Κινηματογραφος

Το ελληνικό καλοκαίρι στη μεγάλη οθόνη

Κανείς δεν μπορεί να το δείξει καλύτερα από το ίδιο το ελληνικό σινεμά

Τάνια Σκραπαλιώρη
ΤΕΥΧΟΣ 926
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ελληνικός κινηματογράφος: Είκοσι καλοκαιρινές ταινίες από το 1980 μέχρι σήμερα

Αύγουστος στην Αθήνα, αλλά και στην Αντίπαρο, την Ύδρα και την Άνδρο. Οθόνες σινεμά και οθόνες τηλεόρασης, θερινά και βιντεοκασέτες, πανί και πλατφόρμες. Αυτές είναι 20 ταινίες από τον αθάνατο ελληνικό κινηματογράφο μέχρι τις βιντεοταινίες του 1980 κι από εκεί στο ανεξάρτητο σινεμά των new age δημιουργών, που ζουμάρουν τους φακούς τους στο πολύπτυχο ελληνικό καλοκαίρι με τα χίλια πρόσωπα.  

Μανταλένα (Ντίνος Δημόπουλος, 1960)

Πριν τις έγχρωμες υπερπαραγωγές των τελών των χρυσών 60s και των περίεργων 70s, ο ελληνικός κινηματογράφος και το καλοκαίρι του ήταν ασπρόμαυρα, αθώα, αλλά όχι λιγότερο λαμπερά. Μια από τις κορυφαίες ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη, βουτηγμένη στη δροσιά των νιάτων των δικών της και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, που της χάρισε και ένα πολυπόθητο βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Όσα χρόνια και να περάσουν, βλέπεται με χαμόγελο στα χείλη, η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι μυρίζει ιώδιο και αθανασία και η ταπεινή τότε Αντίπαρος επιπλέει ήσυχη και ανέμελη στον χρόνο, ανυποψίαστη για τις περιπέτειες του σύγχρονου τουρισμού.

Κορίτσια στον Ήλιο (Βασίλης Γεωργιάδης, 1968)

Άνδρος (και Σαλαμίνα), ένας βοσκός και μια Αγγλίδα τουρίστρια, μια παρεξήγηση κι ένας έρωτας σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη. Αν αποσυνθέσεις την ευχάριστη, ρομαντική κομεντί του Βασίλη Γεωργιάδη, θα σου απομείνει μια χούφτα αμύγδαλα, ο Γιάννης Βόγλης με την κάπα του βοσκού και μια από τις πιο φίνες και διαχρονικές αφίσες του ελληνικού κινηματογράφου. Που πάει να πει, με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις...

Γοργόνες και Μάγκες (Γιάννης Δαλιανίδης, 1968)

Όσα ελληνικά καλοκαίρια κι αν περάσουν, θα έχουμε πάντα την Ύδρα του Γιάννη Δαλιανίδη και τα προϊστορικά ινσταγκραμικά vibes των καρέ που σφύζουν από την αριστοκρατική ομορφιά και γοητεία του Λάκη Κομνηνού και της Μαίρης Χρονοπούλου. Θα έχουμε και τα αριστουργήματα του Μίμη Πλέσσα και τον Βαγγέλη Σειληνό να χορεύει αέρινα με ένα ψαράδικο παντελόνι και μια τραγιάσκα. Και, φυσικά, θα έχουμε τους μεζέδες «εν τω τηγανίω» στο καφενείο του νησιού, πάνω από τους οποίους μια φέρελπις παντελονού θα κουκουλώσει έναν φέρελπι ραλίστα. Και το «μπλουμ» του Χρόνη Εξαρχάκου στο λιμάνι. Γοργόνες και Μάγκες. 

Εκείνο το καλοκαίρι (Βασίλης Γεωργιάδης, 1971)

Ένα από τα πιο κλασικά μελοδράματα του ελληνικού σινεμά, ένα ελληνικό, καλοκαιρινό love story με κάτι από «Η ζωή σε δύο πράξεις». Το σκοτάδι ενός επικείμενου θανάτου κόντρα στην εφήμερη αθανασία του ελληνικού καλοκαιριού. Εγγυημένη φινέτσα, με την Έλενα Ναθαναήλ και τον Λάκη Κομηνό στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και το μαγικό soundtrack του Γιάννη Σπανού με κορωνίδα το «Σαν με κοιτάς», με την Αφροδίτη Μάνου και τον Γιάννη Φέρτη, να περνάει στην ελληνική πολιτιστική αιωνιότητα.

Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο (Κώστας Φέρρης, 1978)

Σε μια Αθήνα πολύ μακρινή πια, που ούτε στα όνειρά της δεν μπορεί να δει το τουριστικό της, δύο μοναχικοί και ονειροπόλοι άγνωστοι που ζουν με μυστήριο, μουσική και Ντοστογιέφσκι, συναντιούνται στην Πλάκα και προσπαθούν να αγγίξουν ο ένας τον άλλον μέσω του ιδιότυπου αθηναϊκού σουρεαλισμού του πρώιμου Κώστα Φέρρη. Μια υπόγεια κινηματογραφική, επίσης, σουρεάλ σύνδεση ξεκινάει κάτω από τα πεζοδρόμια της πόλης, για να καταλήξει στον τηλεφωνικό θάλαμο που είκοσι και κάτι χρόνια μετά ο οχτάχρονος το 1978 Ρένος Χαραλαμπίδης θα καπνίσει τα φτηνά τσιγάρα του. 

Οι απέναντι (Γιώργος Πανουσόπουλος, 1981)

Σε μια αυγουστιάτικη Αθήνα που πνίγεται από ζέστη, καταπιεσμένες επιθυμίες και τις πρώτες μεγάλες προκλήσεις των μεγάλων αλλαγών, ένας εικοσάχρονος αποκτά εμμονή με την κατά αρκετά χρόνια μεγαλύτερη γειτόνισσά του από την απέναντι πολυκατοικία και ξεκινά να την παρακολουθεί με τον τηλεσκόπό του. Το πιο επιδραστικό ίσως κινηματογραφικό «μπανιστήρι» του ελληνικού σινεμά σε μια ταινία σημείο αναφοράς, του Γιώργου Πανουσόπουλου, τη δεκαετία που η ελληνική πολυκατοικία θα εδραιώσει τον ρόλο της ως το απόλυτο αμφιλεγόμενο αθηναϊκό σύμβολο. 

Έλα ν’ αγαπηθούμε ντάρλινγκ (Γιάννης Δαλιανίδης, 1988) 

Βαθιά βουτιά στη δεκαετία του ’80 και ανάδυση στην επιφάνεια της εκπνοής της. Η μεγάλη οθόνη έχει υποχωρήσει, η βιντεοταινία μεσουρανεί και κάπου στη μέση μια από τις πιο χαριτωμένες καλτ κινηματογραφικές στιγμές εκείνης της δεκαετίας, που κάπως καταφέρνει να επιβιώσει, παρ’ όλα τα ανεπίκαιρα αστεία και το σεξιστικό context της εποχής της. Εκτός από την εγγυημένη χημεία της χρυσής συντροφιάς της ελληνικής βιντεκασέτας (Στάθης Ψάλτης, Σταμάτης Γαρδέλης, Παύλος Ευαγγελόπουλος, Καίτη Φίνου και λοιποί), ίσως να είναι και εκείνο το παιδιάστικο καμάκι με το εξίσου παιδιάστικο τραγουδάκι «Come to Greece για να τη βρεις», που παραμένει ανεπίσημη σημαία των ελληνικών καλοκαιριών τρεις δεκαετίες μετά. 

Ήσυχες μέρες του Αυγούστου (Παντελής Βούλγαρης, 1991) 


Ίσως ο πιο όμορφος τίτλος ελληνικής καλοκαιρινής ταινίας σε ένα ακόμα υπέροχο τρίπτυχο του Παντελή Βούλγαρη, που εξερευνά με λεπτότητα τη θερινή ραστώνη και τις υπαρξιακές ανησυχίες της άδειας αθηναϊκής πρωτεύουσας και των κατοίκων της μέσα από τρεις διαφορετικές, σπονδυλωτές ιστορίες. Instant classic, στην καρδιά κάθε Αυγούστου. 

Ας περιμένουν οι γυναίκες (Σταύρος Τσιώλης, 1998)

Αυγουστιάτικο, «αντρικό» road movie που αποκρυσταλλώνει στα καρέ του τα θερινά 90s και τη χαρακτηριστική τους αντροπαρέα, όπως μόνο ο Σταύρος Τσιώλης θα μπορούσε να το κάνει. Αθάνατοι επαρχιακοί δρόμοι, βενζινάδικα, πλαστικές καρέκλες, bucket heads before it was cool. Το τρίο των Σάκη Μπουλά, Γιάννη Ζουγανέλη και Αργύρη Μπακιρτζή είναι το πιο πολύτιμο εργαλείο για τη διατήρηση του χιούμορ και της αίσθησης της ταινίας στη μετα-millennium εποχή και στην ανανέωση της λατρείας της από τη γενιά του YouTube. 

