Κινηματογραφος

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

Κριτική του Γιώργου Κρασσακόπουλου

Γιώργος Κρασσακόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

H φυλή (Plemya)****

Σκηνοθεσία: Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκι

Παίζουν: Γκριγκόρι Φεσένκο, Γιάνα Νονίκοβα, Ρόζα Μπάμπι

Ένας καινούργιος μαθητής σε ένα σχολειό κωφαλάλων στην Ουκρανία, θα βρεθεί αντιμέτωπος με έναν κόσμο βίας και εγκλήματος.

Βραβευμένη στις Κάννες, στη Θεσσαλονίκη και σχεδόν σε κάθε φεστιβάλ που μεσολάβησε (και ήταν πολλά), η «Φυλή» είναι μια κινηματογραφική εμπειρία που απαιτεί ένα είδος τόλμης σχεδόν εκ προοιμίου. Με διάλογους μόνο στη νοηματική, δίχως υπότιτλους ή voice over, δίχως μουσική να σε καθοδηγεί στο θολό συναισθηματικό της τοπίο, δεν είναι μια «εύκολη» ταινία, αλλά δεν είναι τίποτα λιγότερο από συναρπαστική. Από τα πρώτα κιόλας πλάνα, όταν ο καινούργιος μαθητής φτάνει στο σχολείο όπου θα παραμείνει εσώκλειστος για να διδαχτεί κυρίως τη βία και το έγκλημα από τους μεγαλύτερους συμμαθητές του που λειτουργούν με τους κώδικες μιας άψογα δομημένης μαφίας, το φιλμ σε βυθίζει σε έναν κόσμο που μοιάζει από τη μια ξένος μα από την άλλη δυστυχώς σκληρά αναγνωρίσιμος. Οι κάτοικοί του μιλάνε μια γλώσσα που δεν κατανοείς και πράττουν με τρόπο που θα προτιμούσες να μην μπορείς καθόλου να κατανοήσεις. Το φιλμ του Σλαμποσπίτσκι τους κινηματογραφεί με τον τρόπο ενός παρατηρητή μα δεν σε αφήνει καθόλου αμέτοχο. Κυρίως, όμως, αποφεύγει τους εύκολους χαρακτηρισμούς, το να σκιαγραφήσει τους ήρωές του σαν θύτες ή θύματα, ακόμη κι όταν οι πράξεις τους γίνονται αληθινά σκληρές. Η «Φυλή», κινηματογραφικά τολμηρή, θεματικά γενναία και οπτικά σταθερά εντυπωσιακή, είναι ένα από εκείνα τα φιλμ που συχνά σε προκαλούν να κλείσεις τα μάτια. Όχι με τον τρόπο ενός «κατασκευασμένου» τρόμου, ή σοκ, μα με την πολύ πιο ωμή αλήθεια μιας σκληρότητας που ακόμη κι αν εδώ μοιάζει να ανήκει στο μικρόκοσμο μιας συγκεκριμένης «φυλής» στην πραγματικότητα μοιάζει συνυφασμένη με το ίδιο μας το είδος. 


H θεωρία των πάντων (The Theory of Everything)**½

Σκηνοθεσία: Τζέιμς Μαρς

Παίζουν: Εντι Ρέντμεϊν, Φελίσιτι Τζόουνς, Έμιλι Γουάτσον, Τσάρλι Κοξ

Η ζωή του αστροφυσικού Στίβεν Χόκιν από τις μέρες του στην Οξφόρδη και τη γνωριμία του με τη σύζυγό του, μέχρι τη μάχη του με τη νευρολογική ασθένεια που τον καθήλωσε και την εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών του.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ζωή του Στιβεν Χόκινγκ αποτελεί ιδανικό υλικό για μια κινηματογραφική βιογραφία και το φιλμ του Τζέιμς Μαρς κάνει ό,τι μπορεί να την αναδείξει σε μια ταινία που πετυχαίνει το σκοπό της: να συγκινήσει και να φτάσει στα βραβεία. Όμως παρά την αξιοπρέπεια με την οποία χειρίζεται την προσωπική ζωή και το ιατρικό δράμα ενός ανθρώπου, τα επιστημονικά του επιτεύγματα, ο βασικότερος, ακόμη περισσότερο κι από την απίθανη ιστορία επιβίωσής του, λόγος για τον οποίο ο Χόκινγκ είναι σημαντικός, μπαίνουν λογικά σε δεύτερη μοίρα για χάρη της ικανοποίησης ενός κοινού που αναζητά μια ταινία που θα το εμπνεύσει. Και θα το κάνει να δακρύσει. Και το φιλμ του Μαρς κατορθώνει και τα δύο, δίχως όμως να αποφεύγει τα κλισέ που μια τέτοια βιογραφία συνεπάγεται, όπως την υπεραπλούστευση ή τον ακραίο συναισθηματισμό.


Για πάντα **½

Σκηνοθεσία: Μαργαρίτα Μαντά

Παίζουν: Άννα Μάσχα, Κώστας Φιλίππογλου

Δύο μοναχικοί άνθρωποι στην Αθήνα του σήμερα θα συναντηθούν στη γραμμή του ηλεκτρικού. Εκείνος μηχανοδηγός εκείνη υπάλληλος στον Πειραιά. Μαζί θα δοκιμάσουν να βρουν το δικό τους «για πάντα».

