Κινηματογραφος

Γιατί μιλάνε όλοι για την ταινία «Άγνωστοι μεταξύ μας» (και συγκινούνται)

«Δεν είναι απλώς μια γκέι ταινία. Είναι μια ταινία για την αγάπη, την τρυφερότητα, την αποδοχή, την ανάγκη της γονεϊκής ενσυναίθησης, τα τραύματα που φέρουμε όλοι, ανεξαρτήτως σεξουαλικότητας και φύλου»

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 905
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Άγνωστοι μεταξύ μας»: Σχόλιο για την ταινία του Άντριου Χέιγκ για τη μοναξιά που βίωσε μια ολόκληρη γενιά γκέι ανθρώπων

Όταν ήμουν μικρή και οι γονείς μου είχαν καλεσμένους στο σαλόνι στον κάτω όροφο του σπιτιού, η αγαπημένη μου στιγμή ήταν όταν επιτέλους μπορούσα να φύγω από το τραπέζι και ν’ ανέβω να χουχουλιάσω στο κρεβάτι μου με τα φώτα κλειστά, ακούγοντας τους ήχους της παρουσίας τους να συνεχίζουν ν’ αντηχούν μες στο σπίτι ―τις συζητήσεις, τα γέλια τους, ίσως λίγο τη μουσική που έπαιζε στο φόντο της γιορτής― σαν ένα σάουντρακ της αίσθησης ασφάλειας που με νανούριζε.

Ήταν η επιβεβαίωση ότι η ζωή συνεχιζόταν έξω από τα όρια του δικού μου κόσμου και με περίμενε να επιστρέψω σε αυτήν όταν ξαναξυπνούσα· ένα δίχτυ ασφαλείας με τη μορφή των γονιών μου. Τότε δε θα μπορούσα να περιγράψω, φυσικά, αυτό το συναίσθημα με τις λέξεις που χρησιμοποιώ τώρα, αλλά θυμήθηκα ακριβώς αυτή την αίσθηση παρακολουθώντας τον Άνταμ, τον σαραντάρη πρωταγωνιστή του «Άγνωστοι Μεταξύ Μας», να προσπαθεί ν’ ανακτήσει τις μνήμες της παιδικής του ηλικίας επισκεπτόμενος το πατρικό του σπίτι έξω από το Λονδίνο και ―λόγω μιας αδύνατης μεταφυσικής συνθήκης― να ξανασυναντά εκεί τους νεκρούς γονείς του, ίδιους κι απαράλλαχτους με το πώς ήταν πριν τους χάσει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στα 12 του χρόνια.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο Άνταμ, λοιπόν, ένας Βρετανός Gen X-er που γράφει κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια εργαζόμενος αποκλειστικά από το σπίτι του, κατοικεί σε ένα σχεδόν άδειο κτήριο δεκάδων διαμερισμάτων λίγο έξω από το Λονδίνο και πάσχει από writer’s block.

Τον παρακολουθούμε να παλεύει μες στο κουκούλι του ―το όμορφα διακοσμημένο, αλλά κενό από άλλους ανθρώπους, διαμέρισμά του, με θέα τους ουρανοξύστες του Σίτυ έξω από το παράθυρο― να συνθέσει ένα σενάριο που εκτυλίσσεται το 1987, όταν αυτός ήταν ακόμα σχεδόν έφηβος. Στο background είναι συνεχώς ανοιχτή μια τηλεόραση που ―εναλλάξ μ’ ένα πικάπ― παίζει χιτ της δεκαετίας του ’80, σε μια προσπάθεια να ξαναβάλει τον Άνταμ στο πνεύμα εκείνης της εποχής.

