Κινηματογραφος

Νίκος Κολιούκος: «Το χάος που άφησε πίσω της»

Ο βραβευμένος νέος σκηνοθέτης μιλάει για τη μικρού μήκους ταινία του που θα κάνει πρεμιέρα στις Κάννες

Γιώργος Δήμος
Γιώργος Δήμος
ΤΕΥΧΟΣ 916
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Νίκος Κολιούκος
© Τάσος Ανέστης

Νίκος Κολιούκος: Συνέντευξη με τον βραβευμένο σκηνοθέτη για τη μικρού μήκους ταινία του «Χάος που άφησε πίσω της» που θα κάνει πρεμιέρα στις Κάννες

Ο Νίκος Κολιούκος, αν και μόλις 28 χρονών, έχει κερδίσει βραβεία και διακρίσεις για το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, που θα ζήλευαν σκηνοθέτες με καριέρα πολλών ετών. Με την ταινία μικρού μήκους «Το χάος που άφησε πίσω της», κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Σπουδαστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Δράμας πέρυσι τον Σεπτέμβριο, ενώ πρόσφατα επιλέχθηκε να πραγματοποιήσει τη διεθνή του πρεμιέρα στο Επίσημο Διαγωνιστικό Σπουδαστικό Τμήμα La Cinef του 77ου Φεστιβάλ των Καννών.

Απόφοιτος του Τμήματος Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, ο Κολιούκος μένει πια μόνιμα στην Αθήνα και ετοιμάζει εδώ τα νέα του κινηματογραφικά πρότζεκτ. Συναντιόμαστε ένα πρωινό στο Sepia Art Cafe στα Εξάρχεια, για να μιλήσουμε για την επιτυχημένη πορεία της ταινίας, τη δική του εμπειρία, αλλά και τις επιρροές και τα πρόσωπα που τον έχουν καθορίσει ως σκηνοθέτη.

Νίκος Κολιούκος: Συνέντευξη με τον βραβευμένο σκηνοθέτη για τη μικρού μήκους ταινία του που θα κάνει πρεμιέρα στις Κάννες

Νίκος Κολιούκος
© Τάσος Ανέστης

Η πρώτη σου ταινία, «Το χάος που άφησε πίσω της», έκανε πρεμιέρα στο Σπουδαστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Δράμας, πέρυσι τον Σεπτέμβριο, όπου κέρδισε βραβεία και επιλέχθηκε στις 18 ταινίες μικρού μήκους (ανάμεσα σε 2.263 άλλες απ’ όλον τον κόσμο) που θα διαγωνιστούν στη La Cinef του Φεστιβάλ Καννών. Πώς νιώθεις για την μέχρι στιγμής πορεία της ταινίας;  
Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να συμβεί. Το να συμμετάσχει η ταινία σου στις Κάννες –που είναι το μεγαλύτερο φεστιβάλ κινηματογράφου στον κόσμο– είναι ένα όνειρο που κάθε σκηνοθέτης έχει. Προσπαθείς να το πετύχεις... όμως, από πλευράς πιθανοτήτων, είναι δύσκολο να συμβεί. Οπότε σταθήκαμε πάρα πολύ τυχεροί, αλλά ήταν και η ανταμοιβή μας για όλη αυτή την προσπάθεια που κάναμε, όλοι οι συντελεστές της ταινίας, η οποία είχε ξεκινήσει σίγουρα δύο χρόνια πριν.