Φτηνά τσιγάρα (Ρένος Χαραλαμπίδης, 2000) 

Επιστροφή στην άδεια Αθήνα της καρδιάς του Αυγούστου. Ο Ρένος Χαραλαμπίδης έχει ενηλικιωθεί, έχει γίνει συλλέκτης στιγμών και γυρίζει ένα καλτ αθηναϊκό ποίημα για έναν μοναχικό άντρα που φοράει μαύρα καλοκαιριάτικα, μένει στον τελευταίο όροφο ενός παλιού βιομηχανικού κτιρίου την εποχή που κάτι τέτοιο ήταν η φτηνότερη –και όχι η ακριβότερη– επιλογή, μαζεύει ψιλά σε ένα γυάλινο βάζο για να βγάλει τη μέρα και πίνει αμέτρητους καφέδες. Ένα βράδυ γνωρίζει μια όμορφη κοπέλα στον διπλανό τηλεφωνικό θάλαμο και περνάνε μαζί μία και μοναδική νύχτα περπατώντας και μιλώντας στις έρημες λεωφόρους της νυχτερινής Αθήνας, μυρίζοντας το γιασεμί από ψηλά στον Λυκαβηττό, ισορροπώντας στις χειρολαβές ενός άδειου λεωφορείου. Ένα μικρό διαμάντι αστικού κινηματογραφικού λυρισμού, το οποίο άργησε λίγο να βρει την επιτυχία που του άξιζε, αλλά όταν ανακαλύφθηκε από τη γενιά του internet δικαιώθηκε. Η συνήθεια που έγινε λατρεία στα θερινά του Δεκαπενταύγουστου, απόλυτη αυγουστιάτικη ταινία της πόλης.

Δεκαπενταύγουστος (Κωνσταντίνος Γιάνναρης, 2001)

Ανήμερα Δεκαπενταύγουστου, κατά μήκος και πλάτος του καλοκαιρινού ελληνικού τοπίου ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης στήνει το δικό του road movie με πρωταγωνιστές τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας. Ταξίδια και απελπισμένοι έρωτες, οικογένειες με τα προβλήματά τους, τάματα και διαρρήξεις σε μια ταινία μωσαϊκό της μεταιχμιακής ελληνικής πραγματικότητας στην αλλαγή της χιλιετίας. 

Σπιρτόκουτο (Γιάννης Οικονομίδης, 2002)

Η ίσως πιο επιδραστική και εμβληματική ταινία του σύγχρονου ρεαλιστικού ελληνικού κινηματογράφου γυρίστηκε στους τέσσερις τοίχους ενός μικροαστικού ελληνικού σπιτιού, που το σφυροκοπούν το καλοκαίρι και η ελληνική πραγματικότητα. Δρόμοι, διαμερίσματα, τοίχοι, άνθρωποι που βράζουν, σε λίγα τετραγωνικά, με χαλασμένο ερκοντίσιον και τον ανεμιστήρα ως σύμβολο της παρακμής. Ο Αύγουστος υπονοείται και είναι σκληρός και ωμός, όπως και η γλώσσα της ταινίας. Όλη η πόλη γεμάτη με σπιρτόκουτα που θέλουν φτιάξιμο. 

Τσίου (Μάκης Παπαδημητράτος, 2005)

Σε μια Αθήνα που έχει κατεβάσει ρολά για τον Δεκαπενταύγουστο ένας άσημος και αδιάφορος νεαρός έχει ξεμείνει από «άκρη» και «καβάτζες» και βγαίνει στη γύρα. Μια εναλλακτική κοινωνική κωμωδία παρεξηγήσεων ξεκινάει μέσα σε και έξω από διαμερίσματα, σε πλατείες και εμβληματικά παγκάκια, με έναν θίασο βραχύβιων χαρακτήρων που φλερτάρουν απενοχοποιημένα με την καρικατούρα. Το πρώτο καλτ παράγωγο των 00s είναι εδώ και το λένε Τσίου. 

Η νήσος  (Χρήστος Δήμας, 2009) 

Η πιο επιτυχημένη ελληνική κωμωδία της τελευταίας εικοσαετίας όχι μόνο σε αριθμούς, αλλά και γιατί κατάφερε να συνδυάσει την εμπορικότητα με την ποιότητα, το μυστήριο με το κωμικό στοιχείο με πολύ πρωτότυπους όρους για το ελληνικό mainstream σινεμά. Σφιχτή, έξυπνη και γρήγορη πλοκή, all star cast και ένα κυνήγι θησαυρού στη Σίφνο που μένει πραγματικά αξέχαστο. Το sequel δεν ευνοήθηκε με τις ίδιες αρετές, αλλά η «Νήσος» του Χρήστου Δήμα έχει ήδη γράψει το success story της και αυτό δεν της το παίρνει κανείς. 

