- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιώργος Μαυροψαρίδης: Ποιος είναι ο Έλληνας μοντέρ που έχει κερδίσει δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ
Από τα πρώτα του βήματα ως ηθοποιός στα 80s στην κοινή πορεία με τον κινηματογραφιστή Γιώργο Λάνθιμο
Γιώργος Μαυροψαρίδης: Η πορεία του Έλληνα μοντέρ που κέρδισε δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ, οι ταινίες με τον Γιώργο Λάνθιμο, οι συνεργασίες με άλλους σκηνοθέτες.
Ο Γιώργος Μαυροψαρίδης, γεννημένος το 1954, είναι ο διασημότερος μοντέρ της Ελλάδας και ένας από τους ελάχιστους που είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Ξεκινώντας κατά τη δεκαετία του 1980 ως ηθοποιός, σε ταινίες που συμμετείχαν και σε φεστιβάλ εκτός της χώρας, όπως τη «Λούφα και Παραλλαγή» (1984) του Νίκου Περάκη, ο Μαυροψαρίδης άρχισε να ασχολείται παράλληλα με το μοντάζ. Σήμερα είναι διεθνώς αναγνωρισμένος, κυρίως για τις συνεργασίες του με τον σκηνοθέτη Γιώργο Λάνθιμο, με τον οποίο γνωρίστηκε από την πρώτη του ακόμα ταινία, «Ο Καλύτερός μου Φίλος» (2001), με τον Λάκη Λαζόπουλο. Τα βραβεία και οι έπαινοι ήρθαν βέβαια πολύ αργότερα, με τις ταινίες «Ο Αστακός» (2015), «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού» (2017) και φυσικά την «Ευνοούμενη» (2018) και το «Poor Things» (2023) για τα οποία έλαβε υποψηφιότητες για Όσκαρ.
Η καριέρα του Γιώργου Μαυροψαρίδη ως ηθοποιού και μοντέρ
Η καριέρα του Μαυροψαρίδη ως ηθοποιός δεν υπήρξε ποτέ φιλόδοξη, αλλά μάλλον μία «δεύτερη» δουλειά, που του επέτρεπε να βρίσκεται στα κινηματογραφικά σετ και να γνωρίζει καλύτερα το χώρο. Στην ταινία «Λούφα και Παραλλαγή» (1984) παίζει τον στρατιώτη-μοντέρ της ΥΕΝΕΔ, που «μοντάρει» τις πορνογραφικές ταινίες που γυρίζουν οι φαντάροι. Άλλες ταινίες στις οποίες έχει συμμετάσχει ως ηθοποιός είναι «Η πόλη ποτέ δεν κοιμάται» (1984), «Η φούσκα» (2002), επίσης του Νίκου Περάκη και «Wasted Youth» (2011), στις οποίες έχει επιμεληθεί το μοντάζ.
Ύστερα από μερικές πειραματικές προσπάθειες σε διαφημίσεις και ταινίες μικρού μήκους, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Μαυροψαρίδης ξεκίνησε να συνεργάζεται με γνωστούς Έλληνες σκηνοθέτες, σαν τον Μανούσο Μανουσάκη (με τον οποίο πρωτοσυνεργάστηκε στην ταινία «Η σκιάχτρα», το 1985) και τον Νίκο Ζερβό (ξεκινώντας με τους «Τηλεκανίβαλους», το 1986, με τον Δημήτρη Πουλικάκο). Οι ταινίες αυτές μπορεί να είχαν μικρή εμβέλεια εκτός της χώρας, όμως στην Ελλάδα υπήρξαν εξαιρετικά δημοφιλείς, με πολλές από αυτές να θεωρούνται σήμερα καλτ επιτυχίες.
Η καριέρα του Μαυροψαρίδη συνέχισε με συνεργασίες με τον Γιώργο Πανουσόπουλο («Μ’ Αγαπάς;», 1989) και τον Νίκο Γραμματικό («U-Turn», 1991 και «Η εποχή των δολοφόνων», 1993), αλλά και με πιο avant-garde προσπάθειες, όπως την μικρού μήκους «Τυφλόμυγα» (1990), με τη Θέμιδα Μπαζάκα και τον Γιώργο Κοτανίδη. Με την οικονομική άνθηση της δεκαετίας του 2000, η καριέρα του Μαυροψαρίδη εκτοξεύτηκε, επιμελούμενος το μοντάζ για ταινίες με μεγάλη απήχηση στο κοινό, όπως τη «Διακριτική Γοητεία των Αρσενικών» (1999) και το «Ριζότο» (2000) της Όλγας Μαλέα, τη «Θηλυκή Εταιρεία» (1999) του Νίκου Περάκη και τελικά τον «Καλύτερό μου Φίλο» (2001), του Γιώργου Λάνθιμου.
Η επιτυχία αυτή διήρκησε σχεδόν μία δεκαετία και ακολούθησαν ταινίες, όπως «Η φούσκα» (2002), «Η Λίζα και όλοι οι άλλοι» (2003), «Λουκουμάδες με Μέλι» (2005), «Alter-Ego» (2007), με τον τραγουδιστή Σάκη Ρουβά και «Bank Bang» (2008). Την εποχή εκείνη, ο Μαυροψαρίδης έκανε το μοντάζ και για την ταινία «Πολίτικη Κουζίνα» (2003), του Τάσου Μπουλμέτη, που απέσπασε 8 βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και λόγω του διεθνή χαρακτήρα της, είχε απήχηση και εκτός Ελλάδας. Το 2005, ο μοντέρ συνεργάστηκε για δεύτερη φορά με τον Λάνθιμο, στην πρώτη «πειραματική» ταινία του, την «Κινέττα», που στην Ελλάδα εισέπραξε αρνητικές κριτικές.