Είναι μόλις η δεύτερη ελληνική ταινία στην ιστορία της La Cinef, μετά τα «Μάτια που τρώνε» του Σύλλα Τζουμέρκα, που είχε διαγωνιστεί το 2001. Είναι, πιστεύεις, ελπιδοφόρο το γεγονός ότι ο ελληνικός κινηματογράφος ταξιδεύει πλέον πιο συχνά σε φεστιβάλ κινηματογράφου υψηλού πρεστίζ ανά τον κόσμο, όπως αυτό των Καννών;
Δεν ξέρω αν πρόκειται ακριβώς για τάση. Το γεγονός, όμως, ότι συμμετέχουν ελληνικές ταινίες σε μεγάλα φεστιβάλ και βρίσκουν τον δρόμο τους, το κοινό τους και μια ανταπόκριση, είναι σίγουρα θετικό, τόσο για τους δημιουργούς όσο και για τις ιστορίες που ταξιδεύουν. Είναι πολύ ωραίο, μια ιστορία που αφορά περισσότερο μια σχετικά μικρή μερίδα ανθρώπων, όπως το ελληνόφωνο κοινό, να βρίσκει ανταπόκριση στον διεθνή στίβο.

Πώς θα περιέγραφες με δυο λόγια την ταινία; Ποια είναι τα θέματα που πραγματεύεται και γιατί είναι επίκαιρη;
Αυτή η ταινία πραγματεύεται το θέμα της εξάρτησης, αλλά και της αλληλεξάρτησης. Οι χαρακτήρες είναι η Άννα και ο Δημήτρης, πατέρας και κόρη. Η Άννα θέλει να ταξιδέψει στο Παρίσι και να ακολουθήσει το όνειρό της σε μια σχολή μουσικής. Το ανακοινώνει στον πατέρα της και, εξαιτίας αυτού, μια σειρά συγκρούσεων έρχεται στην επιφάνεια. Πρόκειται για άλυτα θέματα του παρελθόντος που δεν έχουν ακόμα συζητήσει ή διαχειριστεί, και το γεγονός της αναχώρησης της Άννας λειτουργεί ως καταλύτης για να ξεκινήσει κάτι ουσιαστικό, αλλά καθυστερημένα. Η πλοκή της ταινίας είναι απλή μεν, αλλά πραγματεύεται ένα ζήτημα που όλους λίγο πολύ μας έχει απασχολήσει. Πρόκειται για μια ιστορία για το πώς θα καταφέρεις να φύγεις από κάποιον που αγαπάς και το πώς μπορείς να είσαι μαζί του ακόμα κι αν είσαι μακριά.

Νίκος Κολιούκος
© Τάσος Ανέστης

Υπάρχουν καθόλου αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ταινία ή πρόκειται για μια ιστορία-παράγωγο της φαντασίας σου;
Υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, καμουφλαρισμένα με μυθοπλαστικά στοιχεία. Αυτό το κάνουμε πολύ συχνά όλοι, και οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί. Καλούμαστε να βάλουμε σε μια ιστορία κάποιο προσωπικό μας στοιχείο. Όταν ξεκίνησα να γράφω την ταινία, ασχολήθηκα με τον πυρήνα της σχέσης αυτών των ανθρώπων. Ξεκίνησα, ουσιαστικά, να γράφω για μια σχέση και όχι για το πρόβλημα του αλκοολισμού. Ο αλκοολισμός του Δημήτρη ήταν ένας παράγοντας που δυσκόλευε την κατάσταση. Δεν μου ήταν ιδιαίτερα γνώριμο ως κοινωνικό πρόβλημα, ήταν περισσότερο ένα σεναριακό στοιχείο. Μετά το έψαξα περισσότερο. Πήγα σε μια ομάδα αλκοολικών στη Θεσσαλονίκη και εκεί άκουσα πολλές ιστορίες από ανθρώπους που μοιράστηκαν μαζί μου πράγματα, σε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο ένιωθαν ασφαλείς και δεν κρίνονταν για τις πράξεις τους. Κατάλαβα πολλά πράγματα, όπως ότι ο αλκοολισμός είναι μια καταφυγή που, εν δυνάμει, όλοι μπορούμε να στραφούμε σε αυτή. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα πράγματα που σε κάνουν αλκοολικό, αλλά αφορά την αδυναμία να διαχειριστείς κάποιες καταστάσεις. Μέσα από όλα αυτά, προσπάθησα να δω τι θα έκανε εμένα να καταφύγω εκεί. Οπότε, πάλι ηταν απαραίτητη η ενδοσκόπηση, για κάτι που δεν αποτελεί ακριβώς δικό μου βίωμα.

