Κινηματογραφος

Σοφία Σφυρή, τι συμβαίνει στο «Σπίτι»;

Η απώλεια, ο πόνος, η αποδοχή και το μετά είναι το αντικείμενο της δεύτερης σκηνοθετικής της απόπειρας με την οποία συμμετέχει στο 47ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας

Γιώργος Δήμος
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η Σοφία Σφυρή μιλάει για το «Σπίτι», τη συμμετοχή της στο φετινό Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας

Η δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα της Σοφίας Σφυρή (και πρώτη με χρηματοδότηση από την ΕΡΤ και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου) διαγωνίζεται στο 47ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, στην κατηγορία του Εθνικού Διαγωνιστικού Προγράμματος. Το «Σπίτι» είναι ταινία μικρού μήκους, όπου δύο κορίτσια και η μητέρα τους αντιμετωπίζουν μια διπλή απώλεια: τον θάνατο του πατέρα της οικογένειας και την επικείμενη πώληση του σπιτιού τους, που έχτισε ως αρχιτέκτονας. Η κεντρική χαρακτήρας, η Άλεξ (Αγγέλικα Σταυροπούλου), κατά τη διάρκεια του τελευταίου τους καλοκαιριού εκεί, αναπτύσσει μια ιδιόμορφη σχέση με το ίδιο το σπίτι και ερωτεύεται ένα κορίτσι.

Η Σοφία Σφυρή, που σπούδασε Κινηματογράφο και Performance στο Λονδίνο, τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη, σκηνοθέτις και μοντέζ. Το σκηνοθετικό της ντεμπούτο «Ζαμπέτα» (2021), που συν-σκηνοθέτησε μαζί με την αδελφή της, Ελισάβετ Σφυρή, απέσπασε το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και ήταν υποψήφιο για Βραβείο Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Η Σοφία Σφυρή, το «Σπίτι» στο 47ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, τα γεγονότα που την ενέπνευσαν και τις σκέψεις της γύρω από τον διαγωνισμό

Πώς προέκυψε η ιδέα να γυρίσετε το «Σπίτι»; Ποια ήταν τα αληθινά γεγονότα που ενέπνευσαν την ταινία;
Τον Μάρτιο του 2020 έχασα τον πατέρα μου ξαφνικά και λόγω του lockdown, που ξεκίνησε ακριβώς τότε, δεν δούλευα για κάποιους μήνες. Έτυχε εκείνη την περίοδο να βρίσκομαι σε αυτό το σπίτι (της ταινίας). Άρχισα, λοιπόν, να γράφω κάποια κείμενα, χωρίς να προορίζονται για κάτι συγκεκριμένο. Ήταν απλώς πράγματα που είχα στο μυαλό μου και επειδή είχα χρόνο άρχισα να τα γράφω. Αργότερα, συνειδητοποίησα πως όλα αυτά που έγραφα είχαν ένα ύφος «μαγικού ρεαλισμού». Έγραφα μεν γιατί έτσι μου έβγαινε, όμως έβλεπα πως κυριαρχούσε αυτό το ύφος, που δεν το επέλεγα συνειδητά. Άρχισε, έτσι, σιγά-σιγά να παίρνει σχήμα όλο αυτό στο μυαλό μου και επειδή όντως εκείνη την περίοδο αποφασίσαμε ότι πρέπει να πουλήσουμε αυτό το συγκεκριμένο σπίτι, οι αναμνήσεις που είχα από αυτό (και σε σχέση με τον μπαμπά μου, αλλά και από το ίδιο το σπίτι), με ώθησαν στο να γράψω αυτή την ταινία, που είχε να κάνει με την απώλεια και τα καλοκαίρια που έχουμε περάσει εκεί. Η ταινία ναι μεν θίγει το θέμα της απώλειας, όμως δεν ήθελα να δώσω τόση έμφαση στον πόνο, όσο στην αποδοχή και στο μετά.

Ένα σπίτι με νεύρα, ένα κλιματιστικό που βήχει, δύο ερωτευμένα κορίτσια. Ένα προσωπικό εγχειρίδιο για την απώλεια και τον έρωτα.

