Κινηματογραφος

Ντέιβιντ Λιντς: Ο διασημότερος εν ζωή σουρεαλιστής γίνεται 78 χρονών

Λίγο πριν τα 80 καταφέρνει να παραμένει ενεργός και με φρέσκες ιδέες
Γιώργος Δήμος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ντέιβιντ Λιντς: Ο διασημότερος εν ζωή σουρεαλιστής στο παγκόσμιο σινεμά κλείνει τα 78 του χρόνια - Μια αναδρομή στα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής του

Γεννημένος στην Πολιτεία της Μοντάνα στις 20 Ιανουαρίου του 1946, ο Ντέιβιντ Λιντς είναι σήμερα ο διασημότερος εν ζωή σουρεαλιστής στο χώρο του σινεμά. Με τις καλτ ταινίες του, όπως το «Eraserhead» (1977), το «Μπλε Βελούδο» (1986), τη «Χαμένη Λεωφόρο» (1997) και την «Οδό Μαλχόλαντ» (2001), μας έχει χαρίσει άπειρες ονειρικές, αλλά και εφιαλτικές κινηματογραφικές στιγμές, που ανήκουν πια στην ιστορία του μέσου. Μετά το 2006 και την εσωστρεφή ταινία του, «Inland Empire», ο Λιντς αποσύρθηκε εκούσια από τον κινηματογράφο και έκτοτε έχει κάνει μόνο ταινίες μικρού μήκους και τη συνέχεια της θρυλικής σειράς του, «Ο Ύποπτος Κόσμος του Τουίν Πικς (Twin Peaks)», που άλλαξε για πάντα τις τηλεοπτικές σειρές, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Ντέβιντ Λιντς: Η ζωή του διάσημου σκηνοθέτη

Ο Λιντς μεγάλωσε στην πόλη Μιζούλα, της Μοντάνα, σε μια μεσοαστική, φινο-σουηδικής καταγωγής οικογένεια. Η θρησκεία που ακολουθούσαν οι γονείς του ήταν ο Πρεσβυτεριανισμός και με τον Λιντς να πηγαίνει αργότερα στους Προσκόπους, θα μπορούσε να πει κανείς πως τα πρώτα του χρόνια λίγο διέφεραν από εκείνα άλλων Αμερικανών, στη δική του και τις γύρω Πολιτείες των Η.Π.Α. Όπως έχει πει ο ίδιος, η παιδική του ηλικία αποτελούνταν από «κομψά σπίτια, δρόμους στοιχισμένους με δέντρα, τον γαλατά, το χτίσιμο κάστρων στην πίσω αυλή, το να πετάει αεροπλανάκια, μπλε ουρανούς, λευκούς φράχτες, πράσινο γρασίδι και κερασιές. Η μεσαία αμερικανική τάξη όπως θα έπρεπε να είναι. Όμως, από την κερασιά χύνεται μαυροκίτρινη πίσσα και εκατομμύρια κόκκινα μυρμήγκια περπατάνε επάνω της». Αυτή η εικόνα, λίγο-πολύ συνοψίζει το σκηνοθετικό στυλ του Λιντς, που μάλλον πρωτο-αναπτύχθηκε στο προάστιο όπου γεννήθηκε.

Με επιρροές κυρίως από Ευρωπαίους ζωγράφους, σαν τον Αυστριακό εξπρεσιονιστή Όσκαρ Κοκόσκα, ο Λιντς ξεκίνησε την καριέρα του με το που αποφάσισε να πάει στην Καλών Τεχνών της Πενσυλβάνια, μετά από συμβουλή του φίλου του, Τζακ Φισκ. Εκεί ο Λιντς άρχισε να ζωγραφίζει και σύντομα οι πίνακές του έγιναν κεντρικά θέματα των πρώτων σουρεαλιστικών ταινιών μικρού μήκους του. Το «Six Men Getting Sick (Six Times)» (1967), που πειραματίζεται με την τεχνική «stop-motion animation», είναι ένα δείγμα από αυτή την πρώτη περίοδο της φιλμογραφίας του. Με πολύ μικρό μπάτζετ, αλλά πολύ όρεξη για δουλειά, ο Λιντς έκανε δύο ακόμα ταινίες μικρού μήκους στη Σχολή, το «Alphabet» (1968) και το «Grandmother» (1969), αυτή τη φορά με ηθοποιούς, δίνοντας κατευθείαν το στίγμα του ως ένας κινηματογραφιστής με μεγάλες ικανότητες στο χώρο των «ταινιών τρόμου».

