Κινηματογραφος

Πολ Νιούμαν, ο πιο χαρισματικός γόης του Χόλιγουντ

Ο χρυσός αιώνας του θρύλου του κινηματογράφου και ο έρωτας της ζωής του

A.V. Team
20’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Πολ Νιούμαν: Ο πιο χαρισματικός γόης του Χόλιγουντ πεθαίνει σαν σήμερα 26 Σεπτεμβρίου - Η ζωή και ο χρυσός αιώνας της καριέρας του

Εμβληματική μορφή του κινηματογράφου, πολιτικός ακτιβιστής, φιλάνθρωπος και λάτρης των αυτοκινήτων είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που συνοδεύουν τον Πολ Νιούμαν, τον γοητευτικό ηθοποιό που απέδειξε ότι ήταν πολλά περισσότερα από το «πιο ωραίο βλέμμα του Χόλιγουντ».

Ο Πολ Νιούμαν πέθανε μία ημέρα σαν σήμερα, στα 83 του,  όταν το ημερολόγιο έγραφε 26 Σεπτεμβρίου το 2008 έχοντας δημιουργήσει μία καριέρα που παραλίγο να ξεπεράσει τον μισό αιώνα, 10 υποψηφιότητες στα Όσκαρ, πάνω από 16 υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες και δεκάδες αξέχαστους ρόλους στον κινηματογράφο. Το «The Economist» έγραψε τότε πως ήταν «το πιο γενναιόδωρο άτομο, σε σχέση με το εισόδημά του, στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών του 20ού αιώνα».

Ο Νιούμαν ήταν εξίσου καλός στον ρόλο του σκληρού και στη συναισθηματική ευπάθεια. Κανείς ίσως δεν είχε πιο άμεσο, ακαταμάχητο χάρισμα στην οθόνη.

Κι όμως ο ίδιος δεν είχε συναισθηματική υποστήριξη από κανέναν, μεγάλωσε με μία υστερική και καχύποπτη μητέρα, έφτασε να καταναλώνει τεράστιες ποσότητες μπύρας μετά τον θάνατο του γιου του από ναρκωτικά και ποτέ δεν πίστευε καν πως είναι τόσο όμορφος.

Πολ Νιούμαν: Ο «κύριος τέλειος» του Χόλιγουντ

Γεννημένος το 1925, ο Νιούμαν μεγάλωσε στο Shaker Heights, ένα εύπορο προάστιο του Οχάιο, και όταν ήταν μαθητής μοίραζε εφημερίδες στα μεγάλα σπίτια που του έδωσαν «μια πραγματική λαχτάρα να γίνει πλούσιος. Θέλω να πω, πολύ πλούσιος». Ο πατέρας του, ο Άρθουρ, διατηρούσε ένα επιτυχημένο κατάστημα αθλητικού εξοπλισμού, αλλά ήταν μάλλον άνετος παρά πλούσιος. Ήταν επίσης Εβραίος και ο Νιούμαν θυμάται ότι τον αποκαλούσαν «kike» στο σχολείο και αργότερα, όταν έγινε ηθοποιός, ένας ατζέντης τον συμβούλεψε να υιοθετήσει ένα πιο «Waspy» όνομα, στα πρότυπα του Κερκ Ντάγκλας. Ο πατέρας του ήταν κρυφός πότης και πέθανε στα 56 του χρόνια. 

Ο ίδιος είχε πει ότι δυσκολευόταν να θυμηθεί τα παιδικά του χρόνια και δεν είχε εύκολα πρόσβαση στα συναισθήματά του. Το κύριο πρόβλημα ήταν η μητέρα του, η Tress, η οποία τον φρόντιζε και ήθελε να είναι πάντα όμορφος, αλλά και του επιτίθετο ξαφνικά με μια βούρτσα μαλλιών. Με σημερινούς όρους θα χαρακτηριζόταν ως διπολική. Ήταν μανιακή με την καθαριότητα στο σπίτι: ένας φίλος του ηθοποιού θυμόταν ότι το σπίτι τους «έμοιαζε κάπως θλιμμένο» επειδή είχε σεντόνια που κάλυπταν όλα τα έπιπλα. «Προτιμούσε να θυσιάσει ανθρώπους παρά να θυσιάσει το σπίτι της».