Έχετε, λοιπόν, προσωπική σχέση με το «σπίτι» της ταινίας, ή γυρίστηκε σε τελείως διαφορετικό χώρο;
Η σχέση είναι αυτή που φαίνεται και στην ταινία. Είναι ένα σπίτι που το έχτισε ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν αρχιτέκτονας, και το έχτισε ως εξοχικό για εμάς. Έχω περάσει όλα μου τα καλοκαίρια εκεί, από την εφηβεία και μετά, οπότε είναι συνδεδεμένο στο μυαλό μου με χαρές, τραπέζια, φίλους, έρωτες και μουσικές και τώρα πλέον και με την ταινία και τους ανθρώπους που σχετίζονται με αυτήν. Έχω μια πολύ προσωπική σχέση με αυτό το σπίτι και εκεί έγιναν και τα γυρίσματα της ταινίας. Όλο αυτό το κομμάτι είναι αληθινό. Υπάρχουν, μάλιστα, και ορισμένα πλάνα στην ταινία που προέρχονται από δικό μου, αρχειακό υλικό. Ενώ όλους τους άλλους χαρακτήρες στην ταινία τους υποδύονται ηθοποιοί, στα πλάνα όπου φαίνεται ο πατέρας της οικογένειας, βλέπουμε τον πραγματικό μου πατέρα.
Η ιδέα για την ταινία ξεκίνησε από το σπίτι ακραιφνώς. Αρχικά, σκεφτόμουν να αντιμετωπίζεται ως «χαρακτήρας» σε ένα ντοκιμαντέρ. Οι αποφάσεις που πήρα τελικά ήταν μάλλον αναπόφευκτες. Ήθελα να μιλήσω για αυτό το σπίτι, που είχε σχέση με τον πατέρα μου, αλλά από την άλλη δεν ήθελα να κάνω μια ταινία που να αφορά μόνο εμένα και την οικογένειά μου. Έτσι, ξεκίνησα να το γράφω καθαρά ως μυθοπλασία, αλλά ούτε αυτό μου έβγαινε, οπότε οδηγήθηκα στο «ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας». Η ταινία, λοιπόν, έχει ως αφορμή την ιστορία του σπιτιού αλλά υπάρχει σενάριο και ηθοποιοί, οπότε ξεφεύγει από την καθαρή αυτοβιογραφία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιδέα ότι ο πατέρας των κοριτσιών συνεχίζει να υπάρχει στα διάφορα αντικείμενα μέσα στο σπίτι. Πώς ξεκίνησε αυτό το κόνσεπτ που, όπως είπαμε και προηγουμένως, έχει στοιχεία «μαγικού ρεαλισμού»;
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά τι με έχει επηρεάσει κάθε φορά. Συνήθως, πρώτα μου συμβαίνει και μετά συνειδητοποιώ ότι έχω δει κάποια πράγματα που μου άρεσαν και με τα χρόνια με έχουν επηρεάσει. Η συγκεκριμένη ιδέα δεν ήρθε επειδή την είδα κάπου, αν και σίγουρα θα υπάρχουν αναφορές. Σε αυτά τα κείμενα που έγραφα τότε υπήρχε το στοιχείο του «μαγικού ρεαλισμού» και επειδή συζούσα μέσα σε αυτό το σπίτι εκείνη την περίοδο με τη μητέρα μου και την αδελφή μου, βίωνα πολύ έντονα την απώλεια. Κατά τη διάρκεια του lockdown ήταν εκεί και κάποιοι φίλοι μας, στην ίδια περιοχή, σε ένα διπλανό σπίτι και ουσιαστικά συζούσαμε. Μάλιστα, για να διακωμωδήσουμε λίγο την κατάσταση, μεταξύ μας αναφερόμασταν σε αυτό ως το «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», από το έργο του Λόρκα. Επειδή, λοιπόν, είχα τον χρόνο και λόγω του εγκλεισμού να παρατηρήσω πολύ το σπίτι και ταυτόχρονα βίωνα το πένθος, έβλεπα πολύ τον πατέρα μου μέσα σε αυτό: έβλεπα την αισθητική του, τις συνήθειές του κλπ.
Δεν πιστεύω καθόλου στο μεταφυσικό, αλλά σε σχέση με τα διάφορα αντικείμενα και τις επιλογές που είχε κάνει στο σπίτι αρχιτεκτονικά, ήταν σαν να τον «έβλεπα» εκεί. Ο τρόπος με τον οποίο είχε φροντίσει πως να ζούμε εκεί μέσα, έκανε τη φροντίδα του να μοιάζει παρούσα. Δεν είχε σχέση με κάτι το μεταφυσικό, απλώς αυτό μου προσέφερε μια παρηγοριά εκείνη την περίοδο και ήταν ταυτόχρονα μια διαρκής υπενθύμιση της απώλειας.

