Κινηματογραφος

Περικλής Χούρσογλου: «Όλες οι ταινίες μου βασίζονται σε πράγματα που έχω ζήσει»

Μιλήσαμε με τον γνωστό σκηνοθέτη για το ΑΠΘ και την ταινία του «Εξέλιξη»

Γιώργος Δήμος
ΤΕΥΧΟΣ 906
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Περικλής Χούρσογλου: Ο σκηνοθέτης μιλάει στην Athens Voice για τη νέα του ταινία «Εξέλιξη», το ΑΠΘ, το σινεμά και τη ζωή.

Συναντιόμαστε με τον Περικλή Χούρσογλου στο ζαχαροπλαστείο Désiré στο Κολωνάκι, όπου μου λέει πως έχει γυριστεί και μια σκηνή από την ταινία του, «Μάτια από νύχτα». Είναι ένα ηλιόλουστο πρωινό και το ζαχαροπλαστείο έχει μικρή κίνηση. Ο σκηνοθέτης φτάνει με το μηχανάκι του, σαν να έχει ξεκλέψει λίγες ώρες από την πολυάσχολη μέρα του για να μιλήσει για τη νέα του ταινία «Εξέλιξη», που παίζεται ακόμα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.

Ο Χούρσογλου είναι γνωστός για τις λίγες αριθμητικά αλλά σημαντικές στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ταινίες του, που συμπεριλαμβάνουν τον «Λευτέρη Δημακόπουλο» (1993), τον «Κύριο με τα γκρι» (1997), το «Μάτια από νύχτα» (2003) και τον «Διαχειριστή» (2009). Επίσης, έχει δουλέψει για το θέατρο και την τηλεόραση. Η άλλη, βέβαια, ιδιότητά του, που τον έχει σημαδέψει, είναι αυτή του Καθηγητή στο Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από όπου «αφυπηρέτησε» φέτος, ύστερα από 19 χρόνια.

Η ταινία «Εξέλιξη», με πρωταγωνιστή τον Αλέξανδρο Λογοθέτη στον ρόλο του Νίκου, ενός Καθηγητή Σκηνοθεσίας στο Α.Π.Θ., και τον Βασίλη Κολοβό στον ρόλο του ηλικιωμένου πατέρα του, έχει ημιαυτοβιογραφικό χαρακτήρα και δανείζεται πολλά στοιχεία από την εμπειρία του Χούρσογλου στο Πανεπιστήμιο το 2012, την εποχή δηλαδή της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα.

Η νέα σας ταινία, «Εξέλιξη», όπως και ο «Λευτέρης Δημακόπουλος» και ο «Διαχειριστής» έχουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Ο Φελίνι είχε πει κάποτε πως «Η τέχνη είναι απαραίτητα αυτοβιογραφική: το μαργαριτάρι είναι η αυτοβιογραφία του στρειδιού». Συμφωνείτε με τη σημασία αυτού του αποφθέγματος;

Όλες οι ταινίες μου –πέντε έχω κάνει– βασίζονται σε πράγματα που έχω ζήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάνω ένα ντοκιμαντέρ του εαυτού μου, ούτε ότι κάνω ψυχανάλυση. Συνθέτω γεγονότα που έχω ζήσει, συναισθήματα που έχω αισθανθεί, και φτιάχνω μια ιστορία. Ένα από τα καλύτερα σχόλια που έχω εισπράξει για ταινία μου ήτανε από κάποιον, δεν θυμάμαι ποιος ήτανε, που είχε γράψει: «Είναι τόοοοσο αυτοβιογραφικός ο Χούρσογλου όσο ο καθένας μας».

Είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο για έναν καλλιτέχνη να πει τη δική του ιστορία, από ό,τι να ασχοληθεί με τη μυθοπλασία;