Δραπέτευσε κατατασσόμενος στο Ναυτικό και στη συνέχεια σπουδάζοντας δράμα στο Kenyon College του Οχάιο. Του έδιναν πρωταγωνιστικούς ρόλους σε όλα τα θεατρικά έργα, αλλά ποτέ δεν του άρεσε πραγματικά η υποκριτική, και μάλλον γι' αυτό ξεκίνησε να πίνει τόσο πολύ. Παρ' όλα αυτά, πήγε στο Actors' Studio στη Νέα Υόρκη και άρχισε να εργάζεται στο θέατρο. Ο πρώτος του κινηματογραφικός ρόλος ήταν στην ταινία «The Silver Chalice» (Το ασημένιο δισκοπότηρο), την οποία περιγράφει ως «τη χειρότερη ταινία που παρήχθη τη δεκαετία του '50». Ο ίδιος θεωρούσε ότι του έδωσαν ρόλο μόνο λόγω της εμφάνισής του: «Είχα πάντα αυτό το πλεονέκτημα της εμφάνισης και μπορούσα να τα καταφέρω με αυτό. Αλλά συνειδητοποίησα ότι για να επιβιώσω χρειαζόμουν κάτι άλλο».

Ο πρώτος γάμος με την Τζάκι Γουίτ και ο έρωτας της ζωής του

Το 1949 παντρεύτηκε την πρώτη κοπέλα με την οποία είχε σοβαρή σχέση, την Τζάκι Γουίτ, την οποία αρνήθηκε να αποδεχθεί η μητέρα του, καθώς ήταν κόρη χασάπη και όχι αρκετά σικ.Ο Νιούμαν στα απομνημονεύματά του δεν λέει σχεδόν τίποτα για τον πρώτο του γάμο - κυρίως επειδή θέλει να επικεντρωθεί στον έρωτα της ζωής του, στην Τζόαν Γούντγουορντ, με την οποία πέρασε «μια ευτυχισμένα απλή σχέση 54 ετών», αρχής γενομένης από το 1958. Η Τζόαν ήταν εκείνη που ξύπνησε ή αναστάτωσε τις ερωτογενείς ζώνες του. «Κυνηγούσα τον πόθο» λέει ο Πολ Νιούμαν. «Η Τζοάν με έκανε να νιώθω σέξι».


Όπως μάλιστα αποκαλύπτεται στο βιβλίο, ο ηθοποιός έκανε έρωτα με τη γυναίκα του δημοσίως: από ξενοδοχεία και μοτέλ μέχρι δημόσια πάρκα, πισίνες και παραλίες, αλλά και ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα.

Το πάθος του ενός για τον άλλον κάθε άλλο παρά κρυφό ήταν. «Για να μπουν στην κρεβατοκάμαρά τους, είχαν μια συνηθισμένη ξύλινη πόρτα και μετά μια πιο χοντρή πόρτα, και οι δύο κλειδωμένες από μέσα» περιγράφει η κόρη του, συνεχίζοντας: «Ήταν μια πολύ σέξι σχέση. Ήταν πολύ ερωτευμένος με τη μαμά μου».

Έχοντας αποκτήσει έξι παιδιά -τρία με την πρώτη του σύζυγο (Σκοτ, Σούζαν και Στέφανι) και άλλα τρία με την Τζόαν (Νελ, Λίσι και Κλέα), ο Πολ Νιούμαν, με τεράστια ζήτηση από τα κινηματογραφικά στούντιο, έκανε ό,τι μπορούσε για να συμπεριφερθεί ως κανονικός οικογενειάρχης ακόμη κι αν «το κλίμα στο σπίτι ήταν ασταθές: θυελλώδες τη μία στιγμή, χαρούμενο την άλλη».

Η καριέρα που άγγιξε τα 50 σχεδόν χρόνια

Ο Νιούμαν ήταν ένας από τους λίγους ηθοποιούς που έκαναν με επιτυχία τη μετάβαση από το σινεμά της δεκαετίας του 1950 σε αυτό των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Η επαναστατική του περσόνα είχε πέραση στην επόμενη γενιά. Ο Νιούμαν πρωταγωνίστησε στις ταινίες Έξοδος (1960), Ο κόσμος είναι δικός μου (1961), Άγριος σαν θύελλα (1963), F.B.I Φάκελος 17, άκρως εμπιστευτικόν (1966), Όμπρε! (1967), Ο μεγάλος δραπέτης (1967), Ο πύργος της κολάσεως (1974), Άγριο παιχνίδι (1977) και Η ετυμηγορία (1982). Με τον ηθοποιό Ρόμπερτ Ρέντφορντ και το σκηνοθέτη Τζορτζ Ρόι Χιλ συμμάχησε δύο φορές, για τις δυο υπερεπιτυχημένες ταινίες Οι δύο ληστές (1969) και Το κεντρί (1973).

Πραγματοποίησε κοινές εμφανίσεις με τη σύζυγό του, Τζοάν Γούντγουορντ, στις ταινίες Πόθοι στην κάψα του καλοκαιριού (1958), Καλημέρα ζωή (1958), Δεσμώτες της ηδονής (1960), Αγαπηθήκαμε στο Παρίσι (1961), Στους δυο τρίτος δεν χωρεί (1963), Άσσοι της ταχύτητος και του ιλίγγου (1969), WUSA (1970), Ο επιθεωρητής Χάρπερ (1975), Χάρρυ και γιος: Η σύγκρουση (1984) και Ο κύριος και η κυρία Μπριτζ (1990).

