Κινηματογραφος

Σαν σήμερα 8 Φεβρουαρίου το 1976, η πρεμιέρα του «Ταξιτζή» - Μια κορυφαία στιγμή του παγκόσμιου σινεμά

Μάρτιν Σκορσέζε και Ρόμπερτ Ντε Νίρο μεγαλουργούν σε μια ταινία που άφησε εποχή

Δημήτρης Καραθάνος
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Σαν σήμερα 8 Φεβρουαρίου: Το 1976 η πρώτη προβολή της ταινίας «Ο ταξιτζής» του Μάρτιν Σκορσέζε - Φιλμ ορόσημο και ρεσιτάλ υποκριτικής από τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο.

Ο Μάρτιν Σκορσέζε ήρθε από τις παρυφές της Νέας Υόρκης για να εξαπολύσει σαν σήμερα σε ένα ανύποπτο Χόλιγουντ την πιο προβοκατόρικη δουλειά του, ένα φιλμ που συντηρείται στη συλλογική μνήμη ως ένα διαχρονικό αποτύπωμα τέχνης στο σελιλόιντ.

«Ο ταξιτζής» προτάθηκε για τέσσερα βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων εκείνου της Καλύτερης Ταινίας © Columbia Pictures/TriStar

Ταινία ορόσημο στα χρονικά του κινηματογράφου, «Ο ταξιτζής» προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 8 Φεβρουαρίου του 1976, καταξιώνοντας έναν σκηνοθέτη που ήδη ανέβαινε πέντε - πέντε τα σκαλιά της δόξας μετά το «Κακόφημοι δρόμοι» του 1973 και εκτοξεύοντας το κασέ του Ρόμπερτ Ντε Νίρο στα ύψη.

Δεν υπάρχει κίνδυνος ο όρος «αριστούργημα» να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά για τον «Ταξιτζή». Έλαβε τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ, επιλέχθηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου σαν ένα από τα 100 καλύτερα φιλμ όλων των εποχών, εντάχθηκε στην ταινιοθήκη της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου, τον κοινό τον λάτρεψε, η ιδιοφυΐα του αναγνωρίστηκε καθολικά από τους κριτικούς.

Η επιρροή του στο έργο των σύγχρονων κινηματογραφιστών δεν θα μπορούσε να αποσιωπηθεί (τι θα ήταν το «Joker» χωρίς τον «Ταξιτζή»;), ενώ φιγουράρει ταιριαστά ανάμεσα στα κλασικά έπη της φιλμογραφίας του αμερικανικού σινεμά της δεκαετίας του 1970, πλάι πλάι με τον πρώτο και δεύτερο «Νονό» του Κόπολα, το «Νάσβιλ» του Ρόμπερτ Άλτμαν, το «Τσάιναταουν», το «Αποκάλυψη τώρα», τον «Ελαφοκυνηγό». Το σινεμά δεν ήταν ποτέ το ίδιο μετά το βραδυφλεγές ξέσπασμα του Τράβις Μπικλ κατά δικαίων και αδίκων.

Η περιπλάνηση του «Ταξιτζή» στην αμερικανική νύχτα

«Η μοναξιά με ακολουθεί σε όλη μου τη ζωή, παντού. Σε μπαρ, σε αυτοκίνητα... πεζοδρόμια, καταστήματα, παντού. Δεν υπάρχει διαφυγή. Είμαι ο μοναχικός άνθρωπος του Θεού», έλεγε ο πρωταγωνιστής σε ένα από τα χαρακτηριστικότερα voice over του «Ταξιτζή».