Μυθοπλασία είναι η ταινία, δεν είναι σινεμά-ντοκιμαντέρ. Η πρώτη ιδέα για αυτή την ταινία μου ήρθε το 2012, όταν έπαιρνα το τρένο και έφτανα στη Θεσσαλονίκη 6  το πρωί και είχα μάθημα στις 9 ή στη 1. Πήγαινα σε ένα καφέ και έγραφα πράγματα που είχαν συμβεί, σαν μικρά διηγήματα. Αυτός ήταν ο πρώτος σπόρος. Η ταινία έγινε το 2022, μέσα σε δέκα χρόνια το σενάριο άλλαζε ξανά και ξανά. Ακόμα και όταν δεν ήταν μεγάλες, ήταν ουσιαστικές αλλαγές. Ναι, υπήρχαν γεγονότα,  συναισθήματα, αλλά τα επεξεργαζόμουν. Τα έβαζα αλλιώς. Στην αρχή δεν ήταν μια ιστορία με τον πατέρα και τον γιο. Ήταν μόνο ο γιος που πήγαινε να κάνει το μάθημα. Μετά σκέφτηκα να μπει ο πατέρας. Μετά σκέφτηκα ο πατέρας να είναι μια ιστορία στο μυαλό του Νίκου, να μην υπάρχει στην πραγματικότητα. Μετά σκέφτηκα πράγματα που έχω ακούσει από τον πατέρα μου και τα είχα βάλει σαν ένα ξεχωριστό κομμάτι στην ταινία. Μετά σκέφτηκα πράγματα που ήταν πολύ σημαντικά στη σχέση του με τον πατέρα του, να μπούνε και να τα κάνει μάθημα με τους φοιτητές. Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει.

Πότε πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με το σινεμά; Πώς διαμόρφωσε το κινηματογραφικό σας ύφος η σχέση σας με τον Παντελή Βούλγαρη;

Οι πρώτες μου σπουδές ήταν στα Μαθηματικά – είχα στο μυαλό μου τελειώνοντας να πάω στη Δραματική Σχολή του Κουν. Όχι για να γίνω ηθοποιός αλλά ως παρατηρητής. Μπήκα στο Μαθηματικό και έτυχε να συγκατοικήσω με ένα παιδί που αγαπούσε πολύ το σινεμά και με έσπρωξε προς αυτή την κατεύθυνση. Το δεύτερο χρόνο πήρα μεταγραφή στην Αθήνα προκειμένου να πάω στη Σχολή Σταυράκου, τη μόνη σχολή σινεμά που υπήρχε. Θα γινόμουνα καθηγητής Μαθηματικών, μου άρεσε αυτά που ήξερα να τα μεταφέρω. Και είχα και έναν ιδεαλισμό ως προς αυτό. Έλεγα: «Μαθηματικός θα γίνω, αλλά για να δούμε πώς είναι το σινεμά». Τη μέρα που πρωτοπήγα, η πρώτη φωνή που άκουσα ήταν του Βούλγαρη. Ομολογώ ότι αμέσως μου άρεσε. Διαλέγουμε τους δασκάλους, κάποιους που οι ψυχές μας κάπως «ταιριάζουν», μπορούν και «συνομιλούνε». Γιατί έχω δουλέψει και με άλλους σκηνοθέτες ως βοηθός, αλλά με τον Παντελή έμεινα.

Γύρισμα στον σταθμό Λαρίσης, το ταξίδι ξεκινά. Αλέξανδρος Σμαραγδής (βοηθός κάμερας), Περικλής Χούρσογλου (σκηνοθέτης), Γιώργος Αργυροηλιόπουλος (διεύθυνση φωτογραφίας)

Υπάρχουν άλλες κινηματογραφικές επιρροές που ξεχωρίζετε; Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας σκηνοθέτες;

Είχα την τύχη να δουλέψω με τον Γιώργο Πανουσόπουλο σε δύο ταινίες, στην πρώτη και στη δεύτερη, το «Ταξίδι του μέλιτος» και τους «Απέναντι». Επίσης, σε ένα σίριαλ που λεγότανε «Πατούχας» που σκηνοθετούσε ο Δαμιανός, ο οποίος ήταν πολύ ισχυρή προσωπικότητα, σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης. Έφερε αυτόν τον κόσμο, τον ελληνικό, που πατάει σε πολύ ισχυρούς λογοτέχνες, τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη, και μου τον έδειξε με κάποιον τρόπο. Δουλεύοντας ως βοηθός, ακόμη και πράγματα που ένιωθα ότι είναι λάθος με βοηθούσαν να σκεφτώ πώς εγώ θα το έκανα αυτό.

