Κινηματογραφος

Γιάννης Σμαραγδής: «Την ταινία για τον Καποδίστρια προσπαθούμε να την κάνουμε εδώ και έξι χρόνια»

Ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας «Καποδίστριας». Με αφορμή αυτό ο γνωστός σκηνοθέτης μιλάει για τις ταινίες του και τη ζωή του
Πηνελόπη Μασούρη
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Γιάννης Σμαραγδής: Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη, με αφορμή την ταινία «Καποδίστριας», για τις ταινίες του και τη ζωή του

» Μέχρι τα οκτώ μου χρόνια ζούσα στο χωριό του πατέρα μου στον Ψηλορείτη. Εκείνος όμως έλειπε στην εξορία. Όταν επέστρεψε και κατεβήκαμε στο Ηράκλειο, εγκατασταθήκαμε έξω από τα τείχη της πόλης, σε μία περιοχή που τώρα είναι πυκνοκατοικημένη, αλλά τότε είχε ελάχιστο πληθυσμό. Τα καλοκαίρια με τα παιδιά της γειτονιάς αλητεύαμε εδώ και εκεί, προσπαθώντας να μάθουμε την ημέρα και να αισθανθούμε τη νύχτα.

Οκτώ χρόνων αισθάνθηκα ότι ξέρω το πεπρωμένο μου, ότι έχω βρει τον δρόμο που έπρεπε να βαδίσω

» Κάποιο βράδυ είδα ξαφνικά ένα υπερυψωμένο τοίχο και μία μάντρα να τον περιστοιχίζει. Ήταν ένας θερινός κινηματογράφος, δεν είχα ξαναδεί παρόμοιο πράγμα στη ζωή μου. Πάνω στο λευκό τοίχο διέκρινα μία σειρά από μαυρόασπρες φιγούρες που κινιόντουσαν, μου έκαναν τρομερή εντύπωση, γοητεύτηκα μέσα στη νύχτα, είπα με αυτό θα θέλω να ασχοληθώ, αυτό είναι η ζωή μου. Δεν ήξερα όμως τι ήταν! Την επόμενη πήγα και βρήκα τον νονό μου, έναν φαρμακοποιό, εγγράμματο άνθρωπο, του είπα «είδα κάτι μαγικό χθες» και εκείνος μου απάντησε ότι αυτό είναι κινηματογράφος. Και αυτός που το κάνει τι είναι, τον ρώτησα; Σκηνογράφος αποκρίθηκε. Έτσι για πολλά χρόνια ήθελα να γίνω σκηνογράφος. Οκτώ χρόνων αισθάνθηκα ότι ξέρω το πεπρωμένο μου, ότι έχω βρει τον δρόμο που έπρεπε να βαδίσω, ωστόσο η ζωή αλλιώς τα έφερε. Στα δεκαέξι έχασα τον πατέρα μου κι αναγκάστηκα να κάνω διάφορα πράγματα για βιοπορισμό. Αργότερα, το 1967, όταν ήμουνα είκοσι ενός χρονών πήγα στον στρατό. Εκεί γνώρισα κάποιον μουσικό που ένας φίλος του σπούδαζε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου. Έτσι παρακινήθηκα να πάω να δω επιτέλους τι είναι αυτό που με είχε τόσο μαγέψει όταν ήμουν μικρός. Όταν τελείωσα λοιπόν τον στρατό, το 1968, επέστρεψα στην Αθήνα, πήγα στη Σχολή Σταυράκου και τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Πιστεύω ότι η ζωή σού μιλάει πάντα με οιωνούς, όπως έλεγε ο Παπαδιαμάντης.

» Ξεκίνησα επηρεασμένος από την τότε μόδα της εποχής, τη Nouvelle Vague. Την εποχή που είχε τελειώσει στο εξωτερικό εδώ ήταν του συρμού, έτσι έκανα και εγώ μία μικρού μήκους με τίτλο «Τα δύο τρία πράγματα», ένα ακριβές αντίγραφο του γκονταρικού κινηματογράφου. Μετά άρχισε να κυριαρχεί η πολιτική στις ταινίες με μπροστάρη την κραυγαλέα αριστερή ιδεολογία. Τότε έκανα μια μεγάλου μήκους, «Το κελί μηδέν» που αφορούσε την περίοδο της επταετίας, με ήρωα έναν αντιστασιακό ο οποίος ταλαιπωρείται από το δικτατορικό καθεστώς. Το '84 έκανα το «Τραγούδι της επιστροφής», επίσης μέσα σε αυτή τη στρατευμένη αριστερή ιδεολογικά αντίληψη. Σε αυτές τις ταινίες, επειδή η ψυχή μου δεν είχε βρει ακόμη τον δρόμο της, ακολούθησα μιμητικά τις μόδες και δεν έχουν καμία ιδιαίτερη αξία, απλά είναι η προϊστορία μου.

