- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ωδή στα θερινά σινεμά της Αθήνας
Το streaming δεν φτουράει μία μπροστά στην αληθινή αίθουσα. Ειδικά το καλοκαίρι
Θερινό σινεμά: Ένας κήπος με χαλίκι και τραπεζάκια ή μια ταράτσα με αγιόκλημα και θέα την αστροφεγγιά
Ο Κόπολα είχε δίκιο στις Κάννες. Το streaming δεν φτουράει μία μπροστά στην αληθινή αίθουσα. Ειδικά το καλοκαίρι, που η αληθινή αίθουσα δεν είναι καν αίθουσα, αλλά ένας κήπος με χαλίκι και τραπεζάκια ή μια ταράτσα με αγιόκλημα και θέα την αστροφεγγιά. Η Αθήνα έγινε τον 20ό αιώνα η πόλη των καλοκαιρινών κινηματογράφων. Παραμένει ακόμη, κι ας θρηνεί την απώλεια πολλών από αυτούς. Τελευταίο πλήγμα το «Παλλάς» στο Παγκράτι, που από πέρυσι δεν υφίσταται (θα γίνει σούπερ μάρκετ). Όταν φεύγει ένα σινεμά, νιώθεις ότι θάβεις έναν άνθρωπο δικό σου, κηδεύεις νυχτιές αμέτρητες, συνειδητοποιείς ότι η ζωή πλέον είναι ένα άθροισμα από τετριμμένες στιγμές που έγιναν ακριβές αναμνήσεις. Και τι δεν είδες στο «Παλλάς». Όπως και στην «Αίγλη» του Ζαππείου. Όπως και σε τόσα άλλα. Βράδιαζε, τα τζιτζίκια οργίαζαν, το φεγγάρι σε έλουζε και το καλοκαίρι έπαιρνε σάρκα και οστά μέσα από το πανί της οθόνης.
Στα 70s είχες Τέρενς Χιλ και Μπαντ Σπένσερ, είχες Μπελμοντό, είχες «Star Wars», είχες Τσαρλς Μπρόνσον, είχες ιταλικά γουέστερν και γαλλικές κωμωδίες, είχες «Πεταλούδα», «Νονό», «Σέρπικο», κάθε γειτονιά της πρωτεύουσας στροβιλιζόταν στο δικό της σύμπαν και μετά την προβολή κατέληγε σε μπαλκόνια εξοπλισμένα με τηλεοράσεις και παγωμένες φέτες καρπούζι. Στα 80s είχες «Ιντιάνα Τζόουνς», «Εφιάλτες στον δρόμο με τις λεύκες», «Τοπ Γκαν», διάφορα μουσικά τύπου «Flashdance» και «Footloose». Η λίστα είναι ατελείωτη. Πάντα κάτι είχες. Και το σημαντικότερο, είχες πληθώρα από οθόνες. Κάθε δρόμος, κάθε συνοικία διέθετε κινηματογραφική πατρίδα.
Τα θερινά σινεμά της Αθήνας, η πόλη των καλοκαιρινών κινηματογράφων
Εγώ, στα μέρη που μεγάλωσα, είχα το «Ρίο» και το «Άννα Ντορ». Αυτά ήταν τα γλυφαδιώτικα στέκια. Το «Ρίο» (σήμερα πολυκατοικία) ήταν μια όαση από πράσινο και λευκό. Πυκνές βουκαμβίλιες το έπνιγαν από δεξιά και αριστερά. Χάμω, λεπτή πετρούλα. Θυμάμαι, εκεί με πήγε ο πατέρας μου να δω την «Υπόθεση Τόμας Κράουν», καλοκαίρι του ’81. Θυμάμαι επίσης μια βραδιά με τον φίλο μου τον Αλέκο, Ιούνιος του ’86 θα πρέπει να ήταν, όπου είδαμε έναν Κλουζό με τον Πίτερ Σέλλερς και κυλιόμασταν στο χαλίκι από τα γέλια. Το «Άννα Ντορ» ήταν άλλη ιστορία. Υπερυψωμένο στην άκρη της πλατείας Εσπερίδων, σε έκανε να νιώθεις ότι μπορείς να αγγίξεις τον ουρανό. Ούτε αυτό υπάρχει πια. Όπως ούτε και μία ακόμα θρυλική ταράτσα, το «Κονγκό» επί της Μεταξά, όπου βλέπαμε Λουί Ντε Φινές.