Εντάξει, υπάρχουν οι μετρ που είναι ο Φελίνι, ο Κουροσάβα, ο Μπέργκμαν, ο Μιζογκούτσι, οι μεγάλοι. Επίσης, υπάρχουν οι πιο «χαμηλοί», ίσως, σκηνοθέτες, που αγαπώ πολύ, όπως ο Τρυφώ, ο Μπερτράν Ταβερνιέ. Μου αρέσει πολύ ο Μάικ Λι, ο Κεν Λόουτς, ο Καζάν, ο Μιχαλκόφ. Μ’ αρέσει επίσης πολύ ο Κισλόφσκι. Όταν λέω μου αρέσει, δεν σημαίνει ότι μου αρέσει όλο το έργο. Πολλές φορές από κάποιους σκηνοθέτες μου αρέσει μια ταινία. Μ’ αρέσει πάρα πολύ και ο Τζον Χιούστον, δυο ταινίες που δεν είναι από τις πιο διάσημες – η τελευταία του, «Οι νεκροί», και επίσης μία του 1972, το «Fat City», με μποξ. Μάλιστα σε ένα μάθημα αντιπαρέβαλα αυτή την ταινία με το «Raging Bull». Η μία μιλάει για τον κόσμο των «top boxer» και η άλλη για αυτούς που είναι στην Πτολεμαΐδα και πάνε, ας πούμε, στην Άρτα να παίξουν μποξ και να πάρουν 100 ευρώ, αν νικήσουνε.

Έχετε κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα στην καριέρα σας, από κινηματογραφικές ταινίες μέχρι τηλεόραση, αλλά και θέατρο. Στο φόντο, βέβαια, υπάρχει πάντα και ο ρόλος του καθηγητή. Τι έχετε αποκομίσει από κάθε μία από αυτές τις εμπειρίες σας;

Αυτό που λέω στους φοιτητές είναι: «Μην αξιολογείτε τι κάνετε, ό,τι κάνετε να το κάνετε όσο γίνεται καλύτερα». Φέρνω το παράδειγμα ενός τσαγκάρη τον οποίο κάτι ρώτησα, αυτός κάρφωνε ένα παπούτσι και μου μιλούσε ταυτόχρονα. Δεν κοίταγε πού θα βάλει το καρφί ή πώς θα το χτυπήσει. Είχε τόσο πολύ «πάρει» το χέρι του και το μυαλό του, που δούλευε ενστικτωδώς. Ένα άλλο πράγμα που λέω στους φοιτητές είναι: «Το πού θα βάλετε τη μηχανή, να είναι κάτι που σας έρχεται αυτόματα. Τη δράση που γίνεται μπροστά σας, αμέσως να πείτε από εδώ θα ήθελα να τη δω». Η δουλειά του βοηθού με βοήθησε πολύ. Τώρα, τα ντοκιμαντέρ που έκανα για την τηλεόραση, μετά την πρώτη μικρού μήκους, ήταν σαν το «αγροτικό». Θέματα για το υπουργείο Γεωργίας, αλλά πώς θα τα κάνω ένα ποιοτικό θέμα; Από την αρχή ήξερα ότι θα κάνω μία ταινία, και αυτό με ενδιέφερε, αλλά θα την δούνε πόσοι άνθρωποι; Τηλεόραση βλέπουν ένα εκατομμύριο. Άρα μην το αντιλαμβάνεσαι σαν κάτι που «αφού ταινία δεν είναι, σκασίλα μας μεγάλη». Πρέπει να το κάνεις όσο γίνεται καλύτερα. Τα διαφημιστικά το ίδιο, αν και δεν ήμουνα καλός στα διαφημιστικά.

Στο θέατρο έκανα τρία πράγματα. Το ένα ήταν ένας μονόλογος, «Ο ουρανός κατακόκκινος» της Λούλας Αναγνωστάκη, με τη Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, που είναι και η σύζυγός μου. Επίσης, είχαμε κάνει ένα κείμενο του Μισέλ Φάις, με τον Γεράσιμο Σκιαραδέση και την Αλεξία Καλτσίκη. Το 2015 έκανα ένα έργο, τον «Κάτω Παρθενώνα» του Μηνά Βιντιάδη, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Αλλά δεν έχω δουλέψει πολύ για το θέατρο. Μ’ αρέσει να πηγαίνω, αγαπώ το θέατρο, που βλέπεις τους ηθοποιούς. Αν και τώρα πια το θέατρο έχει μετακινηθεί πάρα πολύ προς την εικόνα, το σκηνικό έχει πάρει πολύ μεγάλη σημασία. Οι σημερινοί σκηνοθέτες τα κλασικά κείμανα τα βλέπουν με ένα πολύ διαφορετικό βλέμμα. Αν μου πρότειναν έναν έργο μπορεί και να το έκανα.