Παντρεύτηκα και πήγα μαζί με τη γυναίκα μου στο Παρίσι για σπουδές κινηματογράφου. Η γυναίκα μου η Ελένη ήταν ένας άγγελος. Ήταν το πρόσωπο, δεν ήμουν εγώ και δεν έκανα τίποτα που δεν το ξεκινούσε και δεν το τελείωνε εκείνη. Θεωρώ ότι και η παραμονή μου στη Γαλλία με ωφέλησε πάρα πολύ, εκεί έκανα τα καλύτερά μου διαβάσματα, από το 1972 έως το 1975. Ωστόσο δεν θέλησα να αφομοιωθώ από τη γαλλική κουλτούρα, αντιστάθηκα πολύ. Έβλεπα ταινίες, διάβαζα Ελύτη, Παπαδιαμάντη, Σεφέρη, Καζαντζάκη, Μακρυγιάννη και άλλους και σχεδόν κάθε βράδυ έκλαιγα. Στη Γαλλία κατάλαβα πόσο σημαντική είναι η Ελλάδα, άρχισα να βλέπω το «μη ορατό στρώμα», τον τόπο των αρχαίων φιλοσόφων μας. Ως δημιουργός πρέπει να καταφεύγεις στις δικές σου ρίζες για να αναπτυχθείς και συγχρόνως να γνωρίζεις τον κόσμο ώστε να γίνει ένας γόνιμος διάλογος. Έτσι, όταν επέστρεψα στην Ελλάδα είπα ότι πρέπει να τελειώσω με την αριστερά, με την πολιτική, με τα ξενόφερτα πράγματα και να βρω τον δικό μου βηματισμό.

Δεν πρέπει να κάνεις ταινίες για να γίνεις διάσημος αλλά για να μπορείς να αποδώσεις το έργο όσο πιο ανιδιοτελώς γίνεται, να το χαρίσεις στον κόσμο

» Όταν ήμουν παιδί συνέβησαν πράγματα που κατανόησα αργότερα. Ο μεγάλος μας ποιητής, ο Γιώργος Σεφέρης, λέει όλα είναι ζήτημα φωτός, η ποίηση «μιλάει» με μυστικό τρόπο και εμείς πρέπει να την αποκωδικοποιήσουμε. Η τέχνη αναμετριέται μόνο με τον χρόνο, ο πολιτισμός είναι καταδικασμένος να συνομιλήσει με το φως γιατί μόνο έτσι εξυψώνεται. Στις ταινίες μου υπάρχουν αυτές οι σκέψεις, σαν «μυστικά». Αν δεν είσαι υποψιασμένος, δεν καταλαβαίνεις. Εγώ δεν κάνω βιογραφίες, κάνω τη διαδρομή της ψυχής των ηρώων, σαν κρυφά ποιήματα που λέει ο Σεφέρης. Μέσα βάζω αυτά που έχω διαισθανθεί κι όταν ο θεατής είναι σε θέση να τα αναζητήσει και να τα βρει, το έργο μπορεί να γίνει διαχρονικό. Θεωρώ τον σκηνοθέτη ένα διάμεσο σε αυτά που συμβαίνουν και, αν έχεις καλλιεργήσει τον ανώτερο εαυτό σου, μπορείς να τα ερμηνεύεις. Δεν πρέπει να κάνεις ταινίες για να γίνεις διάσημος αλλά για να μπορείς να αποδώσεις το έργο όσο πιο ανιδιοτελώς γίνεται, να το χαρίσεις στον κόσμο. Το κλειδί είναι να έχεις ανοίξει την πόρτα της αγάπης. Γι' αυτό όταν δίδασκα από το πανεπιστήμιο ως τις Σχολές κινηματογράφου και υποκριτικής ποτέ δεν πληρωνόμουν, θεωρούσα  ότι αυτή η γνώση είναι μία δωρεά και πρέπει να τη χαρίσεις στους άλλους. Είμαι πάμφτωχος γιατί αντί να παίρνω τα χρήματα της αμοιβής μου από τις ταινίες, τα δίνω για να εμπλουτιστούν περισσότερο.

