Κινηματογραφος

Ιστορίες καλοσύνης: Άλλο ένα αριστούργημα στη φιλμογραφία του Γιώργου Λάνθιμου

Τρεις σπονδυλωτές ιστορίες με διαφορετικούς χαρακτήρες, που όμως έχουν κάτι κοινό
Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 918
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ιστορίες καλοσύνης του Γιώργου Λάνθιμου: Εντυπώσεις για την ταινία με πρωταγωνιστές τους Έμα Στόουν, Τζέσι Πλέμονς, Γουίλεμ Νταφόε, Χονγκ Τσάου, Τζο Άλγουιν

Ένας παντρεμένος άντρας είναι υποχείριο του αφεντικού του, καθώς ο δεύτερος του διαμορφώνει όχι μόνο το καθημερινό του πρόγραμμα (τι να τρώει, πότε να κάνει σεξ, τους κωδικούς του σπιτιού του), αλλά στην κυριολεξία ορίζει ολόκληρη τη ζωή του. Ένας αστυνομικός που λατρεύει τη γυναίκα του, είναι απαρηγόρητος από την εξαφάνισή της σε ναυάγιο. Όταν όμως επιστρέφει ζωντανή, εκείνος παρατηρεί αλλαγές στη συμπεριφορά της (τρώει σοκολάτα, ενώ παλιά τη σιχαινόταν, ξεχνά το αγαπημένο του τραγούδι κ.ά.) που δεν έχουν λογική εξήγηση κι αποφασίζει να πάρει δραστικά μέτρα. Ένα παράξενο ζευγάρι αναζητά τη γυναίκα η οποία ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του πνευματικού ηγέτη μιας αίρεσης που βασίζεται στην καθαρότητα του σώματος και την ευεργετική ιδιότητα του νερού.

Τρεις σπονδυλωτές ιστορίες με διαφορετικούς χαρακτήρες (όλοι οι ερμηνευτές έχουν δώσει τον καλύτερο εαυτό τους, αλλά οι συνταρακτικές μεταμορφώσεις του Τζέσι Πλέμονς είναι εκείνες που τον οδήγησαν στη βράβευσή του στις Κάννες), που όμως έχουν κάποια κοινά σημεία επαφής στην υπόθεσή τους, καθώς και μια ισχυρή ιδέα γύρω από το ζήτημα του ελέγχου και της χειραγώγησης. Αυτός είναι ο πυρήνας των ειρωνικών «Ιστοριών καλοσύνης».

Προκαλεί εντύπωση η απόφαση του Γιώργου Λάνθιμου να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη της ενδοσκόπησης και της weird καλλιτεχνικής ματιάς, με ένα έργο όχι μόνο αντιεμπορικό, αλλά και βαθύτατα σκληρό. Με τις «Ιστορίες καλοσύνης», ο Λάνθιμος συνεργάζεται και πάλι με τον σεναριογράφο Ευθύμη Φιλίππου επτά χρόνια μετά από τη «Θυσία του ιερού ελαφιού» για να σχεδιάσουν έναν κόσμο που ουσιαστικά μοιράζεται σε δύο ανθρώπινες κατηγορίες. Υπάρχουν εκείνοι που αποζητούν τον απόλυτο έλεγχο κι έχουν το τελικό κουμάντο, όχι μόνο στη ζωή τους, αλλά και στις ζωές των άλλων. Κι υπάρχουν κι οι παθητικοί, οι άβουλοι ακόλουθοι, σύντροφοι ή υφιστάμενοί τους που ακολουθούν τυφλά τις οδηγίες τους όσο τρελές (το τροχαίο χτύπημα, το κόψιμο του δάχτυλου κ.λπ.) κι αν είναι. Κάποια στιγμή αυτοί οι δύο κόσμοι βρίσκονται σε σύγκρουση κι αυτό είναι το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο μιας ευφυούς και πρωτότυπης κοινωνικής αλληγορίας που μάλλον θα απογοητεύσει εκείνους που ενθουσιάστηκαν με τη mainstream στροφή του Λάνθιμου στα δύο τελευταία του έργα («Ευνοούμενη» και «Poor things»). Όμως, ταυτόχρονα, θα ιντριγκάρει και με το παραπάνω τους λάτρεις των πρώτων «ελληνικών» φιλμ του.

Η ουσία είναι πως το σαρδόνιο χιούμορ και τα πολλά επίπεδα συμβολισμών στο σενάριο προσφέρουν άφθονη ύλη για διάλογο και αντικρουόμενες απόψεις (εύκολα μπορώ να σχηματίσω με το μυαλό μου εικόνες με παρέες σινεφίλ που θα βγαίνουν από το σινεμά και θα διαφωνούν) σε ένα έργο που όχι μόνο αξίζει, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως άλλο ένα αριστούργημα –έστω και κατάμαυρο– στη φιλμογραφία του Λάνθιμου. Ο λόγος που δεν συμβαίνει αυτό, είναι πως τα εξαιρετικά δύο πρώτα μέρη δεν ολοκληρώνονται με ένα ισάξιο τρίτο κομμάτι. Το τελευταίο σκετς, παρότι έχει ένα απίθανο φινάλε και μια συμπαγή ιδεολογική ομπρέλα που ανοίγει εντυπωσιακά για να χωρέσει τα επιμέρους ζητήματα (η αυτοκαταστροφική ανθρώπινη φύση, η ενδοοικογενειακή βία, η δύναμη της πίστης, δυστοπία και κρίση δυτικού πολιτισμού), δεν διαθέτει την απαραίτητη συνοχή ή το δραματουργικό εκτόπισμα των δύο θαυμάσιων πρώτων ιστοριών.