Κινηματογραφος

Αλέν Ντελόν: Ο γόης του γαλλικού σινεμά

Ένας πραγματικός σταρ που ανέδειξε τον γαλλικό κινηματογράφο
Γιώργος Δήμος
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αλέν Ντελόν: Ο Γάλλος ηθοποιός «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών - Μια διαδρομή στην περιπετειώδη ζωή του

Σύμβολο του σεξ των δεκαετιών του 1960 και του 1970, ο Γάλλος ηθοποιός του σινεμά, Άλεν Ντελόν, πέθανε σε ηλικία 88 ετών, στις 18 Αυγούστου 2024. Οι συνεργασίες του με μερικούς από τους μεγαλύτερους διεθνείς σκηνοθέτες, όπως τον Λουκίνο Βισκόντι, τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, τον Τζόζεφ Λόουζι και τον Ρενέ Κλεμάν, αλλά και οι αξέχαστες ερμηνείες του δίπλα σε θρύλους του κινηματογράφου, σαν τη Μαρί Λαφορέ, την Κλάουντια Καρντινάλε, τη δική μας, Κατίνα Παξινού, τη Μόνικα Βίτι, τη Ρόμι Σνάιντερ και πολλούς άλλους, τον καθιέρωσαν όχι μόνο ως έναν ακαταμάχητο γόη, αλλά και ως έναν ηθοποιό με αξιοζήλευτη καριέρα, που διήρκησε πάνω από 60 χρόνια. Η προσωπική του ζωή, από την άλλη, δεν υπήρξε λιγότερο περιπετειώδης, με τους υψηλού προφίλ έρωτες, τις διαμάχες, αλλά και την πολιτική του ιδεολογία, που υπήρξε αμφιλεγόμενη, ειδικά προς το τέλος της ζωής του.

Αλέν Ντελόν: Η πολυτάραχη ζωή του ηθοποιού

Ο Ντελόν γεννήθηκε σε ένα εύπορο προάστιο του Παρισιού, το 1935, λίγο πριν, δηλαδή, την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με τους γονείς του να παίρνουν διαζύγιο, μόλις αυτός ήταν τεσσάρων ετών. Και οι δύο ξαναπαντρεύτηκαν, με αποτέλεσμα ο νεαρός Αλέν να είναι πια μέλος μιας μεγάλης οικογένειας. Καθολικοί και οι δύο γονείς του, τον έστειλαν από νωρίς εσώκλειστο σε Καθολικό σχολείο, κάτι το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση τον χαρακτήρα του. Αντιδραστικός τότε, όπως και στη μετέπειτα ζωή του, ο Ντελόν αποβλήθηκε, τελικά και στα 14 του έπιασε δουλειά στο χασάπικο του πατριού του. Στα 17 του αποφάσισε να καταταχθεί εθελοντικά στο γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό.

Η εποχή που ο νεαρός ηθοποιός αποφάσισε να ξεκινήσει την καριέρα του στον κινηματογράφο, ήταν εκείνη της μεταπολεμικής περιόδου, κατά την οποία το κοινό, με νωπές ακόμη τις αναμνήσεις από τους δύο μεγάλους πολέμους, στράφηκε στη φαντασία, ως διέξοδο φυγής από την καταθλιπτική πραγματικότητα που βίωνε (ειδικά στη Γαλλία) και έτσι μεγαλύτερη επιτυχία είχαν οι γκανγκστερικές ταινίες και άλλα «pulp» κινηματογραφικά είδη. Ο πρώτος ρόλος του ηθοποιού ήταν εκείνος στην ταινία, «Le rapt» (1949), μία γκανγκστερική ταινία μικρού μήκους.

