Κινηματογραφος

Η Βασιλική Βλάχου, ο Τιμ Κεντ και το «Κάλεσμα του σπουργιτιού»

Μιλήσαμε με την ηθοποιό για τη συνεργασία της με τον Βρετανό σκηνοθέτη, την εμπειρία από τα γυρίσματα και τη ζωή στο Λονδίνο

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 929
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Βασιλική Βλάχου: Συνέντευξη με την Ελληνίδα ηθοποιό για τη νέα ταινία το «Κάλεσμα του σπουργιτιού» του Τιμ Κεντ και τη ζωή στο Λονδίνο

Στο «Κάλεσμα του σπουργιτιού» του πρωτοεμφανιζόμενου Βρετανού σκηνοθέτη Τιμ Κεντ, η Βασιλική Βλάχου όχι μόνο πρωταγωνιστεί αλλά γράφει και το σενάριο. Για την εμπειρία της αυτή, η νεαρή Ελληνίδα ηθοποιός και σεναριογράφος μάς εκμυστηρεύτηκε τις παρακάτω σκέψεις και συναισθήματα.

Από το Θέατρο Τέχνης της Αθήνας στο κινηματογραφικό Λονδίνο και τη συγγραφή σεναρίου (μαζί με έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους) για λογαριασμό μιας βρετανικής ταινίας μοιάζει μεγάλη η διαδρομή. Ποιες οι κυριότερες στάσεις της;
Η διαδρομή είναι μεγάλη, σίγουρα όχι γραμμική ούτε ασφαλής, σε καμία περίπτωση υπολογισμένη. Άρχισε μετά τα πρώτα μου βήματα. Ως κυριότερες στάσεις θα αναφέρω την απόφασή μου να φύγω για μεταπτυχιακό για έναν χρόνο στο Λονδίνο, αφού είχα τελειώσει τις σπουδές μου στην Αθήνα και είχα ήδη δουλέψει δύο χρόνια ως ηθοποιός. Το πρόγραμμα του μεταπτυχιακού δεν με ενθουσίασε, ήθελα κάτι πιο πρακτικό, με αποτέλεσμα να διακόψω τη φοίτησή μου και να παραμείνω χωρίς τίποτα στο Λονδίνο, γεγονός που με ώθησε να δουλέψω ως entertainer. Μια άλλη σημαντική στάση ήταν όταν έπαιξα σε μια παράσταση, στο περίφημο Pleasance Theatre Islington. Ήμασταν δύο μόνο ηθοποιοί, ωραίο έργο, καλοπληρωμένο.

© Πηνελόπη Μασούρη

Ο ρόλος μου, η Ανιέσκα, μια γυναίκα από την Πολωνία, μου ταίριαζε απόλυτα, είχε κόσμο η παράσταση… οπότε περίμενα να αλλάξει κάπως η ζωή μου έπειτα απ’ αυτό και να έχω περισσότερες ευκαιρίες και προτάσεις συνεργασιών. Δυστυχώς, δεν άλλαξε τίποτα. Ήταν εκείνη η στιγμή που αποφάσισα να δημιουργήσω κάτι δικό μου. Έτσι ήρθε μία από τις πιο καθοριστικές στάσεις στη διαδρομή μου, η πρώτη μου μικρού μήκους ταινία, το «Two persons max», σε σκηνοθεσία Τιμ Κεντ. Συνειδητοποίησα τότε ότι μπορώ να γράψω έναν πολύπλευρο χαρακτήρα για μένα, αλλά και να πω μια ιστορία, που, κρίνοντας από τις αντιδράσεις των θεατών, κατάφερε να αιχμαλωτίσει απόλυτα την προσοχή τους, αλλά και να τους ψυχαγωγήσει. Εξίσου σημαντική στάση ήταν όταν η πέμπτη μικρού μήκους ταινία μου, «Testing Greta», σε σκηνοθεσία Άμπι Λούκας, κέρδισε το βραβείο των Ελλήνων του Κόσμου στο φεστιβάλ της Δράμας.