Ήθελες θερινό σινεμά στη Γλυφάδα; Μπορούσες να επιλέξεις ανάμεσα σε τρία, τέσσερα, πέντε. Ήθελες θερινό σινεμά στη Βούλα; Είχες να επιλέξεις ανάμεσα στον παράδεισο του «Πλανήτη» και την όαση της «Βιολέτας». Ο «Πλανήτης» (σούπερ μάρκετ πια) ήταν μακρόστενος – έμπαινες και αισθανόσουν ότι βρισκόσουν σε διάδρομο απογείωσης. Και πράγματι με το που άρχιζε το έργο, κάτι τέτοιο συνέβαινε, φτερούγιζες πάνω από τις γύρω βεράντες όπου οι περίοικοι παρακολουθούσαν κι αυτοί, γινόσουν ένα με τα ψηλά δέντρα που κάλυπταν τον μαντρότοιχο, τρύπωνες στα μυθοπλαστικά σύμπαντα της οθόνης.
Η «Βιολέτα», στο κέντρο της πλατείας της Βούλας (τώρα πλέον κτίριο με καταστήματα), ευωδίαζε γιασεμί και λαδωμένη πίτα από το πλαϊνό σουβλατζίδικο. Εκεί είδα το «Ελάτε να σας δείρουμε», καλοκαίρι του ’77, μαζί με τον πατέρα μου, και τις επόμενες μέρες το είδα άλλες πέντε φορές στη σειρά. Ένας επτάχρονος, που ανακάλυπτε πόσο περιπετειώδες μπορεί να αποδειχθεί ένα καλοκαιρινό βράδυ μετά τις δέκα. Πεύκα, φεγγάρι, γέλια, και η αίσθηση ότι ο Ιούλιος έχει διαφορά από τον Γενάρη και τον Φλεβάρη. Ωραία ζωή.
Και σήμερα η ζωή είναι ωραία, παρά το streaming, παρά τις λιγότερες επιλογές που έχεις σε κήπους και ταράτσες. Η πρωτεύουσα εξακολουθεί να είναι διάσπαρτη από σινεμά. Μπορεί οι καινούργιες ταινίες να μη λένε και πολλά, έχεις όμως τις επανεκδόσεις που ξεφυτρώνουν προς τα τέλη του Ιούλη, έχεις ωραία αφιερώματα, και το σημαντικότερο: έχεις αυτό το μυσταγωγικό κλίμα που καμιά άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα δεν μπορεί να σου χαρίσει.
Οι καλοκαιρινές νύχτες της Αθήνας είναι συνυφασμένες με ταινίες κάτω από τα αστέρια, σε απρόσμενους όμορφους χώρους στα στενά δρομάκια της πόλης. Σημεία γεμάτα ιστορίες, άλλοτε κάτω από την πανσέληνο και άλλοτε με υπόκρουση τα τρυζόνια και άρωμα από αγιόκλημα και γιασεμί. Το σίγουρο είναι, ότι οι ταινίες κάτω από τα αστέρια είναι μέρος της αθηναϊκής κουλτούρας. Είναι κομμάτι από εκείνες τις στιγμές, που νιώθεις ότι η Αθήνα απολαμβάνει το καλοκαιράκι της, το οποίο σε αυτήν τη χώρα κάνει την εμφάνισή του πολύ νωρίτερα.
Άλλωστε για τους περισσότερους από εμάς οι αναμνήσεις που έχουμε από την Αθήνα περικλείουν και τα σινεμά της. Την αίθουσα στην οποία πήγαμε στο πρώτο μας ραντεβού, Σαββατόβραδα όπου οι σχολικές παρέες έφτιαχναν τη δική τους ιστορία σε εξώστες γεμάτους όνειρα, ταινίες που είδαμε με πρόσωπα αγαπημένα, ηθοποιοί που έγιναν ινδάλματα, σκηνές που χάραξαν τη φαντασία μας και ίσως το υποσυνείδητό μας. Μπορεί να ξεχνάμε ονόματα και τίτλους, αλλά ποτέ δεν ξεχνάμε αυτήν την αίσθηση που είχαμε όταν παρακολουθήσαμε την αγαπημένη μας ταινία, κάτω από τον αθηναϊκό ουρανό, με εκείνο το γλυκό αεράκι να δίνει και άλλες ανάσες στα ταξίδια της μεγάλης οθόνης και να παίρνει μαζί του φεύγοντας κάθε στενάχωρη φευγαλέα σκέψη.