Πιστεύεις πως η τέχνη έχει κάποιον εκπαιδευτικό ρόλο; Είναι οι ταινίες ένας τρόπος για να μάθουμε να συναισθανόμαστε τους συνανθρώπους μας ή να ευαισθητοποιούμαστε στις δυσκολίες που μπορεί να βιώνουν; 
Δεν ξέρω αν είναι ο σκοπός της τέχνης να διδάξει κάτι. Νομίζω πως η τέχνη υπάρχει για να λέμε ιστορίες και να αισθανόμαστε πως δεν είμαστε μόνοι. Τουλάχιστον έτσι νιώθω εγώ για το σινεμά. Όταν ξεκίνησα να κάνω την έρευνα για την ταινία, ήθελα να συναισθανθώ αυτούς τους ανθρώπους. Όλοι έχουμε στο μυαλό μας μια εικόνα για τον αλκοολικό που μπορεί να είναι στερεοτυπική, όμως γνωρίζοντας τους αλκοολικούς ένιωσα μια υποχρέωση να τους απεικονίσω με σεβασμό και με μια ρεαλιστική διάσταση, από όλες τις πτυχές τους –και με το φως και με το σκοτάδι τους–, με όλα τα στοιχεία αυτής της εξάρτησης. Η ενσυναίσθηση είναι κάτι που χρειάζεται στην τέχνη, για να μπορείς να ταυτιστείς και να την παρακολουθήσεις. Είναι σίγουρα ένα βασικό συστατικό της δημιουργίας. Είναι απαραίτητη για να πεις κάτι αληθινό, και όχι κάτι σχηματικό που μένει μόνο σε ένα πρώτο επίπεδο κατανόησης.

Πώς ήταν η συνεργασία με τους ηθοποιούς και ιδιαίτερα με την πρωταγωνίστρια Μαρίνα Σιώτου, η οποία στη Δράμα κέρδισε βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας;
Από την πρώτη στιγμή ήξερα ότι η Μαρίνα θέλω να είναι η Άννα, μέσα από τα μάτια της οποίας παρακολουθούμε την ιστορία, γιατί διέκρινα σε αυτή μια ευαισθησία και έναν δυναμισμό που με εντυπωσίασαν. Η συνεργασία ήταν πολύ ωραία και με τους δύο πρωταγωνιστές. Αυτό ήταν ένα από τα βασικότερα που χρειάζονταν για να γίνει αυτή η ταινία. Είναι πολύ σημαντικό για μένα οι συντελεστές να είναι άτομα με τα οποία τα βρίσκουμε, να υπάρχει συνεννόηση, επικοινωνία, να καταλαβαίνουμε ότι είμαστε στην ίδια πλευρά, ότι πρέπει να πούμε μαζί μια ιστορία και ότι δεν πρέπει να αναλωνόμαστε σε μικρά προβλήματα που δυσκολεύουν τη διαδικασία. Όταν κάνω κάστινγκ επιλέγω τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες μου με βάση στοιχεία της προσωπικότητάς τους. Όταν υπάρχει πλήρης αποδοχή, κατανόηση και ακούει ο ένας τον άλλον, μόνο τότε μπορεί να προκύψει ουσιαστική συνεργασία. Και με τον Γιάννη Τσορτέκη και με τη Μαρίνα, αλλά και με τους υπόλοιπους ηθοποιούς υπήρχε αυτό.

