Κινηματογραφος

Νυχτερινός Εκφωνητής: Μια Αθηναϊκή αβανγκαρντία

Ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός Ρένος Χαραλαμπίδης παρουσιάζει avant premiere τη νέα του ταινία και γράφει για αυτή στην Athens Voice
Ρένος Χαραλαμπίδης
ΤΕΥΧΟΣ 920
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Νυχτερινός Εκφωνητής: Ο Ρένος Χαραλαμπίδης γράφει στην Athens Voice για τη νέα ταινία του και μοιράζεται backstage στιγμές και εικόνες από τα γυρίσματά της στην Αθήνα.

Η τελευταία μου ταινία «Τέσσερα Μαύρα Κουστούμια» παίχτηκε στους κινηματογράφους το 2010. Ήταν από τις τελευταίες ταινίες στην Ελλάδα που η προβολή έγινε σε φιλμ 35mm. Άφησα το σινεμά στον αναλογικό κόσμο και με την επιστροφή μου σήμερα με τον «Νυχτερινό Εκφωνητή» το βρήκα στον ψηφιακό. Ένα άλλο σύμπαν αλλά με τον ίδιο πυρήνα. Το ίδιο κουκούτσι. Επέστρεψα «κάπου αλλού αλλά πάντα εδώ», με την έκπληξη μικρού παιδιού που το ξυπνάνε μεσάνυχτα για να του δώσουν πρωτοχρονιάτικα δώρα.

Με ρωτάνε συχνά όσοι παρακολουθούν τις ταινίες μου, πού χάθηκα όλα αυτά τα χρόνια και μου επισημαίνουν ότι επί μακράν τους στήνω σε ένα κινηματογραφικό ραντεβού. Ομολογώ ότι μάλλον κάπου έστριψα λάθος. Ή μάλλον σωστά τα έκανα όλα λάθος. Αλλά χάθηκα. Σιώπησα κινηματογραφικά ξεπερνώντας τη δεκαετία. Χάθηκα μέσα μου για να με ξαναβρώ. Για να είμαι βαθιά και αφοπλιστικά ειλικρινής… απλά δεν είχα τίποτα να πω. Ή καλύτερα δεν είχα τίποτα να μου πω.

Αυτά τα χρόνια του πλάνητα κινηματογραφικού και καλλιτεχνικού μου βίου έγραψα πολύ, ενατένισα εσωτερικά, μάλωσα με τον εαυτό μου και για καιρό δεν μου μίλαγα. Άλλαξα, προσπάθησα να καταλάβω από την αρχή το σινεμά έτσι όπως διαμορφώνεται στον 21ο αιώνα.

Αν θεωρήσουμε τον κύκλο των τεσσάρων πρώτων μου ταινιών την προσωπική μου κινηματογραφική Ιλιάδα, είχε έρθει η σειρά της Οδύσσειας. Να ναυαγήσω, να αυτοαμφισβητηθώ. Από ήττα σε ήττα μέχρι την τελική νίκη. Από ναυάγιο σε ναυάγιο μέχρι την Ιθάκη. Και γύρισα σπίτι. Στην προσωπική αβανγκαρντία. Στον αθηνολατρικό κινηματογράφο. Στην πρόκληση ενός καλλιγραφικού σινεμά με διακριτική αγωνία. Με ένα νέο προσωπικό σινεματικό μανιφέστο.

Στον φιλμικό κόσμο ενός νυχτερινού εκφωνητή που χορεύει, που έχει ανοίξει συζήτηση με τα αγάλματα του ανατολικού αετώματος του Παρθενώνα, που νοσταλγεί τη θητεία του σαν εύζωνας προσπαθώντας να θυμηθεί βηματισμούς, που αναπολεί τον νεανικό έρωτα μιας μπαλαρίνας που δεν κράτησε κακία στη νεανική του επιπολαιότητα, που βγάζει στον αέρα αναλογικές τεχνολογίες από γραμμόφωνο μέχρι κασέτες, που διαχέει στα ραδιοκύματα τα ερωτικά μηνύματα ενός απαρχαιωμένου τηλεφωνητή του προηγούμενου αιώνα.