Βέβαια, δεν πετάω στα σύννεφα. Όταν, ας πούμε, κάναμε τη σχολή Κινηματογράφου ήξερα πόσο χαμηλός ήταν ο προϋπολογισμός. Δεν έχω σπουδάσει σε ξένο σχολείο κινηματογράφου, αλλά περίπου ξέρω σε τι συνθήκες γίνεται το μάθημα.

Πείτε μας για το σχολή Κινηματογράφου.

Αυτή η σχολή ήταν να γίνει από το 1960. Δέησε να γίνει το 2004. Δεν θα πούμε δεν είναι έτσι μια σχολή, με αυτές τις συνθήκες, με αυτούς τους πολλούς φοιτητές – γιατί 70-80 παιδιά στο κάθε έτος είναι υπερβολικός αριθμός. Στο εξωτερικό στα τμήματα σκηνοθεσίας είναι 15. Κάποια στιγμή σε μια διάλεξη που είχε κάνει ο Αγγελόπουλος στο Γαλλικό Ινστιτούτο, κατά τη δεύτερη χρονιά λειτουργίας της, είχε πει: «Δεν είναι η Σχολή που ονειρευόμασταν». Και απάντησα, μέσα από κείμενο σε εφημερίδα: «Δεν ονειρεύομαι, κάνω μάθημα». Ή το κάνεις ή δεν το κάνεις. Από ιδέες και πλάνα έχω χορτάσει. Θα θέλαμε η Σχολή να έχει στούντιο. Δεν έχει, ήταν ένα παλιό καπνεργοστάσιο. Πώς μπορούμε να φέρουμε τρία τέσσερα φώτα; Η γιαγιά μου και οι αδερφές της πέθαναν, το ίδιο και η μάνα μου και ο θείος μου. Όλα τα έπιπλα, που δεν είχα και πού να τα βάλω, τα μετέφερα στο Τμήμα Κινηματογράφου. Το λέει και στην ταινία αυτό και είναι αλήθεια. Έτσι έχουμε ένα στοιχειώδες ντεκόρ και ένα στοιχειώδες βεστιάριο.

Έπειτα, είναι τελείως διαφορετικό να κάνουνε πρόβα ένας σκηνοθέτης με δύο ηθοποιούς, που να λέει εσύ σηκώνεσαι, πλένεις το πρόσωπό σου και παίρνεις την πετσέτα και σκουπίζεσαι. Δεν έχουμε ούτε βρύση, ούτε πετσέτα. Άρα τι κάνει ο ηθοποιός; Από το να βρει μια πετσέτα, μια πραγματική βρύση και να σκουπίσει πραγματικά τα χέρια του, έχει πολύ μεγάλη διαφορά να το προσομοιώσει. Γιατί ο ηθοποιός, μέσα από αυτό το ψέμα, έρχεται πολύ κοντά στο να περάσει αυτή την πορτούλα και να πάψει να λέγεται «Σπύρος Παπαδόπουλος», αλλά να γίνεται ο «Πέτρος», δηλαδή ο χαρακτήρας.

Από το πρώτο γύρισμα της ταινίας «Εξέλιξη» του Περικλή Χούρσογλου

Η «Εξέλιξη» είναι μόλις η πέμπτη κινηματογραφική σας ταινία μεγάλου μήκους, από το 1993 όταν ξεκινήσατε με τον «Λευτέρη Δημακόπουλο». Δουλεύετε συνήθως καιρό επάνω στο σενάριο πριν ξεκινήσετε ένα τέτοιο πρότζεκτ;