 

Η πραγματική γνωριμία του με το «σοβαρό» σινεμά έγινε μέσω της ηθοποιού, Μπριζίτ Ωμπέρ, μαζί με την οποία πήγε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, κάτι το οποίο έβαλε τελικά την καριέρα του στη σωστή τροχιά. Η Ωμπέρ (με την οποία υπήρξαν εραστές και έζησαν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα μαζί στο Παρίσι το 1957) τον σύστησε σε έναν ευρύτατο κύκλο καλλιτεχνών και παραγωγών και τελικά ο Ντελόν ήρθε σε επαφή με τον μεγιστάνα του Χόλυγουντ, Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, ο οποίος, μάλιστα, του πρότεινε συμβόλαιο, δεδομένου ότι θα μάθαινε να μιλάει Αγγλικά. Ο Ντελόν τελικά αρνήθηκε, όταν, γυρίζοντας στη Γαλλία, γνώρισε τον σκηνοθέτη, Υβ Αλεγκρέ και αποφάσισε να συνεχίσει εκεί την καριέρα του.

 

Μαζί με τον Αλεγκρέ γύρισε τις ταινίες «Quand la femme s'en mêle» (Γκοντό, ο εκβιαστής) (1957) και «Sois belle et tais-toi» (Έγκλημα στην Πλας Πιγκάλ) (1958), που λίγοι σήμερα θυμούνται, όμως στη δεύτερη έπαιξε πλάι σε έναν Γάλλο ηθοποιό μαζί με τον οποίο επρόκειτο να αναπτύξει μία από τις πλέον μακροχρόνιες φιλίες στην ιστορία του σινεμά, τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό. Στην επόμενη ταινία του, «Christine» (1958), μια ταινία βασισμένη σε ένα βιβλίο του Άρτουρ Σνίτσλερ, που διαδραματίζεται στη Βιέννη, στις αρχές του 1900, γνώρισε επίσης τη μέλλουσα σύντροφό του, Ρόμι Σνάιντερ.

Η σχέση του Ντελόν με την ήδη διάσημη τότε Σνάιντερ (που το 2018 ο ηθοποιός δήλωσε πως υπήρξε ο έρωτας της ζωής του) μοιάζει βγαλμένη από ταινία. Μετά την επιτυχία της «Christine» (1958), ο Τύπος αποθέωσε αρχικά το ζευγάρι, δίνοντάς τους τον χαρακτηρισμό «les amants magnifiques» (οι υπέροχοι εραστές). Με τα χρόνια, όμως, εξαιτίας της παθιασμένης σχέσης τους και των διαφόρων περιπετειών τους που έγιναν αγαπημένο θέμα των παπαράτσι της εποχής, ήρθαν και άλλοι, αρνητικοί χαρακτηρισμοί, όπως «les fiancés éternels» (οι αιώνιοι αρραβωνιαστικοί) και «les amants terribles» (οι τρομεροί εραστές). Οι δυο τους, τελικά, χώρισαν το 1964, αλλά η σχέση τους έμεινε για πάντα στην ιστορία και ο Ντελόν είπε πολύ αργότερα πως μετάνιωσε που δεν την είχε ζητήσει τότε σε γάμο.

Ο πρώτος πρωταγωνιστικός του ρόλος ήρθε με την κωμωδία, «Faibles femmes» (Αδύνατες γυναίκες) (1959), που αν και δεν είχε την απήχηση των μεταγενέστερων ταινιών του Ντελόν, παρουσίασε το ταλέντο και τις άλλες αρετές του στο ευρύ κοινό. Η ταινία, βέβαια, που τράβηξε το ενδιαφέρον των κριτικών ήταν το «Plein soleil» (Γυμνοί στον ήλιο) (1960), του Κλεμαν, μια ταινία βασισμένη στο διάσημο μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ, «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ» (1955), όπου πρωταγωνίστησε δίπλα στη Μαρί Λαφορέ. Εμπνευσμένο από το κύμα του νεορεαλισμού της εποχής, το φιλμ αφήνει μερικές φορές στην άκρη την πυρετώδη πλοκή για να δείξει τη βενετσιάνικη αγορά και άλλα λαογραφικά στοιχεία της περιοχής όπου διαδραματίζεται.