Και γιατί έστρεψα την κάμερά μου στο ραδιόφωνο; Στο ελληνικό σινεμά, από όσα ξέρω, δεν έχουν γίνει φιλμ με θέμα τα ερτζιανά, αν εξαιρέσουμε ταινίες της δεκαετίας του 1950 με διαγωνισμούς τραγουδιού στο κρατικό ραδιόφωνο. Σαν να με καλούσε λοιπόν μια παρθένα θεματική σε συνδυασμό με το ότι πάντα είχα την απατηλή αίσθηση ότι το ραδιόφωνο είναι αδελφή τέχνη του κινηματογράφου. Όταν ακούς βαθιά βλέπεις και βαθιά. Ο ήχος είναι γεμάτος εικόνες που σου ζητάνε να τους επιτρέψεις να σου αποκαλυφθούν. Στη νέα μου ταινία ο σχεδιασμός του ήχου είναι ισάξιος με τον σχεδιασμό της εικόνας. Φιλοδοξώ να μπορείς να δεις την ταινία ακούγοντάς την. Όλοι οι ήχοι που συνετέθησαν στο sound design είναι σαν μια νέα σεναριακή αφήγηση.

Και έφτασε η στιγμή ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» να βγει στη μεγάλη οθόνη στις 20 Ιουνίου, να ξεφύγει από τα χέρια μου και να ταξιδέψει μέσα στις ξένες τις καρδιές. Σαν τις πίσω μου σελίδες. Η ταινία αφιερώνεται εξαιρετικά σε όσες και όσους χάθηκαν για να βρεθούν.

Νυχτερινός Εκφωνητής backstage: Ο Ρένος Χαραλαμπίδης γράφει για τις χαρακτηριστικές σκηνές της νέας ταινίας του

Φιλοδοξώ να είμαι σκηνοθέτης ακρωτηριασμένων αγαλμάτων. Ο μόνος λόγος που θα πήγαινα στο Λονδίνο είναι να σκηνοθετήσω το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα. Να δίνω οδηγίες στον γυμνό άντρα και αυτός να τις εκτελεί τέλεια μέσα στην ακινησία του. Να κατευθύνω το βλέμμα των ακέφαλων γυναικών και να το καταγράφει ο 50 mm κινηματογραφικός φακός μου. Ο ειλικρινής.

Τα αντίγραφα στη στάση του Μετρό της Ακρόπολης είναι μια μακροχρόνια παρέα μου που πάντα ήθελα να την εντάξω σε μια ταινία μου. Εκεί μπορώ να κάνω κάτι που η πραγματικότητα δεν το επιτρέπει. Να τα αγγίζω όσο θέλω. Να ζω αγκαλιά μαζί τους. Σαν να αγγίζω και την αιωνιότητα και την επιθετική φθορά.

Σκέφτομαι τη σχέση του πλήθους με τα αγάλματα. Τα γρήγορα βλέμματα των περαστικών και η υποτίμησή τους σαν αντίγραφα. Όλοι θα σκέφτονται ότι τα πραγματικά αγάλματα είναι στο μουσείο. Μα η τέχνη του σινεμά δεν είναι η πραγματικότητα. Είναι η μαγεία! Και η ψυχή των αγαλμάτων, που είναι καλά κρυμμένη στα αντίγραφα, είναι εκτεθειμένη στο βιαστικό πλήθος όπως εγώ είμαι εκτεθειμένος στο κοινό. Αυτή την ψυχή θέλω να καταγράψω στην ταινία μου.

Μου μοιάζει σαν Ονειρόδραμα το αέτωμα στη στάση μετρό Ακρόπολης. Από μόνο του είναι σινεμά. Αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσα να εξηγήσω στον Φειδία ότι στα καλοκαιρινά σινεμά της Αθήνας μετά από δυο χιλιετίες η αφήγησή του συνεχίζεται. Και όλα σε κίνηση. Ακόμα και η φθορά και οι ακρωτηριασμοί σαν μέρος του χορού των αγαλμάτων. Σαν ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» να είναι ένα ανορθόδοξο μιούζικαλ.

Με κάμερα καπέλο καθώς αναδύομαι. Ή μήπως βυθίζομαι; Αυτό με γοητεύει στις κυλιόμενες σκάλες. Όλες οι ερμηνείες εξαρτώνται από το πού έχεις βάλει την κάμερα.