Νίκος Κολιούκος
© Τάσος Ανέστης

Πώς συνάντησες τους συντελεστές της ταινίας; Ήταν φίλοι σου ή τους γνώρισες σε ένα αυστηρά επαγγελματικό περιβάλλον;
Με τη Μαρίνα συνεργαστήκαμε πρώτη φορά στην ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα και του Χρήστου Πασσαλή, «Η πόλη και η πόλη» (2022), στην οποία ήμουν βοηθός σκηνοθέτη και ασχολούμουν με το οργανωτικό μέρος. Εκείνη έπαιζε τον πρώτο της ρόλο στο σινεμά και τη γνώρισα στα γυρίσματα. Έτσι, είχα την άνεση να την προσεγγίσω και να της προτείνω να παίξει στην ταινία μου, αλλά δεν ήταν ακριβώς φίλη μου. Με τον Γιάννη δεν είχα καμία επαφή πριν, του έστειλα απλά ένα μήνυμα και στη συνέχεια μιλήσαμε στο τηλέφωνο, διάβασε το σενάριο και δέχτηκε να συνεργαστούμε. Τον είχα ξεχωρίσει για πολλούς κινηματογραφικούς του ρόλους και από την αρχή ήθελα να παίξει στην ταινία, αλλά δεν του έκανα αμέσως πρόταση, γιατί πίστευα πως δεν υπάρχει πιθανότητα να δεχτεί. Ο Γιάννης έχει τη δυνατότητα να παίζει σκληρούς, πολύ αρρενωπούς ρόλους, αλλά σε μερικές ταινίες, όπως η «Πράσινη θάλασσα» όπου παίζει τον Ρούλα, φανερώνει μια πολύ ευαίσθητη και τρυφερή πλευρά του, την οποία ήθελα να φέρω στον ρόλο του δικού μου Δημήτρη, του αλκοολικού, που δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να είναι αγροίκος.

Ολοκλήρωσες τις σπουδές σου στο Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Πώς ήταν η εμπειρία στη Θεσσαλονίκη και ποιες προσωπικότητες άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή επάνω σου;
Στη Σχολή, υπήρξαν πολλοί καθηγητές από τους οποίους έμαθα πράγματα, όπως ο Κώστας Κεφάλας – εξαιρετικός παραγωγός. Υπήρξαν, βέβαια, και άλλοι που δεν πίστεψαν στην ταινία μου και δεν έπαιξαν θετικό ρόλο στην πορεία της. Αυτό που μου έδωσε σίγουρα η Σχολή, και την ευχαριστώ, είναι αυτή η υπέροχη ομάδα των συμφοιτητών μου, μια ομάδα εξαιρετικών καλλιτεχνών και δημιουργών που θέλω να διατηρήσω και στην μετέπειτα κινηματογραφική μου πορεία.

Νίκος Κολιούκος
© Τάσος Ανέστης

Σημαντική προσωπικότητα για εμένα υπήρξε, βέβαια, και ο Σύλλας Τζουμέρκας. Τον γνώρισα στο κάστιγνκ για την ταινία του «Η πόλη και η πόλη», όταν είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη και έψαχνε κάποιους σπουδαστές να συμμετάσχουν στην ταινία σε βοηθητικές θέσεις. Είχα, λοιπόν, την τύχη να τον γνωρίσω τότε και να γίνω υπεύθυνος του κάστινγκ, κάνοντας μαζί του τις οντισιόν για τους κομπάρσους της ταινίας. Ήταν σαν ένα πολύ εντατικό «master class» με τον Σύλλα, όπου τον έβλεπα να δουλεύει με τους ηθοποιούς που ως επί το πλείστον ήταν ερασιτέχνες. Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα ευτυχής συγκυρία, καθώς γίναμε φίλοι και συνεργαστήκαμε σε πολλά πράγματα που έκανε στη συνέχεια. Υπήρξε κάτι σαν μέντορας για εμένα και με δίδαξε πολλά, τόσο για το σενάριο όσο και για τη σκηνοθεσία. Εκείνος με προέτρεψε να στείλω την ταινία μου σε φεστιβάλ, συμπεριλαμβανομένης της La Cinef, όπου είχε διαγωνιστεί και η δική του ταινία το 2001.