Πρόκειται σίγουρα για μια ταινία που πραγματεύεται την απώλεια. Στο επίκεντρό της, όμως, υπάρχει και μια ερωτική ιστορία. Μήπως πρόκειται ταυτόχρονα και μια ταινία που μιλάει για την ενηλικίωση;
Σίγουρα, ο θάνατος ενός γονιού είναι ένα «highway» στην ενηλικίωση, ανεξαρτήτως της ηλικίας που βρίσκεσαι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και έτσι αυτή η ταινία. Η ερωτική ιστορία δεν σχετίζεται άμεσα με την ενηλικίωση. Νομίζω πως είναι κάτι που συμβαίνει στην χαρακτήρα εκείνη τη στιγμή, που βιώνει όλα αυτά τα συναισθήματα, και απλώς είναι ανοιχτή σε αυτό και είναι ένα βήμα για να προχωρήσει τη ζωή της και να αποδεχτεί όλα αυτά που της συμβαίνουν, γενικότερα. Η απώλεια του σπιτιού σχετίζεται άμεσα με την απώλεια της «επικοινωνίας» με τον πατέρα της. Εφόσον, λοιπόν, αποδέχεται αυτά που της συμβαίνουν, είναι έτοιμη να αποδεχτεί και την ίδια την απώλεια. Εξάλλου, ο έρωτας σε βρίσκει εκεί που δεν το περιμένεις και ευτυχώς δεν μπορείς να πεις: «Όχι, περίμενε λίγο τώρα, δεν είναι καλή στιγμή».

Πώς επιλέξατε τους ηθοποιούς που παίζουν στην ταινία; Μιας και η ταινία έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, προσπαθήσατε να βρείτε πρόσωπα που μοιάζουν με τους αληθινούς χαρακτήρες;
Δεν επεδίωξα καθόλου να μοιάζουν οι ηθοποιοί με τους πραγματικούς χαρακτήρες, επειδή ακριβώς είχα τόσο άμεση σχέση με το αντικείμενο. Το αντίθετο, μάλιστα. Δεν ήθελα να βλέπω τον εαυτό μου σε αυτό που συμβαίνει. Υπήρχε η σχέση που υπήρχε και αυτό μου ήταν αρκετό. Δεν ήθελα να το κάνω τόσο αυτοαναφορικό και είχα μεγάλη αντίσταση σε αυτό. Ήξερα ότι το πρότζεκτ θα ήταν προσωπικό, αλλά όταν κάνεις κάτι που απευθύνεται σε κοινό, θέλεις να θίγει θέματα που αφορούν και άλλους —μια ιστορία για την οικογένειά μου δε νοιάζει και κανέναν, ενώ μια ιστορία για τον έρωτα, τα καλοκαίρια και την απώλεια σίγουρα αφορά πολύ περισσότερο κόσμο.
Το κριτήριο που είχα ήταν κυρίως το να βρω συνεργάτες, τόσο στους ηθοποιούς, όσο και στο συνεργείο. Ήθελα να δουλέψω με ανθρώπους με τους οποίους θα είχα έναν κοινό τρόπο σκέψης, ούτως ώστε να δουλέψουμε με τον τρόπο που είχα ονειρευτεί. Και νιώθω πολύ τυχερή για τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα. Υπήρχαν ηθοποιοί που τους θαύμαζα και ήξερα ότι ήθελα να συνεργαστώ μαζί τους από πριν, αλλά φυσικά, καθώς υπήρχαν και casting directors στην ταινία (ο Άκης Γουρζουλίδης και η Σωτηρία Μαρίνη), έπαιξαν και αυτοί καταλυτικό ρόλο στο να ταιριάξει όλη η ομάδα.