Αυτός ο τηλεφωνικός θάλαμος δεν υπάρχει. Είναι ένα τηλεφώνημα όμως που έχει ανάγκη το βλέμμα των αιώνων από την πύλη του Αδριανού. Μια σινεματική σκανδαλιά.

Για εμένα η πύλη του Αδριανού είναι μεταφυσική. Κομμάτι του παρθένου αθηναϊκού μεταμεσονυχτίου ρομαντισμού που περιμένει να καταγράφει. Συνδέει τον κόσμο των ζωντανών Αθηναίων με τον κόσμο των νεκρών Αθηναίων.

Τρέχω αφού έχω δώσει τελευταίες οδηγίες, για να βγω έξω από το πλάνο και να πάμε λήψη. Σκέφτομαι ότι στην πραγματική ζωή κάποιος με ένα κουστούμι που τρέχει στο Σύνταγμα θα ήταν εικόνα απόκοσμη. Ζήτω η μαγεία των κινηματογραφικών γυρισμάτων!

Σαν πολεμική επιχείρηση. Σαν να είμαστε σε ένα οχυρό και να περιμένουμε να δώσουμε μάχη. Απέναντι μας οι ένοπλοι εύζωνες. Δικά μας όπλα η κινηματογραφική μαγεία. Έχει κάτι πολεμικό αυτή η στιγμή αλλά και παράλληλα κάτι από αθηναϊκή κινηματογραφική καλλιγραφία.

Η θέση των ημερήσιων γυρισμάτων στον «Νυχτερινό Εκφωνητή» είναι η ελάχιστη. Στο καφέ Cosmos όπου δεν υπάρχει πια, αρχές Σταδίου. Εκεί γύρισα μία σκηνή από την «Καρδιά του Κτήνους»… Το τόσο μακρινό και τόσο κοντινό 2004. Και ξαναγυρνάω να κινηματογραφήσω στα ίδια μέρη όπως ξαναγυρνάω στα μέρη που έπαιζα παιδί.

Είμαι πάντα γοητευμένος από τη μαγεία των αθηναϊκών εισόδων των πολυκατοικιών. Το ’χω αποδείξει και στο «No Budget Story» και στην «Καρδιά του Κτήνους». Πιο πολύ όμως με γοητεύουν τα θυροτηλέφωνα που σε αυτή την ταινία μου θα πρωταγωνιστήσουν. Τα φωτισμένα κουδούνια με παραπέμπουν σε έναστρο θόλο προσωπικών αφηγήσεων που τις αποκαλύπτει ο τρόπος που έχει γραφτεί το χαρτάκι με το όνομα. Πολλές φορές τα βραδιά χάνομαι στον βυθό της Αθήνας μελετώντας τα λαμπερά θυροτηλέφωνα.

Το Καλλιμάρμαρο να αναβοσβήνει ακολουθώντας τις εντολές μου. Σαν πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός και σαν να έχει λίγο τρακ. Χαιρετίζω τη γοητεία του Καλλιμάρμαρου σαν γοητεία μεγάλου σταρ του σινεμά. Στο σινεματικό αθηναϊκό σημειωματάριο θα επαναλαμβάνεσαι σαν ένα διακριτικό κομπλιμέντο για την Αθήνα.

Πάντα για εμένα η κλακέτα είναι ένα μεταφυσικό σύμβολο. Δεν είναι απλά ένα εργαλείο της δουλειάς. Είναι σαν τα ρεβίθια που άφηνε πίσω ο κοντορεβιθούλης για να βρει τον δρόμο της επιστροφής. Για να μπορέσω να τακτοποιήσω την ακαταστασία του ενθουσιασμού των γυρισμάτων στο αναγκαστικό νοικοκύρεμα του μοντάζ.