 

Έχοντας ήδη αποκτήσει ένα σεβαστό όνομα στο χώρο, ο Ντελόν επιλέχθηκε ανάμεσα από πολλούς να παίξει τον χαρακτήρα του τίτλου στη φημισμένη ταινία του Βισκόντι, «Ο Ρόκο και τ' Αδέλφια του» (1960), κοντά στην Παξινού και τον Σπύρο Φωκά. Η ταινία πήρε διθυραμβικές κριτικές, αλλά και ο ρόλος του ίδιου του Ντελόν επαινέθηκε από δύσκολους κριτικούς της εποχής, όπως τον Μπόσλεϊ Κράουθερ. Μέσα στην επόμενη διετία, ο Ντελόν δέχτηκε πολλές προτάσεις και έπαιξε ακόμα και στο θέατρο.

Ύστερα από μία αποτυχημένη οντισιόν για το επικό έργο του Ντέιβιντ Λην, «Ο Λόρενς της Αραβίας» (1962), ο Ντελόν σκηνοθετήθηκε και πάλι από τον Βισκόντι, σε μία από τις καλύτερες ταινίες του Ιταλού σκηνοθέτη, σύμφωνα με τους κριτικούς, τον «Γατόπαρδο» (1963), χωρίς, όμως, αυτή τη φορά, να έχει τον Α' ανδρικό ρόλο. Η ταινία, με τον Μπαρτ Λάνκαστερ και την Κλαούντια Καρντινάλε ως πρωταγωνιστές, έγινε η έβδομη πιο επιτυχημένη ταινία στη Γαλλία, εκείνη τη χρονιά. Η επιτυχία του «Γατόπαρδου» άνοιξε τελικά το δρόμο για τον ηθοποιό προς το Χόλυγουντ, με τελείως διαφορετικούς αυτή τη φορά όρους.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Ντελόν ξεκίνησε μια ερωτική σχέση με την Γερμανίδα ηθοποιό, τραγουδίστρια και μοντέλο, Νίκο, που έγινε αργότερα γνωστή για τη συνεισφορά της στον πρώτο δίσκο των Velvet Underground, «The Velvet Underground & Nico» (1967), ενώ τότε είχε παίξει και ένα μικρό ρόλο στην ταινία «La Dolce Vita» (1960) του Φεντερίκο Φελίνι. Οι δυο τους έκαναν έναν γιο, τον Κρίστιαν Άαρον, τον οποίο όμως ο Ντελόν δεν αναγνώρισε ποτέ ως δικό του παιδί. Ο Άαρον, που μεγάλωσε με τους παππούδες του, προσπάθησε το 2001 να κάνει μήνυση στον ηθοποιό, χωρίς επιτυχία.

Οι ταινίες στις οποίες έπαιξε ο Ντελόν μέσα στη δεκαετία του 1960, τον έκαναν αδιαμφισβήτητο σταρ του σινεμά, αν και πολλές σήμερα δεν έχουν αντέξει στο χρόνο. Η «Μαύρη Τουλίπα» (1964), το «Ο τυχοδιώκτης του Μόντε Κάρλο» (1964), με τη Τζέιν Φόντα, ή το «Yellow Rolls-Royce» (1963), με τη Σίρλεϊ Μακ Λέιν, είναι μερικά μόνο τέτοια παραδείγματα. Το Χόλυγουντ σίγουρα δεν φέρθηκε άψογα στον «κολοσσό» του σινεμά της Γαλλίας, σπρώχνοντάς τον σε β' ρόλους, με μεγάλες, ίσως, αμοιβές, λόγω των στούντιο που υποστήριζαν τις παραγωγές, αλλά χωρίς το «πρεστίζ» που του άξιζε πραγματικά.