Εκεί, βλέποντάς την και έχοντας και τους γονείς μου στο κοινό, ένιωσα πως μου είχε λείψει η Ελλάδα και ότι θα ήθελα να ξαναδουλέψω εδώ. Τελευταία στάση, που εκτυλίχθηκε σε μαραθώνιο, ήταν το «Κάλεσμα του σπουργιτιού», που ξεκίνησα να το γράφω το 2014, για να το δω να γυρίζεται το καλοκαίρι του 2021 στο Λονδίνο εν μέσω κορωνοϊού. Οι 4 εκείνες εβδομάδες των γυρισμάτων ήταν οι πιο όμορφες και δημιουργικές της ζωής μου και ταυτόχρονα οι πιο έντονες και αγχωτικές, λόγω της πανδημίας και των σκληρών περιορισμών. 

Ποιες ανάγκες, συναισθήματα και προβληματισμούς σας εκφράζει η συγγραφή του σεναρίου του φιλμ «Το κάλεσμα του σπουργιτιού»;
Το γράψιμο για μένα πηγάζει από την έντονη επιθυμία μου να εκφράσω κάτι απόλυτα δικό μου, το οποίο είναι αδύνατο να το κρατήσω άλλο μέσα μου. Η δυσκολία που αντιμετώπισα ως ξένη ηθοποιός στο Λονδίνο –από τους στερεοτυπικούς ρόλους που διαρκώς μου πρόσφεραν τότε, την αμφισβήτηση των ικανοτήτων μου, αλλά και την κάποιες φορές υποτιμητική αντιμετώπιση που είχα στην προσπάθειά μου να καταξιωθώ επαγγελματικά– με ώθησε στο να γράψω αυτό το σενάριο, μετατρέποντάς το, φυσικά, σε μια φανταστική ιστορία. Η μοναξιά που νιώθει κάποιος ενώ είναι περιτριγυρισμένος από κόσμο και η συνειδητοποίηση ότι είναι μόνος σε μια πορεία που φαντάζει βουνό ήταν το κυριότερο συναίσθημα που με κινητοποίησε. Ήταν σαν ένα φιτίλι που του έβαλα φωτιά.

© Πηνελόπη Μασούρη

Ενώ το Λονδίνο είναι όντως ένα μέρος άπειρων δυνατοτήτων, με ισχυρή δόση τυχοδιωκτισμού, που σε κάνει να πιστεύεις ότι τα πάντα είναι δυνατά αρκεί να προσπαθήσεις, υπάρχει ταυτόχρονα και ένας υπόγειος, συγκαλυμμένος ρατσισμός απέναντι στους ξένους, κυρίως όταν αυτοί προσπαθούν να ξεπεράσουν το επίπεδο του σερβιτόρου ή του entertainer και να ανέβουν ψηλότερα. Αυτή την αλήθεια που βίωσα και αποδέχτηκα την ενσωμάτωσα με τον πιο extreme τρόπο στον ρόλο της Βαλ και κατ’ επέκταση στην ιστορία της ταινίας. Τέλος, οι αναμνήσεις που έχω από τη γιαγιά μου, με την οποία πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής μου ηλικίας, με ενέπνευσαν να προσθέσω τον αντίστοιχο (καθοριστικό) χαρακτήρα και να της την αφιερώσω.

― Zείτε και εργάζεστε τα τελευταία 12 χρόνια στο Λονδίνο. Ποιο είναι το στοιχείο που απολαμβάνετε περισσότερο εκεί και τι σας λείπει περισσότερο από την Ελλάδα;
Αν και πλέον περνώ περισσότερο χρόνο στην Αθήνα, το στοιχείο που απολάμβανα στο Λονδίνο ήταν η οργάνωση και ο επαγγελματισμός. Ειδικά στις μεγάλες παραγωγές, οι συνθήκες εργασίας είναι ιδανικές για έναν ηθοποιό. Δεν υπάρχει αυτό της τελευταίας στιγμής που επικρατεί στην Ελλάδα, που είναι άκρως αγχωτικό. Αυτό που μου έλειψε περισσότερο ήταν το να παίζω στη μητρική μου γλώσσα. Αγγίζεις πιο βαθιά συναισθήματα και ενέργειες όταν παίζεις στη γλώσσα σου. Συνδέεσαι με το κείμενο με έναν πιο βαθύ και άμεσο τρόπο. Επίσης, μου έλειψε η ευελιξία που χαρακτηρίζει τους Έλληνες, ένα από τα πιο θετικά χαρακτηριστικά μας.