Νυχτερινός Εκφωνητής: Η νέα ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη 20 Ιουνίου στους κινηματογράφους

Η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη με τίτλο «Νυχτερινός Εκφωνητής» είναι ένας ρομαντικός φόρος τιμής στο ραδιόφωνο και στις ομορφιές της Αθήνας, και παράλληλα ένας γλυκόπικρος στοχασμός επάνω στους ματαιωμένους έρωτες και στις χαμένες ευκαιρίες της ζωής. Ένας βετεράνος νυχτερινός ραδιοφωνικός εκφωνητής την βραδιά που γίνεται 50 και συνειδητοποιεί με αμηχανία ότι πια δεν συγκαταλέγεται στους νέους, ξετυλίγει στον αέρα τη ζωή του. Άξονας της εκπομπής είναι η αναζήτησης ενός ξεχασμένου έρωτα σε εκκρεμότητα από την εποχή που υπηρετούσε ως εύζωνας, μέσα από τα ερωτικά και όχι μόνο μηνύματα που διέσωσε ένας παλιός τηλεφωνητής. Βγάζοντας στον αέρα τα παθιασμένα ηχογραφημένα μηνύματα από τις αρχές του ‘90, θα προσπαθήσει να εντοπίσει αυτήν τη γυναίκα και να την πείσει από το μικρόφωνο να του τηλεφωνήσει. Ανάμεσα σε απαρχαιωμένα τεχνικά μέσα (κασετόφωνο, μπομπινόφωνο, πικάπ, τηλεφωνητή) και τις σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες αιχμής, στέλνει τα ραδιοκύματα για να διαχυθούν στην αθηναϊκή νύχτα και να ανασύρουν ξεχασμένα πρόσωπα, αστικά τοπία, τα ερείπια της αρχαίας Αθήνας ονειρικά ιδωμένα με νοσταλγία και ραδιοφωνικό ρεμβασμό, τις αναμνήσεις ενός μακρινού έρωτα και της θητείας του στην προεδρική φρουρά, καθώς εξελίσσεται ένας μεταμεσονύχτιος μαραθώνιος που μια συνομήλικη δρομέας τον ακούει και περιμένει την κατάλληλη στιγμή να του τηλεφωνήσει. Σε ένα αφηγηματικό πλαίσιο που φτιάχνει η μαγεία του νυχτερινού ραδιοφώνου, η εκπομπή των δύσκολων γενεθλίων θα γίνει ένα ταξίδι λυτρωτικής αυτογνωσίας.

 

Ο Ρένος Χαραλαμπίδης είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Έχει πρωταγωνιστήσει στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το θέατρο. Ως σκηνοθέτης εμφανίστηκε το 1997 με το «No Budget Story», μία ασπρόμαυρη ρομαντική κωμωδία που σημάδεψε τη δεκαετία του ’90. Απέσπασε βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (Κρατικό Βραβείο Ποιότητας Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη, βραβείο Β’ ανδρικού ρόλου για τον Γιώργο Βουλτζάτη, Ειδική Μνεία από την Ένωση Ελλήνων Κριτικών) και στο Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης (βραβείο FIPRESCI). Με την πρώτη του κιόλας ταινία ξεκίνησε μια ολόκληρη σχολή με τη φιλοσοφία του γύρω από τον κινηματογράφο. Ακολούθησαν το 2000 τα «Φτηνά Τσιγάρα», μία ταινία που στιγμάτισε τη γενιά του τέλους της δεκαετίας του ‘90. Γυρισμένη ώστε να θυμίζει «τζαζ αυτοσχεδιασμό» η ταινία πλέον μοιάζει σαν αποχαιρετιστήριο άσμα σε μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια και αποτελεί σημαντικό δείγμα γραφής ενός ιδιαίτερου δημιουργού. Το 2005, βασισμένος στο ομότιτλο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου, σκηνοθετεί την ταινία «Η Καρδιά του Κτήνους» και καταφέρνει για ακόμα μία φορά να κερδίσει κοινό και κριτικούς. Τα «4 Μαύρα Κουστούμια» είναι η τέταρτη σκηνοθετική του δουλειά με την οποία καθιέρωσε το στιλ του σαν κινηματογραφιστής, δίνοντας ξεκάθαρα πια το προσωπικό του στίγμα στο ελληνικό σινεμά. Απέσπασε βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (Κρατικό Βραβείο Ποιότητας Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη, Βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Γιώργο Βουλτζάτη, Ειδική Μνεία από την Ένωση Ελλήνων Κριτικών) και στο Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης (Βραβείο FIPRESCI).