Τα γυρίσματα του «Ταξιτζή» έγιναν στο Γουέστ Σάιντ της Νέας Υόρκης, σε μια εποχή που η πόλη ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας © Columbia Pictures/TriStar

Ενσαρκώνοντας τη μητροπολιτική αποξένωση την οποία η ταινία αποπνέει σε κάθε καρέ, ο Τράβις Μπικλ του Ντε Νίρο είναι ο αρχετυπικός απόκληρος. Αποπροσανατολισμένος και μπατίρης βετεράνος του Βιετνάμ, ο Τράβις ζει σε ένα ρυπαρό διαμέρισμα, παρακολουθεί υπνωτικά τηλεόραση, καταχωρεί σκέψεις σε ένα οριακά ακατάληπτο ημερολόγιο, γυμνάζεται μανιωδώς ενώ παράλληλα καταπίνει χάπια εξακολουθητικά («Είσαι τόσο υγιής όσο νιώθεις», ήταν ένας ακόμη από τους αφορισμούς του) και, ανήμπορος να κοιμηθεί, όντας στοιχειωμένος από τη μοναξιά και την κατάχρηση διεγερτικών, πιάνει νυχτερινή δουλειά ως οδηγός ταξί στο νεοϋορκέζικο downtown.

Καθώς τα όσα παρατηρεί στις διαδρομές του θα έπειθαν και άγιο ότι η κόλαση υφίσταται και είναι επίγεια, η τρέλα τον περιμένει στη στροφή. Μαστροποί, πόρνες, κακοποιοί, εθισμένοι και ζόμπι της διπλανής πόρτας συνθέτουν την πινακοθήκη των weirdos που πλαισιώνουν το ταξίδι του Τράβις Μπικλ στο τσίρκο του μεταμεσονυκτίου, στο τέλος του οποίου ανακουφίζει τη χρόνια αϋπνία του σε διανυκτερεύοντα σεξοσινεμά.

Η φράση του Ρόμπερτ Ντε Νίρο «You talkin' to me?» έχει καθιερωθεί στην αργκό της ποπ κουλτούρας © Columbia Pictures/TriStar

Ως χαρακτήρας, ο Τράβις Μπικλ πετυχαίνει διάνα στην αποτύπωση της ροπής εσωστρέφειας και απομόνωσης που διαδέχτηκε τη χίπικη ουτοπία των sixties και την αγωνιώδη αναζήτηση του τσαλακωμένου κατά τη δεκαετία του 1970 αμερικανικού ονείρου.

Οι διαδοχικές απορρίψεις, αρχικά από μια Σίμπιλ Σέφερντ που διέπεται από οράματα ιδεαλισμού επικεντρωμένα σε έναν φιλόδοξο πολιτικό και αργότερα από μια δωδεκάχρονη εκδιδόμενη την οποία ερμηνεύει η Τζόντι Φόστερ, προκαλούν το οριστικό στρίψιμο της βίδας. Ο Τράβις φορά τη στολή παραλλαγής, ξυρίζει το κεφάλι του σε στιλ μοϊκανού και ξαμολιέται στους δρόμους διψασμένος για εκδίκηση. Το λουτρό αίματος που εμποτίζει τις τελευταίες σεκάνς όχι απλά εξορκίζει την οργή του, αλλά τον μετατρέπει σε απρόθυμο ήρωα των μίντια. Τι σημαίνουν όλα αυτά;

Ο Πολ Σρέιντερ είναι «Ο ταξιτζής»

Το σενάριο του Πολ Σρέιντερ για τον «Ταξιτζή» ήταν βαθιά εξομολογητικό. Όταν οι κριτικοί κινηματογράφου αναζητούσαν τις πηγές της έμπνευσής του, εκείνος απαντούσε: «Είμαι εγώ, σε περίπτωση που δεν είχα μυαλό».

Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο στον ρόλο του Τράβις Μπικλ © Columbia Pictures/TriStar

Ο Σρέιντερ βίωνε έντονη υπαρξιακή κρίση πριν γράψει τον «Ταξιτζή». Χωρισμένος πρόσφατα, έπινε πολύ και κοιμόταν στο αυτοκίνητό του. Όταν νοσηλεύτηκε με έλκος στομάχου, η εικόνα ενός οδηγού ταξί εντυπώθηκε βαθιά μέσα του. «Ο άνθρωπος που κυκλοφορεί στην πόλη σαν αρουραίος του υπονόμου, ο άνθρωπος που περιβάλλεται συνεχώς από ανθρώπους, αλλά δεν έχει φίλους. Το απόλυτο σύμβολο της αστικής μοναξιάς. Αυτό ήταν το πράγμα που ζούσα. Αυτό ήταν το σύμβολό μου, η μεταφορά μου».