» Την εποχή που έκανα τον Καβάφη ήθελα να βγω από τα σύνορά μας, να απευθύνω στο κοινό του εξωτερικού. Αποκαλώ μάλιστα αυτή την ταινία «Δούρειο Ίππο». Ο Καβάφης πήγε σε φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, παιζόταν δώδεκα συνεχή χρόνια στον κινηματογράφο Ακατόνε στο Παρίσι. Πήρα από την ποίησή του εκείνους τους στίχους που κατά τη γνώμη μου οδηγούν στο καθάριο ελληνικό φως. Το ίδιο έκανα και στη σχέση των δύο ανθρώπων του Greco και του ιεροεξεταστή, όπως και στο «O Θεός αγαπάει το χαβιάρι», στη σχέση του Λεφεντάριο με τον Βαρβάκη. Η ταινία του Καβάφη τελειώνει εκεί που αρχίζει, στο Λονδίνο όπου βρίσκεται ο ποιητής για διάλεξη και μεταφέρει το μεγαλείο του ελληνικού φωτός.

» Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννήθηκε στην Κρήτη το 1541 και πέθανε στο Τολέδο της Ισπανίας το 1614. Μέσα από την ταινία ο ήρωας, που συμβολίζει τη συνείδηση, ολοκληρώνει το ταξίδι του από το σκοτάδι στο φως βιώνοντας μία αληθινή μίμηση του Χριστού. Στον Greco ο Τιτσιάνο πλησιάζει τον μαθητή του, τον Θεοτοκόπουλο, και του δείχνει τον ελληνικό μύθο που έχει ζωγραφίσει για μία παραγγελία από την Ισπανία. Ο Δομήνικος τον ρωτάει «γιατί νομίζεις ότι ο Τίτος βασανίζονταν έτσι;» κι εκείνος του απαντά με σοβαρό στοχαστικό ύφος «αιτία είναι ότι κοίταξε τους θεούς κατάματα κι είδε πάρα πολλά σαν εμένα και σαν εσένα. Οι άνθρωποι ζητάνε την αλήθεια, αλλά μην τους τα δείχνεις όλα, γιατί δεν θα στο συγχωρήσουν ποτέ». Μέσα στο έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου υπήρχε φως και προσπαθήσαμε να το κάνουμε αυτό υπόθεση των άλλων, να φωτίσουμε τον δρόμο που οδηγεί προς το αόρατο οροπέδιο της συλλογικής μνήμης, όπου είναι συγκεντρωμένη όλη χρήσιμη γνώση για την ανθρώπινη ψυχή.

» Στον Καβάφη κάναμε γυρίσματα σε μία περιοχή κακόφημη σαν τη Τρούμπα, όπου σύχναζε εκεί για ερωτικούς λόγους, που ήταν κάπως σαν γκέτο όπου με απέτρεψαν αρχικά από το να πάω, μήπως μπλέξω σε απρόοπτες ιστορίες. Πήγα παρ' όλα αυτά και χρησιμοποίησα κομπάρσους από εκεί. Όταν τελείωσε το γύρισμα έπρεπε ο διευθυντής παραγωγής να τους πληρώσει. Κρατούσε ένα πάκο δολάρια κι όλοι του όρμησαν τότε. Η αστυνομία μάς προστάτεψε αλλά εκεί που έκαναν ουσιαστικά όλοι πίσω ήταν όταν κάποια φωνή ακούστηκε να λέει «είναι Ούναν, αφήστε τους», εννοούσε ότι ήμασταν Έλληνες. Αυτή είναι η δύναμη της φυλής μας, η λέξη Έλληνες λειτούργησε στο πλήθος σαν μαγική λέξη.

» Αυτοί που σχολιάζουν τις ταινίες δεν μπορούν να κρίνουν ένα έργο σε σχέση με τη βασική του αρχή που είναι η διάρκεια. Όπως έκαναν οι κριτικοί όταν βγήκε ο πολίτης Κέιν. Λυπάμαι τους κριτικούς γιατί, αντί να πάρουν χαρά από ένα έργο τέχνης ψάχνουν να βρουν τα ελαττώματα, χάνουν τη ζωή τους στο να βλασφημούν ενάντια στα έργα των άλλων, άχρηστη είναι η δουλειά τους. Δεν είναι σωστό να οδηγούν οι κριτικοί το κοινό. Υπάρχουν φατρίες, άγρια πράγματα, οικονομικά κίνητρα, ας μην καθοδηγούν μέσα από τα ποταπά κίνητρα.