Και κάπως έτσι οι κινηματογράφοι της Αθήνας, ακόμα και αυτοί που δεν υπάρχουν πια, μας ακολουθούν πάντα σαν μια άλλη αυτόνομη ταινία. Πρεσβεύουν την αφήγηση της δικής μας ζωής και συμβολίζουν ένα ιδιαίτερο κομμάτι της πόλης που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα, με φόντο τις λαμπερές εικόνες των έργων που δεν ξεχνάμε ποτέ – με υπόκρουση τα μοναδικά sountrack. Τα κινηματογραφικά τραγούδια που αποτελούν και αυτά ένα κομμάτι της ζωής μας, αλλά και της μνήμης μας.
«Το σινεμά είναι τρόπος ζωής», μου έλεγε η γιαγιά μου, όταν θυμόταν μια αίθουσα που ανήκε στην δική μου οικογένεια. Ονομαζόταν «Γιασμίν», βρισκόταν στο Περιστέρι, δύο άνθρωποι το έτρεχαν όλοι κι όλοι, ένας στα εισιτήρια, ένας στη μηχανή και στο κυλικείο. Δύσκολη ιστορία ακόμη και τότε. Ήταν τα τέλη της δεκαετίας του ’60, έπρεπε να κόβεις εκατοντάδες εισιτήρια και να χώνεις χρήμα στις εταιρείες διανομής, για να εξασφαλίζεις τα πρωτοκλασάτα φιλμ, που εκείνη την εποχή ήταν ο Ξανθόπουλος, η Αλίκη και κάτι τρίωρα ινδικά έπη που έκαναν τις λαϊκές συνοικίες να κλαίνε με μαύρο δάκρυ.
Το «Γιασμίν» το πάλεψε, αλλά δεν άντεξε πολύ, ούτε εκατοντάδες εισιτήρια έκοβε ούτε πολύ χρήμα είχε για να εξασφαλίσει τα hits των καιρών. Μια νύχτα, προβολή 11 με 1, έπαιζε μόνο για έναν θεατή, κατέβηκε η γιαγιά μου και του είπε «Έλα αύριο να το δεις τζάμπα, μην καίμε άδικα τόσο ρεύμα για έναν άνθρωπο». Έφυγε εκείνος, πήγε την επόμενη μέρα. Στο τέλος του χρόνου έφυγε και το σινεμά. Έτσι πάει. Οι κινηματογράφοι χρειάζονται την αγάπη των ανθρώπων, όπως τα λουλούδια έχουν ανάγκη το φως. Αλλιώς πάπαλα.
Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα, και είναι γύρω μας. Και κουβαλάνε μια ολόκληρη κληρονομιά. Έχουν συνδεθεί με πρόσωπα, με συναισθήματα, και φυσικά έχουν τη δική τους θέση στις αθηναϊκές νύχτες, στο βάθος των δεκαετιών. Στιγμές αυτής της πόλης, που πάντα αγαπούσε το πέταγμα στο άπιαστο. Από τα τέλη τις δεκαετίας του 1930 που φτιάχτηκαν οι πρώτες αίθουσες, μέχρι τα χρόνια του ’60 και του ’70, όπου κάθε δρόμος σχεδόν είχε και το δικό του σινεμά, η Αθήνα ήταν μια πόλη η οποία ζούσε για αυτά τα ονειρικά ταξίδια που κρατούσαν ένα δίωρο περίπου, αλλά έμεναν μέσα σου μια ζωή.
Και έτσι είναι και σήμερα, πάρα τις αίθουσες που λιγοστεύουν. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που αναζητούν ένα κινηματογραφικό ταξίδι, θα υπάρχει πάντα μια υπαίθρια μαγική αίθουσα για να τους υποδεχθεί... Και η πόρτα αυτής της αίθουσας είναι ένα φυσικό σύνορο ανάμεσα στην πραγματικότητα της πόλης και την καλοκαιρινή απόδραση από αυτήν, που όλοι έχουν ανάγκη ιδίως τις ζεστές νύχτες, με όχημα μια γιγάντια οθόνη από πανί. Ναι, ο Κόπολα είχε δίκιο στις Κάννες. Το streaming δεν φτουράει μία μπροστά στην αληθινή αίθουσα. Ειδικά το καλοκαίρι.
*Το καινούργιο βιβλίο του Στέφανου Δάνδολου «Τα αηδόνια της σιωπής» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός