατεβασμένα. Μα είναι και ο νιπτήρας της λεκιασμένος από τη σκουριά, είναι και το κεφαλάρι του οικογενειακού κρεβατιού διαβρωμένο από τη μούχλα, και η ντουλάπα σκοροφαγωμένη…

Κάθε τετραγωνικό εκατοστό κάθε επιφάνειας στην ταινία είναι εξαντλητικά χρησιμοποιημένο, πολυκαιρισμένο, σημαδεμένο από τον χρόνο. Τα πάντα είναι παλιά, βρόμικα και φθαρμένα σε υπερθετικό βαθμό. Το ίδιο το διαμέρισμα γειτνιάζει με κάποιου τύπου εργοστάσιο, το οποίο σε τακτά διαστήματα ξερνάει ένα γκριζόμαυρο νέφος που, αν κάποιος δεν κλείσει έγκαιρα το παράθυρο, κατακλύζει τον κυρίως χώρο (τραπεζαρία και παιδικό υπνοδωμάτιο).

Οι εξωτερικοί χώροι, παρομοίως, είναι στέρφες αλάνες, σκουπιδότοποι, χωματόδρομοι με ανταλλακτικά αυτοκινήτων στοιβαγμένα στις άκρες τους. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν παρουσιάζεται ως δυστοπικό, όλα καταδεικνύονται ως απολύτως καθημερινά. Έτσι ζουν εδώ οι άνθρωποι.

Από τους ανθρώπους πάλι, τους άντρες πιο σωστά, κανείς έστω ελάχιστα ελκυστικός. Όλοι αδιάφοροι ή και δύσμορφοι, ντυμένοι ομοιόμορφα, φτωχικοί στην εμφάνιση, στον λόγο, στο συναίσθημα. Ως θεατής, αναρωτιέσαι αν υπάρχει μια σκηνοθετική μονομέρεια εδώ, σε όλη αυτήν την ηθελημένη ένδεια που προβάλλεται ως ρεαλισμός. Ή, μήπως, απλώς πλήττονται τα προσωπικά σου δυτικά πρότυπα ευταξίας και καθαριότητας σε ένα σύμπαν όπου π.χ. πριν σε δεχτούν για οικιακή βοηθό, ψάχνουν τα μαλλιά σου για ψείρες;

(Δεν γίνεται εδώ να μην παρεμβάλλω την έκπληξή μου τις πρώτες ώρες της επιστροφής από ένα ταξίδι στο Κάιρο. Είδα την Αθήνα όπως δεν την είχα δει ποτέ: πεντακάθαρη, άψογα οργανωμένη και λειτουργική!)

Αυτός ο ήδη ανοίκειος κόσμος κάνει μια βουτιά στην παραδοξότητα, όταν ο μάγος σ’ ένα «παιδικό πάρτι» (βεβιασμένης, συνταγογραφημένης ξεγνοιασιάς) μεταμορφώνει τον πατέρα της οικογένειας σε κοτόπουλο και μετά… αποτυγχάνει να τον επιστρέψει στην αρχική του μορφή. Αυτό γίνεται απολύτως αποδεκτό από την οικογένεια και τους φίλους που πρέπει τώρα «να βρουν έναν ειδικό για να λύσει το πρόβλημα». Εντωμεταξύ, στο κοτόπουλο παραχωρείται προνομιακή θέση στο σπίτι, συμπεριλαμβανομένου του συζυγικού κρεβατιού! Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, όλο αυτό γίνεται αποδεκτό και από τον θεατή. Μπροστά στην προέλαση της άκρατης πολιτισμικής διαφορετικότητας, τα αντανακλαστικά της δυσπιστίας έχουν με κάποιον τρόπο ατονήσει κι έτσι, ακολουθούμε την ιστορία χωρίς ένσταση, αλλά και χωρίς την παραμικρή ιδέα του πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί.

Η γυναίκα βάζει τα δυνατά της ώστε να καλύψει το κενό του συζύγου και να εξασφαλίσει ένα εισόδημα για την οικογένειά της. Κάθε απόπειρα να υπερκεράσει τον κοινωνικό της ρόλο, π.χ. ζητώντας τη δουλειά του άντρα της στο εργοστάσιο όπου εκείνος ήταν εργάτης, αποδεικνύεται άκαρπη, οπότε καταφεύγει σε μια σειρά από χειρωνακτικές εργασίες, σ’ ένα σπίτι πλουσίων, σε ένα χασάπικο... Εδώ, η αγάπη της κάμερας για την ύλη και τις εκκρίσεις της απογειώνεται, όταν μας τη δείχνει, ανέκφραστη, να κόβει τη γλώσσα μιας νεκρής αγελάδας και να την προσθέτει σ’ ένα σωρό από σάρκινες λιχουδιές.

Το μεγάλο παραλήρημα, ωστόσο, μας επιφυλάσσεται με την επιστροφή του συζύγου, υποβαθμισμένου, για άγνωστους λόγους, σε ένα βάναυσα κακοποιημένο σαρκίο, χωρίς λόγο και χωρίς κανέναν έλεγχο στις σωματικές του λειτουργίες. Η συνθήκη της σωματικότητας ως κάτι το αδήριτο και αποτρόπαιο, που ελλόχευε από την αρχή της ταινίας, τώρα ξεσπάει σαν κακοφορμισμένο σπυρί και οδηγεί την πλοκή στο απονενοημένο τέλος.

Πρόκειται για μια δυσβάσταχτη ταινία, στρατευμένα αντι-αισθητική, ένα κινηματογραφικό ντεμπούτο που το νοσηρό του χιούμορ δεν χαϊδεύει καμιά συλλογική προκατάληψη, αντιθέτως, αφήνει ορθάνοιχτη τη μαύρη τρύπα της κοινωνικής ανισότητας και της φθαρτότητάς μας.