» Με τον Δήμο Αβδελιώδη διατηρούμε μία αδελφική φιλία, κάνουμε το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο. Ο Δήμος, ο οποίος είναι από τους καλύτερους σκηνοθέτες μας, όταν θέλησε να πάει «Το Δέντρο που Πληγώναμε» σε φεστιβάλ, τον κόψανε. Η Ακαδημία Ελληνικών Βραβείων Τέχνης καθιέρωσε από φέτος ένα βιβλίο κινηματογράφου που το ονομάζει Ελένη Σμαραγδή προς τιμήν της γυναίκας μου που έφυγε και δόθηκε στον Αβδελιώδη. Ο Δημήτρης Μουζακίτης, πρόεδρος επί σαράντα χρόνια, βραβεύει χωρίς σκοπιμότητες γιατί είναι ένας άνθρωπος εξαιρετικά ταπεινός.

» Όταν έρχονται ηθοποιοί για οντισιόν μπορείς να αισθανθείς αμέσως αν είναι ή αν δεν είναι οι κατάλληλοι, το καταλαβαίνεις από την αύρα τους. Ο Άγγλος ηθοποιός Νικ Άσντον που έπαιξε τον Greco, ήταν τότε τελειόφοιτος δραματικής Σχολής και δεν είχε ξαναπαίξει στο σινεμά. Με τον Greco όμως ήταν λες και γεννήθηκε για να παίξει αυτόν τον ρόλο. Μετά το δοκιμαστικό έκανε μία πλήρη ανάλυση του ρόλου και του σεναρίου σαν να το είχε στα χέρια του δέκα χρόνια. Όταν πήγε να φύγει είπε σε ένα φίλο μου που τον συνόδευσε στην πόρτα "Κάνε ό,τι μπορείς για να παίξω, είμαι γεννημένος για αυτόν τον ρόλο". Και εμείς είχαμε αυτή την αίσθηση, πριν τον δω στην παράσταση που έπαιζε τότε στην Αγγλία είπα χαρακτηριστικά στη γυναίκα μου "Αν πει όχι δεν υπάρχει άλλος ηθοποιός για αυτόν τον ρόλο. Αυτός είναι ο ηθοποιός, το ξέρω".

» Έτσι έγινε και με τον Σωτήρη Μουστάκα που φυτεύτηκε στο μυαλό μου και μάλιστα με ένα τρόπο πολύ παράξενο. Ήμουν στο Ηράκλειο της Κρήτης, από όπου κατάγομαι, και περπατούσα έξω από μία τράπεζα στον κεντρικό δρόμο του Ηρακλείου όταν μου ήρθε ότι ο Σωτήρης θα παίξει. Ήμασταν φίλοι, όχι στενοί, αλλά βλεπόμαστε πού και πού, αγαπούσε ο ένας τον άλλον. Τον έλεγα Woody Allen και με έλεγε Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Όταν τον πήρα τηλέφωνο πήγαινε στη Βόρεια Ελλάδα για μία θεατρική παράσταση. Θέλω να παίξεις στην ταινία του Γκρέκο τον Τιτσιάνο, "ποιον; και τι σχέση έχω εγώ με αυτόν;", λέει. Ίδιος είσαι του λέω και για να βεβαιωθείς μπες σε ένα βιβλιοπωλείο στη Λάρισα, σίγουρα θα έχουν ένα βιβλίο με έργα του. Σε ένα τέταρτο με παίρνει και μου λέει "όντως του μοιάζω!". Και με τον Στάθη Ψάλτη έτσι έγινε κι ευτυχώς γιατί το άφησε ως ένα τελευταίο πολύτιμο ίχνος. Υπάρχει μία περίεργη σχέση του Σωτήρη και του Στάθη με εμένα. Ήταν και οι δύο κωμικοί ηθοποιοί και έπαιξαν δραματικούς ρόλους. Ήρθαν εδώ και οι δύο Σεπτέμβριο, ήταν 66 χρόνων και οι δύο είχαν καρκίνο και δεν μου το είπαν, έγιναν τα γυρίσματα, δεν πρόφτασαν να δουν την ταινία και οι δύο δεν θέλησαν να πληρωθούν.