Ποιες είναι οι αναφορές σου ως σκηνοθέτη; Υπάρχουν κάποιοι δημιουργοί που πιστεύεις πως έχουν διαμορφώσει το κινηματογραφικό σου ύφος;
Ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης είναι ο Τζον Κασσαβέτης και το «Woman Under the Influence», ήταν μια από τις ταινίες του που με καθόρισαν όσον αφορά την προσέγγιση των χαρακτήρων. Καθώς οι ταινίες του Κασσαβέτη είναι πολύ χαρακτηροκεντρικές και μιλάνε γι’ αυτά τα μικρά, καθημερινά συναισθήματα, που όμως έχουν μεγάλη δύναμη και ενέργεια, οι συγκρούσεις στις οποίες μπορούν να οδηγήσουν είναι πολύ μεγάλες και κάνουν πολύ μεγάλο κρότο. Αυτό με αφορά πολύ ως σκηνοθέτη. Επίσης, μου αρέσουν πολύ ο Ξαβιέ Ντολάν και η Άντρεα Άρνολντ.

Ετοιμάζεις κάποια νέα ταινία αυτήν την εποχή; Θα είναι και αυτή μικρού μήκους ή εξετάζεις και την προοπτική κάποιου πρότζεκτ μεγαλύτερης διάρκειας; 
Αυτήν τη στιγμή τρέχω αρκετά πράγματα παράλληλα. Προετοιμάζουμε μια ταινία μικρού μήκους που λέγεται «Το θηρίο που περπατά σαν άνθρωπος» και την έχει γράψει η Μαρίνα Σιώτου και η Ζωή Σιγαλού, η οποία έχει πάρει χρηματοδότηση από το Κέντρο Κινηματογράφου. Τον Σεπτέμβρη, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα ξεκινήσουμε γυρίσματα. Υπάρχει κι άλλη μια μικρού μήκους, που λέγεται «Amnesia» και βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της ανάπτυξης, η οποία θα είναι ένα «queer love story» για τη Θεσσαλονίκη των 80s. Αυτήν την τρέχουμε με την εταιρεία παραγωγής Homemade Films, με τη Μαρία Δρανδάκη και την Κυβέλη Short. Επίσης, γράφω παράλληλα και μια ταινία μεγάλου μήκους.

Νίκος Κολιούκος
© Τάσος Ανέστης

Το «Χάος που άφησε πίσω της» θέλαμε να κάνει διεθνή πρεμιέρα σε κάποιο μεγάλο φεστιβάλ, οπότε ήμασταν πολύ χαρούμενοι που επιλέχθηκε από τη La Cinef. Τώρα, θα συνεχίσει το ταξίδι της με την παρουσία της και σε άλλα φεστιβάλ, που πρόκειται να ανακοινωθούν πολύ σύντομα.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο τελευταίος ταξιτζής: Ο Αθηναίος Τράβις του Στέργιου Πάσχου
Ο τελευταίος ταξιτζής: Ο Αθηναίος Τράβις του Στέργιου Πάσχου

Ένα αστικό θρίλερ με νουάρ αποχρώσεις που κατά διαστήματα μετατρέπεται σε ένα ερωτικό ψυχολογικό δράμα με απρόσμενη εξέλιξη, αλλά και μια κραυγή αγωνίας για την ανάγκη ουσιαστικής επαφής

Μικρά πρόστυχα γράμματα από την Ολίβια Κόλμαν και την Τζέσι Μπάκλεϊ
Μικρά πρόστυχα γράμματα από την Ολίβια Κόλμαν και την Τζέσι Μπάκλεϊ

Ένα πραγματικό συμβάν που συνέβη στην Αγγλία του 1920 δίνει την έμπνευση στην Τέα Σάροκ προκειμένου να φτιάξει μια ωρολογιακής ακρίβειας μαύρη κωμωδία εποχής

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.