Το σενάριο της «Εξέλιξης» το δουλεύω 10 χρόνια. Ναι μεν τα δέκα χρόνια φαίνονται τεράστιο χρονικό διάστημα για να γράψεις ένα σενάριο, όμως κάθε μικρή αλλαγή μου έπαιρνε χρόνο. Τον «Λευτέρη Δημακόπουλο» τον έκανα εντελώς μόνος μου. Εδώ υπήρχε ένας συνεργάτης. Ο άνθρωπος που με βοήθησε στο σενάριο λέγεται Γιαν Φλάισερ. Εβραίος που γεννήθηκε στην Αγγλία και έζησε όλα τα χρόνια του στην Τσεχία και τα τελευταία 15 χρόνια πήγε και δίδαξε στο National Film School, στην Αγγλία. Ξεκινήσαμε σαν «tutor», ήμασταν συνεργάτες και τώρα πλέον είμαστε και πολύ φίλοι. Ο διάλογός μας στη διάρκεια αυτών των 12 χρόνων, έβγαλε αυτό το σενάριο. Αν σας δείξω το πρώτο ή το δεύτερο χέρι, έχει αλλάξει πολύ. Νομίζω ότι οι διαφορετικές αλλαγές αντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές ψυχικές κινήσεις. Το διαφορετικό πρίσμα που βλέπεις μια ιστορία είναι πολύ ουσιαστικό.

Στο έργο σας, έχετε μιλήσει για την εποχή της δικτατορίας. Τι θυμάστε από την περίοδο εκείνη και πώς θεωρείτε ότι επηρέασε τη μετέπειτα ελληνική κοινωνία;

Το κακό που έκανε η δικτατορία το πληρώνουμε από τη Μεταπολίτευση και ύστερα. Θυμάμαι στο Άμστερνταμ, όταν είχα επισκεφτεί το μεγάλο μουσείο το οποίο ξεκινάει με τα αριστουργήματα από το Μεσαίωνα και φτάνει μέχρι τον Ρέμπραντ και έπειτα, μου είχε κάνει εντύπωση ότι στους πίνακες, που είναι μία αντανάκλαση της ζωής, έβλεπα ότι από τον Θεό, τους Αγγέλους, την Παναγία σιγά σιγά περνούσες στους ανθρώπους και μετά σε πιο σύγχρονες εκδοχές, αποτυπωνόταν δηλαδή στους πίνακες η ομαλή μετάβαση από μια αντίληψη ζωής στην άλλη και αυτή η εξέλιξη δεν είχε διακοπεί. Νομίζω ότι στην Ελλάδα, δύο πολύ σημαντικά πράγματα της νεότερης ιστορίας, ο Εμφύλιος και η δικτατορία, διέκοψαν αυτή την εξέλιξη της κοινωνίας. Όταν γύρισα από το Άμστερνταμ, σκέφτηκα ότι γι’ αυτό ένα Γαλλάκι σηκώνει το χέρι του και λέει ό,τι μπούρδα θέλει, ενώ εγώ είχα μεγαλώσει με τον πατέρα μου να μου λέει: «Άκου, σιώπα. Μην εκτίθεσαι». Ζούσαμε από τους Τούρκους με έναν κατακτητή που δεν έπρεπε να τον προκαλέσουμε. Πήγε το πράγμα να αλλάξει, έγινε ο Εμφύλιος. Η μισή Ελλάδα πολεμούσε την άλλη μισή. Πάει να ξαναστρώσει το πράγμα, να μπούμε σε μια αστική δημοκρατία, να αλλάξει η τέχνη, η παιδεία, έρχεται η δικτατορία μας ξαναγυρνάει πίσω. Αν διαβάσεις εφημερίδες από το 1974, π.χ. την «Ελευθεροτυπία» που ήταν μία κεντρώα εφημερίδα, έχεις την εντύπωση ότι ζούσαμε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Η αντίδραση στη δικτατορία έφερε λοιπόν το ακριβώς ανάποδο. Όταν μπήκα το 1973 στο Πανεπιστήμιο, το 90% των φοιτητών ήταν από ΠΑΣΟΚ και πέρα. Μαοϊκοί, ΚΝΕ, Ρήγας Φεραίος. Το να είσαι δεξιός τότε δεν ήταν συντηρητικό, ήταν αστείο. Διακόπηκε, λοιπόν, βίαια η εξέλιξη της κοινωνίας και αυτές είναι οι επιπτώσεις.