Ο Ντελόν, μετά από μερικές χαμένες ευκαιρίες να παίξει σε διασκευές έργων του Τεννεσί Ουίλιαμς και άλλα σοβαρά «πρότζεκτ», επέστρεψε στη Γαλλία το 1967, για να παίξει στην ταινία «Les Aventuriers» (Οι 3 τυχοδιώκτες), στο πλευρό του Λίνο Βεντούρα. Η επιτυχία της ταινίας ήταν τεράστια για τη Γαλλία, όμως, εκτός από χρήματα, έδωσε στον Ντελόν και μια δεύτερη ευκαιρία να παίξει και πάλι σε «arthouse» ταινίες, όπως το κλασικό πια, «Le Samouraï» (Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο) (1967), δια χειρός Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, μια προσπάθεια που έμελλε να γίνει το magnum opus ίσως και των δύο και που επηρέασε δεκάδες σκηνοθέτες, μεταξύ των οποίων τον Τζον Γου και τον Τζιμ Τζάρμους. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το «Diaboliquement vôtre» (Μέχρις εσχάτων), του Ζυλιέν Ντυβιβιέ.

Ο ηθοποιός ήταν και πάλι, στα τέλη του 1960, ένα από τα πρώτα ονόματα του γαλλικού κινηματογράφου και οι προτάσεις έπεφταν βροχή για ρόλους με σκηνοθέτες διεθνούς αναγνώρισης. Ο Λουί Μαλ του έδωσε το ρόλο του Ουίλιαμ Ουίλσον, στην ανθολογία βασισμένη στα διηγήματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, «Spirits of the Dead» (Στον ίλιγγο της ακολασίας) (1968), και την ίδια χρονιά έπαιξε μαζί με την τραγουδίστρια Marianne Faithfull (γνωστή και για τη σχέση της τότε με τον τραγουδιστή των Rolling Stones, Mick Jagger) στη βρετανογαλλική παραγωγή, «La motocyclette». Επίσης, Αμερικανοί ηθοποιοί, σαν τον Τσαρλς Μπρόνσον, άρχισαν να παίζουν σε ευρωπαϊκές ταινίες, μόνο και μόνο για να συμπρωταγωνιστήσουν μαζί του (βλ. «Adieu l'ami»).

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «La Piscine» (Η Πισίνα) (1969), ένα σκάνδαλο ήρθε να αμαυρώσει το όνομα του ηθοποιού. Ένα μέρος του συνεργείου της ταινίας, ο Stevan Marković, που ήταν και προσωπικός «body-guard» του Ντελόν και της Σνάιντερ, βρέθηκε νεκρός σε ένα κάδο απορριμμάτων, κοντά στο Παρίσι. Ο γαλλικός Τύπος πήρε την είδηση και δημιούργησε καμπάνια συκοφαντίας εναντίον του Ντελόν, υπαινισσόμενος πως ο Marković δεν ήταν απλός υπάλληλος του ζευγαριού, αλλά πώς λάμβανε μέρος και σε όργια που εκείνοι διοργάνωναν και πως δολοφονήθηκε επειδή γνώριζε μυστικά που δεν έπρεπε να βγουν στο φως. Ο Ντελόν, αναγκάστηκε τότε να μιλήσει ανοιχτά και για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, μην αποκλείοντας πως μπορεί να είχε σχέσεις τόσο με άντρες, όσο και με γυναίκες.

Καθώς η οποιαδήποτε σχέση του Ντελόν με τη δολοφονία του Marković ήταν τελείως ανυπόστατη, η καριέρα του ηθοποιού συνεχίστηκε χωρίς καθυστέρηση και μερικές ακόμα ταινίες μεγάλη απήχηση και εξαιρετικές κριτικές κυκλοφόρησαν μέσα στη δεκαετία του 1970. Το «Clan des Siciliens» (Η Συμμορία των Σικελών) με τον Ζαν Γκαμπέν, το «Borsalino» (1970) και το «Cercle Rouge» (Ο Ο Κόκκινος Κύκλος) (1970), αναβίωσαν τη φήμη του Ντελόν, ως αντιήρωα.