Wasted Youth (Αργύρης Παπαδημητρόπουλος/Jan Vogel, 2011) 

Ένας έφηβος skater περιφέρεται στην άδεια αυγουστιάτικη Αθήνα – μια Αθήνα που έχει αλλάξει βίαια μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Ο δρόμος του θα περάσει από μια άδεια πισίνα και θα διασταυρωθεί με αυτόν ενός μεσήλικα αστυνομικού που προσπαθεί να κρατήσει όρθιο τον εαυτό του και την οικογένειά του σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα. Από τα πιο ενδιαφέροντα ανεξάρτητα φιλμ των τελευταίων είκοσι χρόνων, με προφανή σημειολογία, που έχει ακόμη να πει, σε μια εποχή που τα προβλήματα εκείνης της περιόδου ξεθυμαίνουν και αντικαθίστανται με άλλα, παγκόσμια και σοβαρότερα. 

Άφτερλωβ (Στέργιος Πάσχος, 2016) 

Μεσοκαλόκαιρο στην Αθήνα που βράζει κι ένας άφραγκος μουσικός κάνει διακοπές στην πόλη με δανεική πισίνα, στο σπίτι ενός φίλου στα βόρεια προάστια προσπαθώντας με ορθόδοξες και ανορθόδοξες μεθόδους να εξιχνιάσει τον χωρισμό του από την πρώην κοπέλα του. Staycation before it was cool, μικρά αστικά ερωτικά δράματα και φιλιά που έχουν γεύση κεράσι. 

Suntan (Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, 2016)

Αντίπαρος, καλοκαίρι, ήλιος, επιθυμία για ανέμελες διακοπές και για μια καλοκαιρινή ερωτική ιστορία. Πόσο σκοτάδι μπορεί να κρυφτεί κάτω απ’ τον ήλιο; Ένα αριστούργημα του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, με το ερμηνευτικό δίπολο Έλλη Τρίγγου και Μάκη Παπαδημητρίου να καθηλώνει και να ρίχνει σαγόνια. 

Winona (Αλέξανδρος Βούλγαρης,  2019) 

Μπορεί η αμφιλεγόμενη ταινία του Αλέξανδρου Βούλγαρη να βρίσκεται στις χαμηλότερες θέσεις δημοφιλίας της φιλμογραφίας του, αλλά αυτή η εικόνα των τεσσάρων κοριτσιών στον Ζόρκο της Άνδρου μοιάζει με την απόδοση ελεύθερου θέματος κάτω απ’ το brief «Κορίτσια στον Ήλιο». Και μόνο γι’ αυτό θα έχει πάντα μια θέση σε μια καλοκαιρινή κινηματογραφική λίστα. 

Heat Wave (Φωκίων Ξένος, 2019)

Το καλοκαίρι ένα ιδιότροπο πλήθος καταλαμβάνει μια παραλία σε ένα ελληνικό νησί. Καθώς ο ήλιος καίει όλο και περισσότερο, οι άνθρωποι χάνονται στα μικροπροβλήματά τους. Παρ’ όλα αυτά, ένα μικρό κορίτσι και ένα μικρό αγόρι τολμούν να δείξουν σε όλους ότι περνάνε καλά. Και όλα αυτά, σε ρυθμούς κινουμένων σχεδίων. 

Το καλοκαίρι της Κάρμεν (Ζαχαρίας Μαυροειδής, 2024) 

Το απόλυτο καλοκαιρινό φιλμ του φετινού καλοκαιριού σε μια σκηνοθετική επιστροφή, που δείχνει το εύρος της παλέτας του Ζαχαρία Μαυροειδή. Εντελώς «συμβαίνει τώρα» queer ελληνικό καλοκαίρι στα στέκια των γυμνιστών στη Βουλιαγμένη και στο Athens Pride, σε ταράτσες και αθηναϊκά διαμερίσματα ανανεωμένα με παχύφυτα και αναρριχητικά. Όλες οι σχέσεις της gay κοινότητας στο μικροσκόπιο, οι σχέσεις, τα one-night stands, η φιλία σε αυτήν την αστεία, ανάλαφρη και γλυκιά ταινία, κομμένη και ραμμένη για ιαματικό, ξέγνοιαστο θερινό σινεμά, παντού στην πόλη.