Τι σας αρέσει στις ταινίες μικρού μήκους; Πώς διαφέρουν αφηγηματικά από μία μεγάλου μήκους ταινία;
Στις μικρού μήκους ταινίες υπάρχει μεγαλύτερος χώρος για «έρευνα». Καθώς είναι ένα είδος που δεν είναι εμπορικό, με την έννοια ότι δεν το κάνει κανείς γιατί θα βγάλει λεφτά ή θα ζήσει από αυτό, έχει πολλά αρνητικά, αλλά έχει και κάποια θετικά, όπως ότι δίνει μια ελευθερία τους δημιουργούς για πειραματισμό, όσον αφορά τις μορφές αφήγησης. Σε μια μικρού μήκους δεν έχεις ποτέ το άγχος του πόσα εισιτήρια θα κόψει. Είναι πιο εφευρετικές και πιο δημιουργικές, με λιγότερη αυτό-λογοκρισία. Αυτό που έχει μεγάλη διαφορά, σε σχέση με τις μεγάλου μήκους ταινίες, είναι ότι στις μικρού μήκους πρέπει να είσαι πιο ακριβής και προσεκτικός στις επιλογές που κάνεις, προκειμένου να πεις την ιστορία που θέλεις, ενώ δεν έχεις τον ίδιο χρόνο που έχεις σε μια μεγάλου μήκους να εμβαθύνεις στους χαρακτήρες και στην πλοκή. Βέβαια δεν έχω κάνει και μεγάλου μήκους ακόμα για να σας πω.

Σκέφτεστε μελλοντικά να γυρίσετε και μία μεγάλου μήκους ταινία;
Έχω μια ιδέα και έχω αρχίσει τώρα να δουλεύω πάνω σε αυτήν. Ιδανικά θα ήθελα να γράψω το σενάριο πολύ άμεσα και να ξεκινήσω γυρίσματα, απλώς, για βιοποριστικούς λόγους, δεν έχω πάντα τον απαιτούμενο χρόνο να ασχολούμαι με δικά μου πρότζεκτ. Παίρνει, λοιπόν, κάποιο χρόνο όλο αυτό, εξαιτίας των διαλειμμάτων που κάνω για να ασχοληθώ με άλλα πράγματα. Αυτό που με προβληματίζει είναι ότι, καθώς η συγγραφή του σεναρίου είναι μια χρονοβόρα διαδικασία από μόνη της και το να βρεις χρηματοδότηση για μια μεγάλου μήκους ταινία παίρνει και αυτό το χρόνο του, εάν υποθέσουμε ότι τα καταφέρνεις, στο μεταξύ ως δημιουργός παλεύεις να μη χάσεις την υπομονή σου και το πάθος σου για το συγκεκριμένο πρότζεκτ.

Είστε ενθουσιασμένη με την επιλογή της ταινίας να συμμετάσχει στο φετινό Φεστιβάλ Δράμας; Θα είναι, πιστεύετε, ένας δύσκολος διαγωνισμός, όσο αφορά τις ταινίες που συμμετέχουν;
Είμαι πολύ χαρούμενη και είναι και η πρώτη φορά που θα συμμετάσχω εκεί με δική μου ταινία. Παρακολουθώ φανατικά το φεστιβάλ απ’ όταν άρχισε να δείχνει τις ταινίες του online, καθώς δεν έχω πάει ποτέ στη Δράμα. Χαίρομαι, λοιπόν, πολύ που θα πάω δια ζώσης —και μάλιστα με ταινία— και ανυπομονώ. Έχω δει μερικές από τις ταινίες που θα διαγωνιστούν φέτος, λόγω προσωπικής σχέσης με κάποιους από τους σκηνοθέτες, όπως για παράδειγμα το Άλκι Παπασταθόπουλο, που έκανε και το μοντάζ στο «Σπίτι», και πιστεύω ότι όντως θα είναι μια ιδιαίτερα ανταγωνιστική χρονιά. Με κάνει να χαίρομαι όμως αυτό. Προτιμώ να υπάρχουν πολλές καλές ταινίες, παρά το αντίθετο.