Ξένες κριτικές για την «Κινέττα» υπήρξαν πιο θερμές, ειδικά εκείνη από το περιοδικό Variety, που εξήρε το εκκεντρικό της στιλ και τον μη συμβατικό χαρακτήρα της. Η επόμενη ταινία του Λάνθιμου, «Κυνόδοντας» (2009), είχε παρόμοια υποδοχή στην Ελλάδα, ενώ στο εξωτερικό έγινε κάτι σαν καλτ φαινόμενο, με τον θρυλικό κριτικό κινηματογράφου, Ρότζερ Έμπερτ, να επαινεί για την ηθοποιία και τη σκηνοθεσία του και τον διάσημο σουρεαλιστή σκηνοθέτη, Ντέιβιντ Λιντς, να το περιγράφει ως μία εξαιρετική κωμωδία. Ο «Κυνόδοντας» κέρδισε το βραβείο «Un Certain Regard» στις Κάννες και μία υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας.
Η συνεργασία του Γιώργου Μαυροψαρίδη με τον Γιώργο Λάνθιμο
Ο Μαυροψαρίδης είδε στο πρόσωπο του Λάνθιμου έναν λαμπρό νέο σκηνοθέτη και έναν καλλιτέχνη με μεγάλο πείσμα και όρεξη για δουλειά. Η συνεργασία τους υπήρξε στην ουσία μία κοινή πορεία, με τον μοντέρ να συνεργάζεται ξανά με τον σκηνοθέτη στις «Άλπεις» (2011), τον «Αστακό» (2015) και τον «Θάνατο του ιερού ελαφιού» (2017). Στο σημείο αυτό, η καριέρα και τον δύο είχε ταξιδέψει από την Αθήνα στο Δουβλίνο και τελικά στο Σινσινάτι της Αμερικής, όπου γυρίστηκε το «Ιερό ελάφι». Με πιο εξελιγμένα μέσα και περισσότερα χρήματα στην παραγωγή, ο Μαυροψαρίδης έκανε μερικές από τις καλύτερες δουλειές του μαζί με τον Λάνθιμο και τόσο η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου όσο και άλλοι φορείς αναγνώρισαν τις εξαιρετικές του ικανότητες.
Αν και ποτέ δεν σταμάτησε να συνεργάζεται και με άλλους Έλληνες δημιουργούς, ο Μαυροψαρίδης, την περίοδο αυτή, έκανε το μοντάζ σε ταινίες άλλων διεθνών Ελλήνων σκηνοθετών, όπως το «Chevalier» (2015) της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη και τον «Νοτιά» (2016) του Τάσου Μπουλμέτη. Επίσης συνεργάστηκε με τους σκηνοθέτες Γιώργο Τσεμπερόπουλο, στην ταινία «Ο εχθρός μου» (2013) και τον Σωτήρη Τσαφούλια, στην ταινία «Έτερος Εγώ» το 2016. Όπως έχει πει ο ίδιος σε συνεντεύξεις του, το «μοντάζ» του «Ιερού ελαφιού», που συνέπεσε με τα γυρίσματα της «Ευνοούμενης», για την οποία Λάνθιμος είχε δεσμευτεί, δεν τον άφησε να αναμειχθεί από την αρχή με το πρότζεκτ.
Η «Ευνοούμενη», ένα ιδιαίτερα απαιτητικό πρότζεκτ εποχής γυρισμένο στην Αγγλία, είχε αρχικά ως μοντέρ τον Σαμ Σνιντ. Σύντομα, όμως, δύο μήνες μέσα στην παραγωγή της ταινίας, ο Λάνθιμος δεν ήταν ευχαριστημένος με τα αποτελέσματα και έτσι ο Μαυροψαρίδης κλήθηκε να πάει στο Λονδίνο και να αναλάβει το «μοντάζ». Όπως φάνηκε στη συνέχεια, η απόφαση αυτή, αν και δύσκολη, υπήρξε κομβική, καθώς ο μοντέρ κέρδισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ και βραβεύτηκε από την Αμερικανική Ένωση Μοντέρ για αυτή του τη δουλειά.
Η υποψηφιότητα άνοιξε νέους δρόμους για τον Μαυροψαρίδη, που επιμελήθηκε το «μοντάζ» για πολλές ελληνικές και διεθνείς παραγωγές από το 2019 μέχρι σήμερα. Οι πιο σημαντικές δουλειές του, όμως, παραμένουν εκείνες με τον Λάνθιμο, που συμπεριλαμβάνουν τη μικρού μήκους, «Βληχή» (2021), με τη νέα μούσα του σκηνοθέτη, Έμμα Στόουν, η οποία γυρίστηκε στην Ελλάδα με χρηματοδότηση του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» και φυσικά το «Poor Things» (2023), που κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, καθώς και 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ, τόσο για την πρωταγωνίστρια, όσο και για τον σκηνοθέτη και τον μοντέρ.
Είτε ο Μαυροψαρίδης κερδίσει το πολυπόθητο βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας, είτε όχι, παραμένει ο διασημότερος Έλληνας μοντέρ. Λίγοι έχουν καταφέρει να κερδίσουν τους επαίνους και τα βραβεία του, ενώ ακόμα λιγότεροι έχουν γίνει τόσο ξακουστοί, για τη συνεργασία τους με έναν σκηνοθέτη. Ο Γιώργος Μαυροψαρίδης είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες σήμερα στον χώρο του κινηματογράφου.