Μια μικρή καμπή στη καριέρα του ηθοποιού παρατηρήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ταινίες όπως το «Love Mates» (1970) ή το «Assassination of Trotsky» (Η δολοφονία του Τρότσκι) (1972) δεν είχαν την αίγλη των παλαιότερων επιτυχιών του, όμως το γουέστερν, «Red Sun» (Μονομαχία στον Κόκκινο Ήλιο) (1971), με τον Μπρόνσον, υπήρξε μια εξαίρεση. Ο χωρισμός με τη Σνάιντερ και ο γάμος του με το μοντέλο, Mireille Darc, ίσως να έπαιξαν το ρόλο τους. Το 1973, ο Ντελόν δοκίμασε το ταλέντο του και σε άλλους τομείς, όπως το τραγούδι, ηχογραφώντας το διάσημο ντουέτο του με τη Dalida, «Paroles... Paroles...», ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια στα Γαλλικά σήμερα.

 

Ύστερα από μερικές ακόμα συνεργασίες με σκηνοθέτες που τον είχαν βοηθήσει να εκτοξεύσει την καριέρα του, όπως τον Μελβίλ με το «Un flic» (1972), οι ρόλοι που ανατίθεντο πια στον μεγάλο σταρ πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Ο Ντελόν είχε αρχίσει να γίνεται κάτι σαν τον Στίβεν Σιγκάλ της Γαλλίας, βγάζοντας μεν αρκετά χρήματα, αλλά χάνοντας το κύρος που είχε αποκτήσει στις αρχές της σταδιοδρομίας του. Οι ρόλοι του σε ταινίες, όπως το «Scorpio» (Ο Σκορπιός) (1973), το «Creezy» (1974) και άλλες ταινίες δράσης, από τα μέσα της δεκαετίας, δεν σημείωσαν ούτε εμπορική επιτυχία, πόσο μάλλον θετικές κριτικές. Μια εξαίρεση υπήρξε το «Icy Breasts» (Εκτελεστής υπεράνω του νόμου) (1974), βασισμένο σε ένα βιβλίο του Ρίτσαρντ Μάθεσον, που και πάλι, όμως, αποτελούσε γνώριμο έδαφος για τον ηθοποιό, ως ψυχολογικό θρίλερ.

Κατά τη δεκαετία του 1980, ο Ντελόν πήρε διαζύγιο από την Darc, πιθανότητα εξαιτίας της αθεράπευτης πολυγαμίας του, μιας και ποτέ δεν έπαψε, ακόμα και παντρεμένος, να έχει παράλληλες σχέσεις με συνεργάτιδές του και μη, από την Λάνα Γουντ μέχρι τη Dalida, και η καριέρα του στο σινεμά, στηριζόμενη στην αρχική της δόξα, έμεινε στάσιμη για καιρό, οδεύοντας πια προς τη μοιραία πτώση της. Συνεχίζοντας να παίζει ρόλους πλάι σε σταρ, όπως την Κατρίν Ντενέβ και την Ορνέλλα Μούτι, οι φαν δεν μπόρεσαν παρά να παρατηρήσουν μια σημαντική πτώση, ακόμα και στην ίδια του την ερμηνεία. Το 1990 πια, ο Ντελόν, σαν φόρο τιμής ίσως, στον καταλυτικό ρόλο που είχε παίξει στην εδραίωση του κύματος της Nouvelle Vague, επιλέχθηκε από τον μετρ του είδους, Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, για να παίξει στην ταινία του, με αυτόν τον τίτλο. Το 1998 έπαιξε ξανά με τον φίλο του, Μπελμοντό, στην ταινία, «Une chance sur deux» (Ανάμεσα σε Δύο Μπαμπάδες).