Εκτός από το να πρωταγωνιστήσει και να σκηνοθετήσει την ταινία Χάρρυ και γιος: Η σύγκρουση, ο Νιούμαν σκηνοθέτησε τέσσερις ακόμη ταινίες (στις οποίες δεν συμμετείχε ως ηθοποιός) με πρωταγωνίστρια την Γούντγουαρντ. Ήταν οι ταινίες Γνώρισα την αγάπη, γνώρισα τη ζωή (Rachel, Rachel 1968), βασισμένο στο μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Λόρενς A Jest of God, η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του βραβευμένου με Πούλιτζερ θεατρικού Άγριες μαργαρίτες (1972), η μεταφορά στη μικρή οθόνη του βραβευμένου με Πούλιτζερ θεατρικού «The Shadow Box» (1980) και η μεταφορά στον κινηματογράφο του έργου του Τένεσι Ουίλιαμς με τίτλο Ο γυάλινος κόσμος (1987).

25 χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας Ο κόσμος είναι δικός μου!, ο Νιούμαν εμφανίστηκε και πάλι στον ρόλο του «Γρήγορου» Έντι Φέλσον στην ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε Το χρώμα του χρήματος (1986) για την οποία έλαβε Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου.

Η τελευταία του εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν στο ρόλο του αφεντικού μιας οργάνωσης παρανόμων στην ταινία Ο δρόμος της απώλειας το 2002, στο πλευρό του Τομ Χανκς, ενώ δάνειζε τη φωνή του για ταινίες. Συμβαδίζοντας με την αγάπη του για τους αγώνες αυτοκινήτων, παρείχε τη φωνή για τον Ντοκ Χάντσον, ένα αποσυρμένο αγωνιστικό αυτοκίνητο στην ταινία των Disney και Pixar, Αυτοκίνητα. Ήταν επίσης ο αφηγητής της ταινίας του 2007 Ντέιλ, σχετικά με τη ζωή του θρυλικού οδηγού NASCAR, Ντέιλ Έρνχαρντ.

Το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο

Με τον συγγραφέα Α.Ε. Χότσνερ, ο Νιούμαν ίδρυσε το 1982 την σειρά τροφίμων «Newman’s Own», δωρίζοντας όλα τα κέρδη σε φιλανθρωπίες. Συνέγραψε μάλιστα με τον Χότσνερ ένα βιβλίο για τον σκοπό αυτό με τίτλο «Shameless Exploitation in Pursuit of the Common Good» (Αναίσχυντη Εκμετάλλευση σε Αναζήτηση του Κοινού Καλού).

Ανάμεσα σε αυτούς που επωφελήθηκαν από την φιλανθρωπία του Νιούμαν ήταν και η «Hole in the Wall Gang Camp», μια καλοκαιρινή κατασκήνωση για παιδιά με σοβαρά προβλήματα υγείας στο Κονέκτικατ. Συνιδρυτής της είναι ο ίδιος ο Νιούμαν, και της έδωσε αυτό το όνομα από τη συμμορία που είχαν με το Ρόμπερτ Ρεντφορντ στην ταινία «Οι Δυο Ληστές» (1969). Η ιδέα εξελίχθηκε σε μια αλυσίδα κατασκηνώσεων στις Η.Π.Α., την Ιρλανδία, τη Γαλλία και το Ισραήλ. Η κατασκήνωση φιλοξενεί 13.000 παιδιά το χρόνο εντελώς δωρεάν.

Το τέλος μιας εμβληματικής μορφής

Τον Ιούνιο του 2008 διαδόθηκε πως ο Νιούμαν, πρώην μανιώδης καπνιστής, διαγνώστηκε με καρκίνο των πνευμόνων τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 2008, ο καρκίνος τον νικάει και ο αστέρας του Χόλιγουντ αφήνει την τεελυταία του πνοή.

Ο Πολ Νιούμαν υπήρξε ίνδαλμα και απέκτησε πολύ σύντομα το στάτους του μεγάλου αστέρα. Έμεινε γνωστός για την αμφιταλάντευσή του σχετικά με τη ζωή στο Χόλυγουντ. Τα πρώτα βήματά του συγκρίνονταν με αυτά του συγχρόνου του, Μάρλον Μπράντο, τον οποίο και δεν συμπαθούσε. Επιπλέον, ο Νιούμαν είχε την αξιοσημείωτη για αστέρα του κινηματογράφου μονογαμική στάση και έδειξε αφοσίωση στη σύζυγο και τα παιδιά του.

Με πληροφορίες από Britannica και Biography