» Όταν ήρθε ο Στάθης Ψάλτης του είπα να βάλεις την ψυχή σου και μου είπε «μα για αυτό ήρθα εδώ, Γιάννη!» Το εννοούσε απόλυτα γιατί ήξερε ότι έχει καρκίνο και θα είναι ο τελευταίος του ρόλος. Όταν η γραμματέας μου τον γύριζε στο σπίτι, στο αυτοκίνητο της λέει κάποια στιγμή «ο Σμαραγδής είναι απόστολος». Αργότερα κατάλαβα γιατί το είπε. Όταν υποψιάστηκα ότι θα φύγει και δεν θα δει τη σκηνή του, την έκανα dvd και του την έστειλα, ήταν τρεις μέρες πριν πεθάνει, δεν έβγαζε πικρία ότι φεύγει ενώ είχε πλήρη συναίσθηση της κατάστασης. «Την είδες την ερμηνεία σου;» τον ρώτησα. «Αμ δεν είδα!», μου λέει, «πώς με έκανες έτσι αψηλό;» «Στάθη, η ψυχή σου είναι έτσι, ψηλή» του λέω. Δάκρυσε και είπε στην κόρη του «να πας να τη δεις αυτή την ταινία, θα είσαι πολύ περήφανη για τον πατέρα σου». Μετά από δύο μέρες έφυγε και η οικογένειά του αποφάσισε να τον αποχαιρετήσει και μου ζήτησε να μιλήσω, πράγμα που θεώρησα ύψιστη τιμή.

» Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου με έβαλε στη διαδικασία αμέσως μετά τον Καβάφη να αρχίσω να σκέφτομαι τον Γκρέκο. Το ενδιαφέρον είναι ότι σπάνια έγραφε μουσική για τον κινηματογράφο, είχε γράψει κάποια αριστουργηματικά soundtrack αλλά δεν ήταν κάτι που έκανε συνήθως. Σε περιπτώσεις που αφορούν την προβολή του ελληνικού πνεύματος δεν έπαιρνε χρήματα ο Παπαθανασίου, το ίδιο έκανα και εγώ με άλλους τρόπους, όπως το Πάντειο Πανεπιστήμιο που έδινα διαλέξεις χωρίς να αμείβομαι. Στην πραγματικότητα ο Ελ Γκρέκο ξαναφτιάχτηκε στο μοντάζ με οδηγό τη μουσική του Βαγγέλη και αυτό υπήρξε μία συνειδητή πορεία που στεφανώνει η απόλυτη ανιδιοτέλεια. Ήμασταν κολλητοί, σαν δύο αδελφές ψυχές που προχωρούσαν μαζί. Ο Βαγγέλης ήταν ένα τεράστιο μέγεθος. Τη μουσική στον Γκρέκο την έγραψε με μία ανάσα και το έκανε αφιλοκερδώς, δεν πληρώθηκε ποτέ. Με φώναξε κάποια στιγμή και μου είπε «έλα να την ακούσεις, ό,τι δεν σου αρέσει να μου το πεις να το διορθώσουμε». Όταν τελείωσε, βλέποντας ότι έκλαιγα, κατάλαβε. Ο Βαγγέλης μπήκε στη βιομηχανία του κινηματογράφου πολύ νέος, τα χρήματα ήρθαν γρήγορα, αλλά αυτός αντί να ασχοληθεί με το πώς θα τα κρατήσει, ασχολήθηκε πώς να κάνει ανθρώπους ευτυχισμένους. Είχε έναν κατάλογο με ανθρώπους που συντηρούσε, έστελνε χρήματα από δω και από κει χωρίς να το μάθουν ποτέ. Ήταν αυτός που οργάνωσε την εκδήλωση για να βραβεύσει τον Κώστα Χατζηχρήστο, επειδή στις σκοτεινές του στιγμές τον έκανε να γελάει, χωρίς να το μάθει ποτέ ο ίδιος. «Θα πεθάνει και δεν θα έχει βραβευτεί» μου είπε. «Της κακομοίρας», αυτή την ταινία θυμάμαι ότι την έβλεπε όταν ήταν στις σκοτεινές του στιγμές. Και γελούσε. Του χρωστούσε αυτό το δώρο του γέλιου που πρόσφερε στους ανθρώπους ο Χατζηχρήστος.