Η «Εξέλιξη» λαμβάνει χώρα το 2012, μια εποχή κρίσης για την ελληνική οικονομία και όχι μόνο. Πώς βιώσατε αυτή την περίοδο ως καθηγητής του Τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ;

Σκεφτείτε ότι ειδικά το 2012, το Υπουργείο Παιδείας και το πανεπιστήμια δεν ανανέωσαν τις συμβάσεις στο βοηθητικό, το τεχνικό και το διδακτικό προσωπικό. Το 2012, χωρίς καθαρίστριες για δύο χρόνια, η σχολή είχε τα χάλια που βλέπετε. Από εκεί που ήμασταν 34 μείναμε 13 και οι φοιτητές από 300 γίναν 600. Σε αυτά τα 10 χρόνια δεν θυμάμαι μια φορά, είτε Χριστούγεννα είτε Πάσχα, που να μην έχω δουλέψει για το πανεπιστήμιο. Για να μπορέσω να ανταπεξέλθω στα μαθήματα Σκηνοθεσίας δούλευα πάρα πολύ. Και δεν το λέω ηρωικά, όλοι οι διδάσκοντες δουλεύαμε πολύ. Και ο καθένας είχε φιλότιμο να διδάξει όσο γίνεται καλύτερα το μάθημα.

Πώς βλέπετε την κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστήμια σχεδόν 12 χρόνια αργότερα;

Καταρχήν έχουμε καθαρίστρια, 2012 με 2014 κράτησε αυτό το πράγμα. Τον δεύτερο χρόνο λειτουργίας, το 2005-2006, είχαμε κάνει μια συνάντηση για όλους τους καθηγητές «Head of Studies», από διάφορα καλά σχολεία. Θυμάμαι μια Αγγλίδα που είχε έρθει από το National Film School και είχε πει «τους καρπούς των κόπων σας θα τους δείτε μετά από 10 χρόνια». Τώρα έχουν περάσει 20 χρόνια και η σχολή σε σχέση με αυτό που ήταν τότε δεν έχει καμία σχέση. Ξέρετε, η ποιότητα μιας σχολής δεν φαλινεται από το αν κάποιος ξεχωρίσει και πάει η ταινία του στις Κάννες και πάρει το πρώτο βραβείο. Η ποιότητα μιας σχολής είναι ο μέσος όρος. Δηλαδή, ένα ταλαντούχο παιδί που έχει γεννηθεί από την κοιλιά της μάνας του γνωρίζοντας πώς να κρατάει τη μηχανή, μπορεί και να μη χρειάζεται τη σχολή. Αυτό που είναι σημαντικό είναι να ανέβει ο μέσος όρος. Να υπάρχει ένα πρόγραμμα σπουδών, να υπάρχουν μαθήματα που το ένα να μην επικαλύπτει το άλλο... Επίσης, σκεφτείτε ότι είναι παιδιά που έρχονται από 12 χρόνια σχολείο που –λυπάμαι που το λέω–  πολλά έχουν μάθει να σιχαίνονται το μάθημα. Και ναι μεν έχουνε μπει σε ένα τμήμα καλλιτεχνικό γιατί θέλουν να εκφραστούν, αλλά μέσα στο τμήμα, όταν τους δίνεις μια άσκηση, αρκετά από αυτά αναπαράγουν τη «μαθητούδικη» νοοτροπία, είτε της αντιγραφής είτε να πάρουν έναν υψηλό βαθμό με το λιγότερο κόπο. Πάντως η σχολή, νιώθω τώρα, δεν έχει καμία σχέση, σαφώς προς το καλύτερο.

Όπως και ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ξεκινήσατε την τριτοβάθμια εκπαίδευσή από τον χώρο των θετικών επιστημών. Υπάρχουν στοιχεία στο έργο σας που μαρτυράνε αυτό το υπόβαθρο, όπως μια σύντομη σκηνή στην «Εξέλιξη», όπου μία άγνωστη στο τρένο υπολογίζει τις αποστάσεις που διανύει μέσα στη χρονιά ο πρωταγωνιστής, πηγαίνοντας Θεσσαλονίκη Αθήνα και το αντίστροφο, καταλήγοντας πως λίγο ακόμα και θα κάλυπτε μια απόσταση ίση με αυτή μεταξύ της Γης και της Σελήνης. Πάιζουν ρόλο τα μαθηματικά στη ζωή σας σήμερα;

Εγώ έχω κάνει 570 ταξίδια το λιγότερο! 19 χρόνια, 30 ταξίδια τον χρόνο. 15 το πρώτο εξάμηνο και 15 το δεύτερο. Άρα 19 επί 30, ίσον 570. Κάθε ταξίδι 1.000 χλμ., πεντακόσια να πάω και πεντακόσια να γυρίσω. Άρα έχω κάνει 570.000 χλμ. Η απόσταση από τη Γη στη Σελήνη είναι 374.000 χλμ. Έχω πάει στη Σελήνη, έχω γυρίσει, έχω κάνει τη μεγαλύτερη επιστροφή, αλλά δεν έχω φτάσει ακόμη στη Γη.