Ήταν όνειρό σας να δημιουργήσετε τη δική σας ταινία; Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Ναι, ήταν το όνειρό μου από μικρό παιδί. Λάτρευα (και ακόμα λατρεύω) το σινεμά και ονειρευόμουν να δω τον εαυτό μου στη μεγάλη οθόνη σε μια αγγλόφωνη ταινία. Θυμάμαι, έβλεπα αγγλόφωνες ταινίες και σειρές και έγραφα σε χαρτί τους διαλόγους στα αγγλικά, προσπαθώντας να τους μάθω και να μιμηθώ την προφορά. Τα σχέδιά μου; Θα ήθελα πολύ να κάνω τηλεόραση και σινεμά στην Ελλάδα, να παίξω ενδιαφέροντες ρόλους, αλλά και να συμμετάσχω σε μια διεθνή παραγωγή. Όσο για τα επόμενα δημιουργικά μου σχέδια, δουλεύω με εξαιρετικούς συναδέλφους, πάνω σε μια σειρά και μια ταινία που αναμένεται να γυριστούν στην Ελλάδα.

© Πηνελόπη Μασούρη

Ποιες οι καλλιτεχνικές επιρροές σας; Αγαπημένοι σας σκηνοθέτες και φιλμ;
Η Αγγλίδα Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ, που έγραψε και πρωταγωνίστησε στην κωμική σειρά «Fleabag», για να εκτοξευτεί στη συνέχεια στο Χόλιγουντ, σε τεράστιες, αν και σίγουρα όχι τόσο εμπνευσμένες, παραγωγές· ο Σταλόνε, που έγραψε και πρωταγωνίστησε, όντας παντελώς άγνωστος, στο «Rocky», το οποίο έφτασε να κερδίσει Όσκαρ· η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, που με πολυετή συνέπεια πειραματίστηκε στο έπακρο κι έφερε το σώμα της στα όριά του στο όνομα της τέχνης της, και η Μέριλ Στριπ, γιατί είναι αυτό που είναι. Αγαπημένοι σκηνοθέτες: ο Κιούμπρικ, κυρίως για τη «Λάμψη» και το «Μάτια ερμητικά κλειστά», ο Φίντσερ για τα «Fight Club» και «Seven», ο Γιώργος Λάνθιμος, γιατί εισήγαγε ένα δικό του ύφος και θεωρείται πια ένας από τους κορυφαίους εν ζωή σκηνοθέτες, και o Μπονγκ Τζουν Χο, κυρίως για τα «Παράσιτα», το οποίο θεωρώ αριστούργημα.

«Αν η ζωή είναι ένα παιχνίδι όπου δεν μπορούμε να κερδίζουμε, τότε ποιο είναι το νόημα στο να παίζουμε σ’ αυτό;»
Ακούγεται στο φιλμ και θα με ενδιέφερε αν έχετε βρει την απάντηση. Μα, έχοντας εξασφαλισμένη την ήττα μας στο παιχνίδι της ζωής, μας δίνεται μια τρομερή ελευθερία: να τη ζήσουμε στο έπακρο. Με θάρρος και λαχτάρα και επιθυμία για το αδύνατο. Είναι τόσο σύντομη άλλωστε. «Μια αστραπή είναι η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε», είπε ο Καζαντζάκης. Προλαβαίνουμε, αν δεχτούμε τους όρους της και απολαύσουμε το απρόβλεπτο αυτό παιχνίδι.

Info
Η ταινία «Το κάλεσμα του σπουργιτιού» βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες στις 26 Σεπτεμβρίου σε διανομή Rosebud.21