» Η ελληνικότητα στον κινηματογράφο είναι διαφορετική ανάλογα με τον σκηνοθέτη. Ο Λάνθιμος, ο οποίος είναι ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης και υπήρξε μαθητής μου, τη βλέπει διαφορετικά από ό,τι ο Κούνδουρος που αναδεικνύει τηn πνευματικότητα και ερωτικότητα του σώματος, ή ο Κακογιάννης με το ντοκιμαντέρ του Αττίλα που ενεργεί ως Ακρίτας του Ελληνισμού. Δίπλα σε αυτούς τους σκηνοθέτες, που μπορείς να αγαπήσεις τον οικουμενισμό τους, υπάρχει και μία άλλη πλευρά του ελληνικού κινηματογράφου που δεν είναι η οικουμενική του διάσταση αλλά η καλοσύνη. Εννοώ τις κωμωδίες της περιόδου του Σακελλαρίου.

» Την πλήρη αληθινή εικόνα των σπουδαίων προσωπικοτήτων που έχουν απασχολήσει τις ταινίες μου αποκαλύπτει με τη θαυμαστή, προικισμένη του γραφή ο Μίμης Τσακωνιάτης χρησιμοποιώντας τες ως βατήρα. Σε ένα σπουδαίο συγγραφικό έργο ζωής για το οποίο του οφείλω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ.

» Η ταινία για τον Καποδίστρια έχει περάσει διάφορες φάσεις, προσπαθούμε να την κάνουμε εδώ και έξι χρόνια. Ήταν μόλις τελείωσα τον Καζαντζάκη που αρχίσαμε. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι είναι μία ταινία ασπίδα και ξίφος μαζί όπως ο Καποδίστριας. Αυτοί που τον δολοφόνησαν δεν κατάλαβαν ποτέ γιατί ο κόσμος τον αγαπούσε. Ήταν σαν Άγιος, ζούσε μόνο για τους άλλους, ως χειρουργός άσκησε το λειτούργημα του γιατρού χωρίς να πάρει ποτέ αμοιβή και τα έργα που έκανε ήταν αποκλειστικά προσφοράς, δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του. Ακόμα και την αγάπη θυσίασε για το καθήκον, τον ένοιαζε μόνο πώς θα ελευθερωθεί η Ελλάδα, ήρθε κι ας τον είχαν προειδοποιήσει ότι θα τον δολοφονήσουν. Είχε μία αγαθή ψυχή η οποία εμπεριείχε όλες τις μεγάλες αξίες του Ελληνισμού, για αυτό και τον λάτρευε ο απλός λαός. Θα κάνουμε γυρίσματα στο Ναύπλιο, τη Κέρκυρα, την Ύδρα, το Σούνιο, τη Μάνη και μετά έχουμε γυρίσματα στο εξωτερικό. Οι Ρώσοι μάς δίνουν πολλά χρήματα αλλά δεν δεχόμαστε. Θα το έκανα εάν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως γέφυρα, και εξάλλου η γενικότερη πολιτική της Ευρώπης είναι διαφορετική, οπότε θα κάνω τα γυρίσματα στη Ρουμανία. Καλοί Έλληνες υπάρχουν και τα χρήματα που λείπουν θα τα βάλουν, γιατί καταλαβαίνουν ότι είναι χρήσιμο να γίνονται έργα σαν αυτά. Η μόνη μου αγωνία είναι άμα φύγω εγώ, ποιος θα την κάνει.

Ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας «Καποδίστριας» του Γιάννη Σμαραγδή

Ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας «Καποδίστριας», ένα όνειρο ζωής για τον Γιάννη Σμαραγδή. Την περασμένη εβδομάδα ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα του πρώτου μέρους στο Μοναστήρι της Καισαριανής και σε ελληνικά τοπία. Η ταινία «Καποδίστριας» είναι η αληθινή ιστορία του Έλληνα οραματιστή - πολιτικού και πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς.

Ορμώμενος από την Κέρκυρα στις αρχές του 19ου αιώνα ο Ιωάννης Καποδίστριας διέπρεψε ως ευρωπαίος διπλωμάτης, συνέβαλε στην ανεξαρτησία της Ελβετίας και της Ελλάδος, αλλά και στην διάσωση της Γαλλίας από τον διαμελισμό της μετά την ήττα του Ναπολέοντα.