Πιάνω τον εαυτό μου να μετράει πόσα κάγκελα έχει εκεί απέναντι, κάτι που δεν μου χρησιμεύει πουθενά. Ή με τους αριθμούς: Μου αρέσει ο αριθμός 2, μ’ αρέσει ο αριθμός 9, δεν μου είναι πολύ φιλικός ο αριθμός 6 ή ο 11. Νομίζω πως αυτό που σπρώχνει ένα μικρό παιδί προς μια κατεύθυνση, έχει να κάνει με πολύ προσωπικά πράγματα. Και ναι μεν παράτησα τα Μαθηματικά, το πτυχίο το πήρα τελικά όταν χρειάστηκε για να γίνω καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Στις καλλιτεχνικές σχολές αντί για διδακτορικό μπορεί να έχεις διακεκριμένο έργο, οπότε αυτό το εξασφάλισα. Αλλά είναι σαν να έχεις διδακτορικό χωρίς να έχεις πρώτο πτυχίο. Οπότε δεν γίνεται, πρέπει να πάρεις ένα πτυχίο. Και είχα αφήσει το Μαθηματικό 30 χρόνια, από το 1977 μέχρι το 2007, και είχα πει δεν πρόκειται να το πάρω, δεν μου χρειάζεται. Παρά τις παροτρύνσεις.

Ο πατέρας μου, μια φορά όταν ήμουν ακόμα στο πρώτο έτος, είχε συναντήσει τον Παντελή Βούλγαρη και παρ’ ότι ήταν ένας άνθρωπος αρκετά διακριτικός και αξιοπρεπής, έμαθα ότι τον ρώτησε αν έχω ταλέντο. Με άφηνε να κάνω ό,τι θέλω, αλλά αν δεν είχα ταλέντο φοβόταν πως θα ταλαιπωριόμουν στη ζωή μου, αν αφιέρωνα ένα μεγάλο μέρος της στο σινεμά. Μου ’λέγαν, λοιπόν, «παρ’ το να το ’χεις», αλλά είχα πει ότι από τη στιγμή που κάνω μια μεγάλη αλλαγή, ή την κάνω ή δεν την κάνω. Δεν με ενδιέφερε να έχω μια καβάτζα. Γι’ αυτό το πήρα απόφαση το 1977 ότι τέρμα τα Μαθηματικά, γιατί όλο έλεγα θα κάνω και σινεμά, θα δουλέψω στην τηλεόραση, αλλά μαθηματικός θα γίνω, θα δουλέψω και σε ταινίες μεγάλου μήκους, αλλά μαθηματικός θα γίνω. Κάποια στιγμή είπα: «Τέρμα το κρυφτό. Όχι Μαθηματικά, μόνο σινεμά».

Πάντως και στο εξωτερικό βλέπεις τα βιογραφικά σκηνοθετών. Μπορεί να έχουν σπουδάσει Γεωλογία, Γεωγραφία... Μάλιστα, μεγάλα πανεπιστήμια προτιμούνε παιδιά που έρχονται από άλλες επιστήμες, ανθρώπους που φέρνουν άλλους κόσμους. Και τα Μαθηματικά φέρνουν έναν κόσμο που ακόμα, χωρίς να θυμάμαι πια τα ολοκληρώματα και τους παραγώγους ή τη διαφορετική γεωμετρία και τη μιγαδική ανάλυση, σαν τρόπος σκέψης με έχει καθορίσει.