Από την αρχή της ταινίας το βασικό χαρακτηριστικό του πρωταγωνιστή είναι πως είναι μόνος του. Ίσως λίγο από επιλογή, αλλά κυρίως επειδή τα έφερε έτσι η ζωή του, ο Άνταμ ζει αποκλειστικά με βάση τις δικές του συντεταγμένες. Είναι δε τόσο συνηθισμένος σε αυτή του τη συνθήκη, που ένα βράδυ, όταν ο μοναδικός κατά τα φαινόμενα άλλος ένοικος του τεράστιου αυτού πύργου διαμερισμάτων έρχεται και του χτυπάει την πόρτα για να μοιραστούν ένα μπουκάλι ουίσκι, ο Άνταμ, ευγενικά μα αποφασιστικά, τον αποδιώχνει. Δε θέλει κανείς να εισβάλει στη μοναξιά και στη νοσταλγία του, που έχουν γίνει χρόνια τώρα το comfort zone του.

Αυτός είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ο Άντριου Χέιγκ (Weekend, 45 years) σκηνοθετεί μία από τις πιο συγκινητικές και περίεργες ταινίες που έχω δει τον τελευταίο καιρό. Εμπνευσμένος από το βιβλίο Strangers (αγγλική μετάφραση) του Ταΐτσι Γιαμάντα, ο Χέιγκ θα πάρει την ιστορία του Ιάπωνα σαραντάρη σεναριογράφου του Γιαμάντα, που τυχαία γνωρίζει κι αρχίζει να κάνει παρέα μ’ ένα νεαρό ζευγάρι που θυμίζει τους νεκρούς του γονείς, και θα τη μεταφέρει στο μετα-πανδημικό Λονδίνο όπου ο Άνταμ, προσπαθώντας να ανακτήσει τις μνήμες της παιδικής του ηλικίας που θα του επιτρέψουν να γράψει το σενάριό του, θα επισκεφτεί το πατρικό του σπίτι έξω από την πόλη και θ’ αρχίσει να ξαναζεί την παιδική του ηλικία, ως ενήλικας.

© SEARCHLIGHT PICTURES

Πάνω σε αυτή τη παράξενα μεταφυσική συνθήκη ο Χέιγκ ―που γύρισε την ταινία στο δικό του, πραγματικό πατρικό σπίτι― στήνει ένα εξόχως νοσταλγικό σύμπαν όπου το πληγωμένο μικρό παιδί που κατοικεί ακόμα στο σώμα του ενήλικα Άνταμ θα ξαναζήσει τη θαλπωρή και την αγάπη των αναμνήσεών του, την αμηχανία στις κόντρες με τους γονείς, θα προσπαθήσει να εξηγήσει στη σοκαρισμένη μητέρα του πως το 2023 δεν τρέχει τίποτα αν είσαι γκέι άνδρας κι ότι δεν πρέπει να τρομοκρατείται πια από το AIDS, θα δεχθεί τη συγγνώμη του φασματικού του πατέρα, που καταλαβαίνει για πρώτη φορά πόσο μπούλινγκ είχε δεχθεί ο γιος του στο σχολείο κι ότι, αν ήταν στη θέση των συμμαθητών του, πιθανόν να συμμετείχε κι αυτός στη διαπόμπευση, θα ξαναχωθεί για ασφάλεια στο κρεβάτι των γονιών του και θα επισκεφθεί το αγαπημένο του μέρος σ’ ολόκληρο τον παιδικό του κόσμο: ένα οικογενειακό εστιατόριο με μπέργκερ και μιλκ-σέικ.

Κι όλα αυτά συμβαίνουν τακτικά, κάθε φορά που ο Άνταμ παίρνει το τραίνο από τη Βικτώρια και κατεβαίνει κοντά στο Κρόιντον στο νότιο Λονδίνο, για να επισκεφτεί το φάντασμα της παιδικής του ηλικίας.

Και κάθε φορά που επιστρέφει σπίτι, συναντά αυτόν τον άνδρα, τον Χάρι, που του προσέφερε εκείνο το μπουκάλι ουίσκι στην αρχή της ταινίας και με τον οποίο, εν τω μεταξύ, έχουν συνάψει μια ερωτική σχέση γεμάτη αγάπη και τρυφερότητα, κινηματογραφημένη με τέτοιο τρόπο που πραγματικά δεν έχει καμία σημασία ότι οι δύο πρωταγωνιστές της είναι άνδρες: this is not what this film is about, που λένε.