Οι οικουμενικές και ελληνόστροφες ιδέες του Καποδίστρια θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τον αντιδραστικό και δαιμόνιο Καγκελάριο της Αυστρίας τον Μέτερνιχ. Ανυποχώρητος στις αξίες του, αντιμετωπίζει με στωικότητα τις διώξεις, τόσο στην Ευρώπη όσο και μετέπειτα στην Ελλάδα, θυσιάζοντας ακόμη και τον μεγάλο έρωτα της ζωής του για την Ρωξάνδρα Στούρτζα.  

Όταν η Ελλάδα αποκτά την ελευθερία της, ο Καποδίστριας καλείται να αναλάβει πρώτος κυβερνήτης. Παρότι διαισθάνεται ότι θα δολοφονηθεί, θυσιάζεται υπηρετώντας με πίστη και αφοσίωση την πατρίδα του. Η ζωή του Ιωάννη Καποδίστρια είναι μια ιστορία αγάπης, πίστης και αγώνα ενός οραματιστή δημοκράτη σε συντηρητικούς καιρούς, πληρώνοντας με τη ζωή του την αγάπη του για την πατρίδα. 

Τα γυρίσματα της ταινίας «Καποδίστριας» και οι πρωταγωνιστές

Μέχρι στιγμής έχουν γυριστεί 20 λεπτά από τα συνολικά 120 λεπτά του έργου. Ο προϋπολογισμός της ταινίας ξεπερνά τα 7 εκατ. ευρώ και τα κυρίως γυρίσματα έχουν προγραμματιστεί στην Αθήνα, στο Ναύπλιο, στην Κέρκυρα, Αίγινα και Πόρο. Επίσης, θα γίνουν γυρίσματα στην Αυστρία, στην Ελβετία και στη Ρουμανία. Μετά την ολοκλήρωση του έργου έχει ήδη προγραμματιστεί για το φθινόπωρο του 2024 να γίνει πρεμιέρα στο ΜΟΜΙ (Museum of the Moving Image) στη Νέα Υόρκη.

Στην ταινία, τον ρόλο του Ιωάννη Καποδίστρια υποδύεται ο Αντώνης Μυριαγκός. Το σενάριο και η σκηνοθεσία είναι του Γιάννη Σμαραγδή, διευθυντής φωτογραφίας είναι ο Άρης Σταύρου, συνθέτης ο Μίνως Μάτσας, ενδυματολόγος ο Μιχάλης Σδούγκος και μοντέζ η Στέλλα Φιλιπποπούλου.

Επίσης, στην ταινία εκτός του Αντώνη Μυριαγκού στον ρόλο του Ιωάννη Καποδίστρια συμμετέχουν οι Έλληνες ηθοποιοί: Κολοκοτρώνης – Μάξιμος Μουμούρης, Νικόδημος – Νικορέστης Χανιωτάκης, Κουντουριώτης – Παύλος Κοντογιαννίδης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης – Μιχάλης Ιατρόπουλος, Πρωθυπουργός Σπηλιάδης – Τάσος Χαλκιάς, Μαυροκορδάτος – Νίκος Καρδώνης, Γεώργιος Μαυρομιχάλης – Γιώργος Φλωράτος, Μάντης Έλενος – Τάσος Παλαντζίδης, Αλέξανδρος Υψηλάντης – Γιάννης Σύριος, Ζαΐμης – Νίκος Νικολάου, Γεώργιος Σταύρου – Δημήτρης Μαύρος, Μαντώ Μαυρογένους – Μαίρη Βιδάλη, Βοσκός – Πάνος Σκουρολιάκος, Μέισον – Nick Ashdon, Charlotte de Sor – Έφη Ροδίτη, και ως Άϋλη Μορφή – τιμητικά η Ναταλία Καποδίστρια

Στην ταινία θα συμμετάσχουν, επίσης, διακεκριμένοι ξένοι ηθοποιοί τα ονόματα των οποίων θα ανακοινωθούν σύντομα. Η ταινία θα είναι αφιερωμένη στην εσαεί παρούσα Ελένη Σμαραγδή, στον ανεξίτηλο Βαγγέλη Παπαθανασίου, στον Νίκο Μούγιαρη, στη Νίκη Σταύρου και στη Ναταλία Καποδίστρια.