H κινηματογραφική αφίσα που σχεδίασε ο Δημήτρης Χαντζόπουλος για την ταινία «Εξέλιξη» του Περικλή Χούρσογλου

Η ταινία αποτελεί όμως και έναν διαλογισμό στην απώλεια ενός γονέα και πώς αυτή διαμορφώνει τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή. Είναι ένα θέμα με το οποίο έχετε ασχοληθεί ξανά στον «Διαχειριστή». Πώς θα περιγράφατε, με λίγα λόγια, το αντίκτυπο μιας τέτοιας απώλειας;

Κοιτάξτε, η απώλεια μας κάνει να νιώθουμε διαφορετικά πράγματα γι’ αυτήν σε κάθε στάδιο της ζωής μας. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, αυτό που πιπίλαγα σαν καραμέλα ήταν ότι παραλίγο να μην πάω στην κηδεία. Καλός άνθρωπος ήτανε και εγώ καλό παιδί, αυτό που έλεγα ήταν ότι δεν αγαπιόμασταν. Με αυτό έζησα 11-12 χρόνια. Κάτι συνέβη το 1988, σε ένα δώμα έμενα τότε, όταν είδα στην τηλεόραση μια ταινία με τον Πόλεμο του ’40 (ο πατέρας μου είχε πολεμήσει) και κατακαλόκαιρο, με 45 βαθμούς, ξέσπασα σε κλάμα. Κάποια χρόνια αργότερα κατάλαβα ότι αυτό που έλεγα, ότι δεν αγαπιόμασταν, ήταν απλώς ένα ψέμα για να με προστατέψω, να μην πονάω που τον είχα χάσει. Μπορεί κάτι ανάλογο να είναι και με τον Νίκο. Η τελευταία σκηνή μέσα στο τρένο δείχνει την ανάγκη του να πει κάτι πολύ βασικό στον πατέρα του.

Άλλο ένα θέμα της ταινίας είναι η επικοινωνία μεταξύ γονέων και παιδιών. Πιστεύετε πως το χάσμα των γενεών έχει γίνει μικρότερο ή μεγαλύτερο μέσα στα χρόνια;

Θα πω κάτι από τα Μαθηματικά: Ας πούμε, οι αλλαγές που είχαν γίνει από το 1890 μέχρι το 1910 δεν ήταν τόσο μεγάλες. Οι αλλαγές που γίνανε από 1950 μέχρι το 1970 ήταν μεγάλες και οι αλλαγές που θα γίνουν από το 2023 μέχρι το 2043 θα είναι πολύ μεγαλύτερες. Αν, λοιπόν, λέγαμε παλιά ότι γενιά με γενιά έχει μια διαφορά 25 χρόνια, τώρα μοιάζει να έχει 7 χρόνια. Άρα εγώ με τα παιδιά μου έχω μεγαλύτερη απόσταση απ’ ό,τι είχε ο πατέρας μου με εμένα, γιατί η ζωή έχει αλλάξει. Σε αυτή την καινούργια ζωή, οι νέες γενιές έχουν κάνει μεγαλύτερη απόσταση, παρ’ ότι μοιάζει ότι ερχόμαστε πιο κοντά. Εγώ, κάθε φορά έχω έναν τρόμο στη χρήση του υπολογιστή, όταν πρόκειται για σύνθετα πράγματα. Ο γιος μου στα 12 ήταν σαν να το είχε μάθει από την κοιλιά της μαμάς του.

Όσον αφορά στα δικά μας, έκανα την πρώτη ταινία μικρού μήκους το 1980 που ήμουν 25 χρόνων και ήταν κατόρθωμα. Τώρα όλα τα παιδιά που μπαίνουν σε σχολές Κινηματογράφου έχουν κάνει ταινίες πιο πριν. Μοντάζ και μιξάζ ξέρουν πολύ καλύτερα και από εμένα. Δεν υπάρχει τόση σκέψη ίσως. Στην εποχή μας είχε περισσότερη σκέψη, ιδεολογία. Όμως, διδάσκω παιδιά που έχουν δει τόσες ταινίες που εγώ δεν είχα δει μέσα σε 15 χρόνια.

Δουλεύετε επάνω σε κάτι νέο αυτή την περίοδο; Υπάρχει κάτι που θα πρέπει να περιμένουμε από εσάς;

Υπάρχει κάτι, απλώς μόλις τέλειωσα με το πανεπιστήμιο και επειδή η ταινία έχει αυτό το θέμα προσπαθώ να την υποστηρίξω όσο γίνεται περισσότερο. Δεν έχω χρόνο να ασχολούμαι με μια άλλη ιστορία. Έχω επίσης δύο ιδέες για μίνι σειρές για την τηλεόραση.