Το φεστιβάλ φέτος φαίνεται να έχει προσπαθήσει να γίνει πιο συμπεριληπτικό, όσο αφορά τους συμμετέχοντες. Έχει, κατά τη γνώμη σας, πετύχει το στόχο του; Χρειάζονται και περισσότερες ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση;
Πιστεύω πως έχουν γίνει σημαντικά βήματα, σε σχέση με προηγούμενα χρόνια, και σίγουρα, για τα δεδομένα της Ελλάδας, είναι ένα αρκετά πρωτοποριακό φεστιβάλ κινηματογράφου. Βεβαίως, πάντα υπάρχει χώρος για περισσότερη «συμπερίληψη». Αυτό που θέλω να πιστεύω (και δεν μιλάω μόνο για το Φεστιβάλ Δράμας, αλλά για όλους τους καλλιτεχνικούς θεσμούς), είναι ότι δεν γίνονται όλα για να μπουν τικ σε ορισμένα κουτάκια, όπως ότι θα διαγωνιστούν τόσες γυναίκες ή τόσα «queer» άτομα κλπ. Αφορά και στο «Σπίτι» αυτό, καθώς είναι μία «queer» ταινία γυρισμένη από μία γυναίκα σκηνοθέτη. Θέλω να πιστεύω πως όταν επιλέγεται κάτι είναι γιατί αξίζει πραγματικά. Δεν θα ήθελα ποτέ να σκεφτώ ότι η ταινία μου επιλέχθηκε μόνο και μόνο γιατί είμαι γυναίκα.

«Σπίτι» της Σοφίας Σφυρή: Σύνοψη της ταινίας

Η Άλεξ αντιμετωπίζει μια διπλή απώλεια - τον θάνατο του πατέρα της και την επικείμενη πώληση του σπιτιού τους, που έχτισε ως αρχιτέκτονας. Το τελευταίο καλοκαίρι της εκεί, αναπτύσσει μια ιδιόμορφη σχέση με το ίδιο το σπίτι και ερωτεύεται ένα κορίτσι. Την ιστορία αφηγούνται παράλληλα τα αληθινά πρόσωπα που έχουν ζήσει στο σπίτι.

Παίζουν: Αγγέλικα Σταυροπούλου, Μαρία Φιλίνη, Μαριαλένα Ηλία, Ζωή Σιγαλού, Σπύρος Μπόσγας, Βιβή Φωτοπούλου, Γιάννης Σέρρης

Σενάριο & Σκηνοθεσία / Directed by: Σοφία Σφυρή | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Θωμάς Τσιφτελής | Μοντάζ: Άλκι Παπασταθόπουλος | Ηχοληψία: Φίλιππος Μάνεσης | Sound Design: Δάφνη Φαραζή | Σκηνικά: Άρτεμις Φλέσσα | Ενδυματολογία: Σάντρα Σωτηρίου | Hair & Make–up: Βασιλική Κίττα | Casting: Άκης Γουρζουλίδης, Σωτηρία Μαρίνη | Βοηθός Σκηνοθέτη: Σαντέ Αγίλαρα | Παραγωγός: Νικόλ Αλεξανδροπούλου | Συμπαραγωγοί: Στέλιος Καμμίτσης, Σοφία Σφυρή, Φωτεινή Οικονομοπούλου | Εταιρεία Παραγωγής: Libellula Productions | Σε συμπαραγωγή με: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ, Felony, Oh My Dog

* Η ταινία θα είναι διαθέσιμη για online προβολή ΕΔΩ και στην ίδια σελίδα μπορεί κανείς να τη ψηφίσει για Βραβείο Κοινού.
**Οι δια ζώσης προβολές είναι την Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024, 22:00, στον Κινηματογράφο Ολύμπια και στον θερινό κινηματογράφο Αλέξανδρος στις 22:30 και εισιτήρια είναι διαθέσιμα ΕΔΩ