Μόνο που είναι. Γιατί αυτό για το οποίο θέλει να μιλήσει ο Χέιγκ είναι ακριβώς η μοναξιά που μια ολόκληρη γενιά γκέι ανθρώπων ―η δική του γενιά― βίωσε μέσα σε κλειστές ντουλάπες, μπροστά στο φόβο του AIDS, σε μια εποχή που οι αντιλήψεις στη Βρετανία δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με την τωρινή νοοτροπία των ανθρώπων. «Μεγαλώνοντας», λέει ο Χέιγκ σε μια συνέντευξή του στον Γκάρντιαν, «ένιωθα ότι αν ήμουν γκέι, δεν θα είχα κανένα μέλλον και συνεπώς η μόνη άλλη εναλλακτική ήταν να μην είμαι γκέι – κάτι που φυσικά δε γίνεται. Αυτήν την ιστορία ήθελα να πω».

Η ταινία επισκέπτεται εμβληματικά στέκια του γκέι Λονδίνου ―όπως το θρυλικό Royal Vauxhall Tavern, όπου εκτυλίσσεται μια κομβική, εκτεταμένη σκηνή που μπλέκει την πραγματικότητα με τη φαντασία σε προοικονομία του τι θα ακολουθήσει―, αλλά δεν είναι απλώς μια γκέι ταινία. Είναι χίλια περισσότερα πράγματα από αυτό: είναι μια ταινία για την παιδική ηλικία όλων μας, την ντροπή και τη μοναξιά της εφηβείας, αλλά και τη νοσταλγία των καλών της στιγμών· μια ταινία για την απώλεια των γονιών και το πώς ο άνθρωπος καλείται να σταθεί στα δυο του πήλινα πόδια μόνος, χαράσσοντας τα όρια του κόσμου του όσο καλύτερα μπορεί. Είναι μια ταινία για την αγάπη, την τρυφερότητα, την αποδοχή, την ανάγκη της γονεϊκής ενσυναίθησης, τα τραύματα που φέρουμε όλοι, ανεξαρτήτως σεξουαλικότητας και φύλου.

Όταν ο Χέιγκ, μετά από δεκαετίες, γύρισε πίσω στο πατρικό του για να κινηματογραφήσει το σενάριο με την άδεια του νέου ιδιοκτήτη του σπιτιού, διαπίστωσε κάτι πολύ περίεργο: το παιδικό του έκζεμα, που είχε καλμάρει για δεκαετίες, ξαναφούντωσε ακριβώς στα ίδια σημεία που φούντωνε όταν ήταν παιδί. «Νιώθω ότι το σώμα θυμάται κατά κάποιο τρόπο το τραύμα», λέει. «Τα πράγματα σχεδόν ενσωματώνονται στο DNA μας και βρίσκουν τρόπους να διαρρεύσουν».

Για όσους μεγάλωσαν ακούγοντας Frankie Goes to Hollywood και Fine Young Cannibals και ονειρεύονταν έναν κόσμο όπου κάποιος θα τους αγαπούσε αλλά κυρίως θα τους καταλάβαινε ―αλλά και για τη Gen Z, που φαίνεται να ονειρεύεται ακριβώς το ίδιο και μοιάζει να αγκαλιάζει με νοσταλγία τη δεκαετία του 1980 (δείτε, ας πούμε, την επιτυχία που έχει το re-working του One Day ως σειρά στο Netflix)― αυτό το μικρό διαμάντι που συνδυάζει το ρομαντικό δράμα μ’ ένα πολύ ιδιαίτερο ghost story, είναι ό,τι πιο ειλικρινές κι αυθεντικό έχω δει πάνω στη συνθήκη της προσωπικής μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου. Μια συμβουλή μόνο, πριν πάτε να το δείτε: πάρτε χαρτομάντηλα.