Οι δεκαετίες που ακολούθησαν, δεν βρήκαν τον άλλοτε δραστήριο και φιλόδοξο ηθοποιό στην καλύτερή του φόρμα. Με ελάχιστες εμφανίσεις στην τηλεόραση και μικρές «guest» εμφανίσεις σε ταινίες, όπως τη μεταφορά του διάσημου βελγικού κόμικ,  «Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες» (2008), στο ρόλο του Ιούλιου Καίσαρα, ο Ντελόν άρχισε να δίνει στο κοινό που τον είχε αγαπήσει, την αίσθηση πως είχε πια αποσυρθεί. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να αρνηθεί ότι, ακόμη και χωρίς τις δεκαετίες που ακολούθησαν εκείνες του 1960 και 1970, η κληρονομιά του Ντελόν ήταν αρκετή για τα βιβλία της ιστορίας;

Η παραίτηση αυτή του ηθοποιού δεν σήμανε, όμως, πως εξαφανίστηκε τελείως από τα φώτα της δημοσιότητας. Ο Ντελόν, από το 1970 κιόλας έκανε επενδύσεις και φρόντισε να διαφυλάξει την περιουσία του απέναντι στις διακυμάνσεις της αγοράς. Η φήμη του εξαπλώθηκε μέχρι και το Χονγκ Κονγκ, όταν ο διάσημος σκηνοθέτης και θαυμαστής του Ντελόν, Τζον Γου, χρησιμοποίησε τα γυαλιά ηλίου της εταιρείας του ηθοποιού στην γκανγκστερική ταινία του, «The Killer» (Επαγγελματίας Δολοφόνος) (1989), που σημείωσε παγκόσμια επιτυχία. Το σήμα κατατεθέν του Ντελόν και αυτούσιες σκηνές από ταινίες του χρησιμοποιήθηκαν, επίσης, για διαφημίσεις μεγάλων οίκων μόδας, όπως τον Christian Dior.

Στα 80 του, ο Ντελόν έκανε και κάποιες δηλώσεις που προκάλεσαν αντιδράσεις από το κοινό. Οι πολιτικές του απόψεις, που μπορεί και να ήταν πάντοτε αυτές, όμως μέχρι το 2013, δεν είχαν έρθει στη δημοσιότητα, έτειναν προς τη δεξιά του Λε Πεν. Σε αντίθεση, ίσως, με αυτή του τη στάση ο ηθοποιός, σε ηλικία 86 ετών, έλαβε πρόσκληση από τον Πρόεδρο της εμπόλεμης Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, να το επισκεφτεί στη χώρα του. Τέλος, μετά το θάνατο του φίλου του Μπελμοντό, ο Ντελόν είπε στον Τύπο πως ανυπομονούσε να τον συναντήσει, καθώς η σημερινή εποχή του φαινόταν αισχρή και ανούσια, υποστηρίζοντας τελικά και τη νομιμοποίηση της ευθανασίας, σε κρατικό επίπεδο. Ο θάνατος, τελικά, ήρθε μερικούς μήνες αργότερα, όταν πια ο ηθοποιός είχε αποσυρθεί εντελώς από τα φώτα της δημοσιότητας.

Ο Αλέν Ντελόν υπήρξε κάτι παραπάνω από ένα αντικείμενο του πόθου για εκατομμύρια φαν. Υπήρξε, επίσης, κάτι περισσότερο από ένα πρότυπο ενός γόη που μπορεί να έχει οποία γυναίκα επιθυμεί. Ήταν ένας πραγματικά ταλαντούχος ηθοποιός, ένας πραγματικός σταρ, που όχι μόνο κατάφερε να ξεπεράσει τα στενά όρια του κινηματογραφικού γίγνεσθαι της χώρας του και να πάει στο Χόλυγουντ, αλλά και να αναδείξει τον ίδιο τον γαλλικό κινηματογράφο, καθιστώντας τον αξιόλογο για το κοινό όλου του κόσμου. Ο θρυλικός «γκάνγκστερ» της Nouvelle Vague ήταν ένα ίνδαλμα για τους παλιούς και αποτελεί μάθημα για τις νέες γενιές των σινεφίλ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου