Κινηματογραφος

Το Καλοκαίρι της Κάρμεν

Όσο περισσότερο χωνεύεται μέσα μου, τόσο περισσότερες αφορμές βρίσκω για να την επικροτήσω

Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 922
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το Καλοκαίρι της Κάρμεν: Εντυπώσεις από την ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή

Όσο περισσότερο χωνεύεται μέσα μου «Το καλοκαίρι της Κάρμεν», η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή, τόσο περισσότερες αφορμές βρίσκω για να την επικροτήσω.

Όχι απαραίτητα για την ψυχολογική της διεισδυτικότητα ή ευκρίνεια. Δεν είναι αυτό το δυνατό της χαρτί. Σε επίπεδο σχέσεων, οι χαρακτήρες άγονται και φέρονται από δυναμικά που ούτε σ’ εκείνους είναι ευδιάκριτα ούτε, πολύ λιγότερο, σ’ εμάς τους θεατές. Ούτε λέω ότι αυτή θα έπρεπε να είναι μια πρωταρχική στόχευση. Λέω ότι π.χ. κομβικές για την πλοκή ατάκες όπως «Εγώ ποτέ δεν θα σου ζητήσω να χωρίσουμε», θα κέρδιζαν από μια παραπάνω τεκμηρίωση.

«Ψιλά γράμματα», θα πει κάποιος, τη στιγμή που η ταινία έφερε ηλικιωμένες κυρίες στον θερινό της Βαλτετσίου, για να παρακολουθήσουν gay κοινωνικές τελετές και φαντασιώσεις και, μαζί, άφθονο και αποκαλυπτικότατο σεξ μεταξύ ανδρών. Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω. Με το που άναψαν τα φώτα, άναψε και η κουβέντα ανάμεσα στο gay-friendly μεν, mainstream δε, ακροατήριο, για την προκλητική ευθύτητα όσων είχαν διαμειφθεί στην οθόνη.

Χωρίς απολογία, με περισσό joie de vivre και μια γενναία δόση μετα-αφηγηματικών ευρημάτων, σε γενικές γραμμές η πλοκή ασχολείται με τη συγκριτική αξία της φιλίας και του έρωτα. Όλοι ξέρουμε ότι όταν ένας νέος έρωτας εμφανίζεται στο προσκήνιο, οι φιλίες για ένα διάστημα επισκιάζονται. Όταν, όμως, αυτό συμβαίνει κατ’ επανάληψη, μπορεί να γίνει αιτία σύγκρουσης κι επαναπροσδιορισμού της φιλικής σχέσης. Η μετάβαση στην ωριμότητα που χρειάζεται για να προκριθεί η φιλία, δίνει και τη λύση της σύγκρουσης στην ταινία.

Αυτό δεν συμβαίνει γραμμικά, καθόλου, καθώς το σενάριο φιδογυρίζει γύρω από τις προσπάθειες δυο φίλων να γράψουν μαζί το σενάριο μιας ομοερωτικής ταινίας για έναν Γάλλο σκηνοθέτη που έχει ζητήσει κάτι gay, ανάλαφρο, με μπόλικο ελληνικό καλοκαίρι μέσα και, κυρίως, low budget.

Εκ των πραγμάτων, το σενάριο που καταλήγουν να γράψουν δεν είναι άλλο από την ταινία που βλέπουμε, μια αυτοαναφορική μυθοπλασία σε εξέλιξη, με εμβόλιμες σημειώσεις για την προώθηση της δράσης, τις σημαντικές ατάκες, τις κομμένες σκηνές, αλλά και τις σκηνές που θα ήταν τέλειο να γυριστούν, αλλά δεν πρόκειται διότι δεν υπάρχουν λεφτά. («Πόσο γαμάτο θα ήταν να το κάναμε μιούζικαλ!»)

Η «Κάρμεν», εντέλει, διαπνέεται από μια δική της σεναριακή φρεσκάδα, και, ενώ αρνείται κατηγορηματικά να πάρει τον εαυτό της στα σοβαρά, καταφέρνει κάτι ουσιαστικό. Παίζοντας με τη μετα-αφήγηση, κοινωνικοποιεί μια μειονοτική σχεσουαλικότητα αποφεύγοντας το περιττό δράμα, και με πολλές από τις χαρές και τις λύπες, τα τραύματα και τα αδιέξοδα και, κυρίως, τη δημιουργικότητά της.