Η πνευματική κατάσταση του Σρέιντερ παρέμενε οριακή ενόσω εργαζόταν στο σενάριο. Σύμφωνα με τον αστικό θρύλο, φορούσε ένα ορειχάλκινο αγκάθινο στεφάνι ενώ έγραφε, με ένα όπλο στο γραφείο του δίπλα στη γραφομηχανή για να αποτρέψει το συγγραφικό μπλοκάρισμα.

Σε κατοπινές συνεντεύξεις, ο Σρέιντερ έχει χαρακτηρίσει την ταινία ως «νεανική… ένα έφηβο, ανώριμο μυαλό που παλεύει να γνωρίσει τον εαυτό του». Όσο για τα στοιχεία που κόμισε ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο σεναριακό όραμα, ο Σρέιντερ είπε: «Ο χαρακτήρας που δημιούργησα τρελαινόταν με πιο γραμμικό τρόπο σε σχέση με την ερμηνεία του Μπόμπι. Ο τρόπος που τον απέδωσε δίνει μια αίσθηση ζιγκ ζαγκ».

«Ο ταξιτζής» γυρίστηκε κατά τη διάρκεια καύσωνα στη Νέα Υόρκη και απεργίας των εργαζόμενων καθαριότητας το 1975 © Columbia Pictures/TriStar

Η Νέα Υόρκη του «Ταξιτζή» ανήκει στο παρελθόν

Στον «Ταξιτζή» του, ο Μάρτιν Σκορσέζε κατέγραψε μια μετέωρη στιγμή στο χρονολόγιο μιας Νέας Υόρκης που δεν υπάρχει πια. Ενορχηστρωμένη από το κλασικό σάουντρακ του Μπέρναρντ Χέρμαν, ολοκληρωμένου κυριολεκτικά λίγες ώρες πριν τον θάνατο του σπουδαίου μουσουργού ο οποίος επένδυσε ηχητικά ορισμένες από τις κορυφαίες ταινίες του Χίτσκοκ, η κινηματογραφική νυκτωδία του «Ταξιτζή» καδράρει μια μητρόπολη οικονομικής και ηθικής ένδειας.

Οδηγώντας με σπασμένα φρένα προς το ναδίρ της κρίσης του AIDS, του μεταμορφωτικού gentrification των δημαρχιών Τζουλιάνι και Μπλούμπεργκ, έως το εξωραϊσμένο Μανχάταν του «Friends» και των σημερινών ινφλουένσερ, η Νέα Υόρκη του Σκορσέζε δεν νοείται πλέον, με τον ίδιο τρόπο που μια ταινία σαν τον «Ταξιτζή» δε θα μπορούσε ποτέ να γυριστεί στην εποχή της πολιτικής ορθότητας.

Το Beacon Theatre κατά τη διάρκεια της επετειακής προβολής για τα 40 χρόνια του «Ταξιτζή» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Τριμπέκα στη Νέα Υόρκη © EPA/Stringer

Παρά τη βαθιά ποιητικότητά του, το ονειρικό μείγμα σουρεαλισμού και νεορεαλισμού το οποίο παραπέμπει σε ταινίες σαν το «Η νύχτα και η πόλη» του Ζιλ Ντασέν, τη Νέα Υόρκη του «Ταξιτζή» λυμαίνονται ζόρικοι τύποι σαν τον προαγωγό Σπορτ, που υποδύεται ο Χάρβεϊ Καϊτέλ, ή σαν τον νευρωτικό επιβάτη που απολαμβάνει να παρακολουθεί τη σύζυγό του να κάνει σεξ με άλλους, (στο σύντομο cameo ο ίδιος ο Μάρτιν Σκορσέζε), ενώ λέει στον οδηγό του ταξί πώς «θα πυροβολήσει ένα πιστόλι στο μ#$ί της».

Όσο για τον ίδιο τον Τράβις Μπικλ, πόσο άραγε απέχει ως μοντέλο από τους «παραμελημένους άνδρες και γυναίκες της χώρας μας» που τόσο κολάκεψε ο Τραμπ; Σαν όλα τα κομβικά φιλμ, «Ο ταξιτζής» είναι μια ταινία που ανταποκρίνεται στους καιρούς μας.