 

Η Μαργαρίτα Μαντά είναι μια σκηνοθέτρια που πιστεύει στην αφαίρεση, στον ήχο της σιωπής, στο χρώμα που μπορεί να έχει η μουντή καθημερινότητα, στο πάθος που μπορεί να κρύβουν δυο σφιχτά κλεισμένα χείλη, στην ελπίδα που κρύβεται πίσω από τη χαμηλότονη θλίψη ενός μοναχικού δείπνου μπροστά στην τηλεόραση. Στη δεύτερη μεγάλου μήκους της ταινία μετά τη «Χρυσόσκονη» πηγαίνει το απόλυτα συγκρατημένο σινεμά της ένα βήμα πιο πέρα, χτίζοντας ένα φιλμ σαν μια παλέτα από εικονοποιημένα συναισθήματα, έναν οδηγό για τις χαμένες διαδρομές της ανθρώπινης ύπαρξης σε μια σύγχρονη πόλη. Βαθιά μελαγχολικό, αλλά όχι δίχως ελπίδα, στηρίζεται σε μια απόλυτα στιλιζαρισμένη φόρμα που αποτελεί την ίδια στιγμή κάτι που δεν μπορείς παρά να επαινέσεις, μα και κάτι που αφαιρεί τελικά από τη δύναμή του, κάνοντας τους ήρωες αυτής της βαθιά ανθρώπινης ταινίας να μοιάζουν περισσότερο σαν σύμβολα και λιγότερο σαν αληθινοί, σάρκινοι, υπαρκτοί χαρακτήρες.


Ο άνθρωπος από τη Μασσαλία (La French) **½

Σκηνοθεσία: Σεντρίκ Χιμένεζ

Παίζουν: Ζαν Ντιζαρντέν, Ζιλ Λελούς, Σελίν Σαλέτ

Ένας δικαστικός στη Μασσαλία της δεκαετίας του ’70 δοκιμάζει τα πάντα για να εξαρθρώσει μια παντοδύναμη σπείρα διακίνησης ναρκωτικών που έχει απλώσει τα πλοκάμια της έως την Αμερική.

Βασίζοντας τη δράση της στην ίδια γραμμή γεγονότων που έχουν δώσει ταινίες όπως το «Ο άνθρωπος από τη Γαλλία», στο οποίο προφανώς αναφέρεται κι ο τίτλος του, το φιλμ του Χιμένεζ είναι ένα καθαρόαιμο film policier που δεν φοβάται να γίνει «παλιομοδίτικο». Χωρίς να φιλοδοξεί να γίνει κάτι παραπάνω από μια καθαρόαιμη αστυνομική ταινία που στηρίζεται στην πειστική ανασύσταση της εποχής και σε δύο κεντρικούς χαρακτήρες που μοιάζουν όσο στερεοτυπικοί χρειάζεται για να δώσουν στο σενάριο την ώθηση που χρειάζεται. Ο Ζαν Ντιζαρντέν κι ο Κλοντ Λελούς έχουν το βλέμμα που το φιλμ απαιτεί, οι γειτονιές του γαλλικού νότου αποκτούν μια ηλιόλουστη νουάρ αίσθηση φωτογραφημένοι γοητευτικά και η δράση, ακόμη κι αν παραμένει σταθερά επιφανειακή, κυλά δίχως προβλήματα σε ένα φιλμ είδους που ξέρει τι κάνει και το κάνει καλά.


Ακόμη

>>> Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου δύο δασκάλες μεταφέρουν μια ομάδα από παιδιά σε μια εγκαταλελειμμένη έπαυλη στη βρετανική εξοχή για να τα προστατεύσουν από τους βομβαρδισμούς, δίχως να ξέρουν ότι το σπίτι στο οποίο μετακομίζουν είναι στοιχειωμένο. Το «Η Γυναίκα με τα μαύρα 2: Άγγελος Θανάτου» (The Woman in Black 2 Angel of Death)** ½ του Τομ Χάρπερ συνεχίζει την αναβίωση του πνεύματος της Hammer Films που ξεκίνησε η πρώτη ταινία, αλλά πέρα από μια καλοστημένη ατμόσφαιρα δεν έχει πολλά να προσφέρει ούτε σε τρόμο ούτε σε ανανεωτικό πνεύμα.

>>> Με το «Κύριος Μόρντεκαϊ» (Mortdecai) του Ντέιβιντ Κεπ, ο Τζόνι Ντεπ προσθέτει μια ακόμη μεγάλη εμπορική αποτυχία στο βιογραφικό του, σε αυτή την κωμωδία, στην οποία κρατά το ρόλο ενός εμπόρου τέχνης που αναζητά έναν πίνακα που φημολογείται ότι περιέχει τα μυστικά για τον κρυμμένο χρυσό των ναζί.

>>> Επειδή μερικές φορές δεν αρκεί να είσαι απλά πριγκίπισσα, η Μπάρμπι αποκτά υπερδυνάμεις στο «Barbie, η σούπερ πριγκίπισσα» (Barbie In Princess Power), την ταινία κινουμένων σχεδίων του Ζέκε Νόρτον.