Η διπλωματική του εργασία αποτέλεσε τη βάση για το μεγάλου μήκους κινηματογραφικό του ντεμπούτο, αλλά και μία ταινία που αργότερα απέκτησε αδιαμφισβήτητη καλτ φήμη και για πολλά χρόνια παιζόταν σε μεταμεσονύκτιες προβολές, σε σινεμά σε ολόκληρη την Αμερική. Το αλληγορικό «Eraserhead», με πρωταγωνιστή τον Τζακ Νανς, είναι ένα σκοτεινό παραμύθι ενηλικίωσης σε ασπρόμαυρους τόνους, που διαθέτει τόσες δυνατές σκηνές που είναι αδύνατον να το ξεχάσεις. Η ιστορία του νεαρού πρωταγωνιστή, που ζει σε μια βιομηχανική πόλη και αποφασίζει να παντρευτεί όταν η κοπέλα του μένει έγκυος, με ένα μωρό που βγαίνει τέρας, έχει επηρεάσει τόσο την «ποπ κουλτούρα», που μπορεί κανείς να ακούσει ξεκάθαρες αναφορές σε αυτήν, μέχρι και σε τραγούδια των Dead Kennedys.

Μετά την «underground» επιτυχία της πρώτης του ταινίας, ο Λιντς γνώρισε τον διάσημο χολιγουντιανό κωμικό, Μελ Μπρουκς, ο οποίος εντυπωσιάστηκε μαζί του και αποφάσισε να χρηματοδοτήσει (ανώνυμα) την επόμενη ταινία του. Η ταινία αυτή ήταν το επίσης ασπρόμαυρο, αλλά κατά πολύ συμβατικότερο, «Ο άνθρωπος ελέφαντας» (1980), που βασίστηκε στην αληθινή ιστορία του εκ γενετής παραμορφωμένου, Τζόζεφ Μέρικ. Στην ταινία, που διαδραματίζεται στην Βικτωριανή Αγγλία, παίζουν ο Τζον Χαρτ, ο Άντονι Χόπκινς και η σύζυγος του Μπρουκς, Αν Μπάνκροφτ, μεταξύ άλλων. Η επιτυχία που γνώρισε, κερδίζοντας τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ, εδραίωσε τον Λιντς στο Χόλιγουντ σαν ένα νέο και πολλά υποσχόμενο όνομα.

Τα στούντιο θέλησαν αμέσως να αξιοποιήσουν το νέο αυτό ταλέντο και γρήγορα αποφάσισαν να του προτείνουν ένα πρότζεκτ που είχαν παρατήσει πολλοί, συμπεριλαμβανομένου του καλτ σκηνοθέτη, Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, που ήθελε να το κάνει 14 ώρες σε διάρκεια, με πρωταγωνιστές ηθοποιούς τον Σαλβαδόρ Νταλί, τη Γκλόρια Σουάνσον, τον Ούντο Κιρ, τον Μικ Τζάγκερ και τον Όρσον Γουέλς. Το πρότζεκτ ήταν φυσικά το «Dune» (1984), βασισμένο στο επικό βιβλίο επιστημονικής φαντασίας του Φρανκ Χέρμπερτ, που ο Λιντς τελικά επιχείρησε, σε μία παραγωγή του Ντίνο ντε Λαουρέντις, με πρωταγωνιστή τον Κάιλ ΜακΛάχλαν στο ρόλο του Πωλ Ατρείδη, μια ταινία επάνω στην οποία είχε μικρό έλεγχο και τελικά δεν αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους κριτικούς. Η εμπειρία του σκηνοθέτη με τέτοιου μεγέθους μπάτζετ τον αποθάρρυνε και δεν ξαναέκανε ποτέ κάτι παρόμοιο. Παρόλα αυτά το «Dune: Parts One & Two» (2021-2024) του Ντένις Βιλενέβ, με τον Τιμοτέ Σαλαμέ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, έχει αναπόφευκτα βασιστεί εν μέρει στη μεταφορά του Λιντς.

Η επόμενη ταινία του σκηνοθέτη είναι, ίσως, μία από τις πιο γνωστές του. Το ερωτικό, νέο-νουάρ θρίλερ, «Μπλε Βελούδο» (1986), με πρωταγωνιστές τον ΜακΛάχλαν, την Ιζαμπέλα Ροσελίνι, τη Λόρα Ντερν και τον Ντένις Χόπερ, στο ρόλο του παρανοϊκού γκάνγκστερ, Φρανκ Μπουθ, έγραψε ιστορία τόσο για τις ερμηνείες και το σάουντρακ του (το οποίο επιμελείται για πρώτη φορά ο μόνιμος, από αυτό το σημείο και ύστερα, συνεργάτης του σκηνοθέτη, Άντζελο Μπανταλαμέντι), όσο και για τον ζοφερό κόσμο που ο Λιντς δημιουργεί, τυλιγμένο στο πέπλο της αμερικανικής μεσοαστικής καθημερινότητας, που αρχίζει να αποκαλύπτεται όταν ο κεντρικός χαρακτήρας βρίσκει ένα ακρωτηριασμένο αυτί σε ένα χωράφι δίπλα στο σπίτι του. Εκτός από την επιτυχία που γνώρισε η ταινία με κριτικούς και σινεφίλ, υπήρξε και η αιτία για να γνωριστεί ο Λιντς με τη μέλλουσα γυναίκα του, μέχρι το 1991, την Ροσελίνι. Η ταινία δανείστηκε τον τίτλο της από το ομώνυμο κομμάτι του Bobby Vinton, που παίζει στους τίτλους αρχής.

Ο Λιντς σκηνοθέτησε το 1990 μια αισθητά πιο «ελαφριά», αλλά αγαπημένη ταινία, το «Wild at Heart», που κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ Καννών, με πρωταγωνιστές τον Νίκολας Κέιτζ και τη Λόρα Ντερν. Αν και πρόκειται σαφώς για ένα «road movie», υπάρχουν πολλές αναφορές στο «Μάγο του Οζ» (1939) και τις ταινίες του Έλβις Πρίσλεϊ. Παράλληλα, με την παραγωγή της ταινίας, ο Λιντς δούλευε επάνω σε ένα νέο πρότζεκτ, μαζί με τον Μαρκ Φροστ, την τηλεοπτική σειρά, «Ο Ύποπτος Κόσμος του Τουίν Πικς (Twin Peaks)», για την οποία είχε ήδη ολοκληρώσει το πιλοτικό επεισόδιο από το 1989.

 

Το «Twin Peaks» έπαιξε μόνο για δύο σεζόν μέσα στη δεκαετία του 1990, από το 1990 ως το 1991. Παρόλα αυτά, έμελλε να αποκτήσει καλτ φήμη, αλλά και να αλλάξει τον τρόπο που γυρίζονταν πια οι σειρές για την τηλεόραση. Πρωταγωνιστής, στο ρόλο του ειδικού πράκτορα του FBI, Ντέιλ Κούπερ, που πηγαίνει στο Τουίν Πικς για να εξιχνιάσει τη μυστηριώδη δολοφονία της Λόρα Πάλμερ (Σέριλ Λι), είναι και πάλι ο Κάιλ ΜακΛάχλαν, ενώ στη σειρά εμφανίζονται οι ηθοποιοί Λάρα Φλιν Μπόιλ, Σέριλιν Φεν, Τζακ Νανς, Πάιπερ Λόρι και άλλα καλτ ονόματα. Θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε σειρές όπως τα «X-Files» ή το «True Detective» χωρίς να έχει προηγηθεί το «Twin Peaks», το οποίο παρακολουθούσε πιστά μέχρι και η Βασίλισσα Ελισάβετ Β’ της Αγγλίας. Αν και το ABC αποφάσισε να μην ανανεώσει τη σειρά για τρίτη χρονιά, έχουν παιχτεί αμέτρητες επαναλήψεις από την εποχή εκείνη και ο Λιντς επέστρεψε στην ιδέα του δύο φορές, πρώτα με το «prequel», «Twin Peaks: Fire Walk with Me» (1992) και 27 χρόνια αργότερα με μία τρίτη σεζόν, το «Twin Peaks: The Return» (2017).

Ο σκηνοθέτης συνέχισε την καριέρα του με τη σκοτεινή ταινία «Χαμένη Λεωφόρος» (1997), που τον έκανε να επιστρέψει στα νέο-νουάρ ίχνη του «Μπλε Βελούδου». Περισσότερο εφιαλτική από κάθε προηγούμενη σκηνοθετική απόπειρα του Λιντς, η ταινία αυτή σηματοδότησε μια νέα εποχή στην καριέρα του, που έμελλε να είναι και η τελευταία, προτού αποσυρθεί οριστικά από το σινεμά. Η «Χαμένη Λεωφόρος» έχει ως πρωταγωνιστές τον Μπιλ Πούλμαν και την Πατρίσια Αρκέτ και το σάουντρακ, αποτελούμενο από «indie» και «metal» μπάντες της δεκαετίας του 1990, από David Bowie μέχρι Marilyn Manson, Nine Inch Nails και Rammstein, προσφέρει την κατάλληλη ατμόσφαιρα σε αυτή την παράξενη και σχεδόν ψυχεδελική ιστορία.

 

Μια πιο ελαφριά νότα ήρθε με την ταινία, «The Straight Story» (1999), μια παραγωγή της Walt Disney, που βασίστηκε στην αληθινή ιστορία του Άλβιν Στρέιτ, ενός ηλικιωμένου βετεράνου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι 386 χιλιομέτρων από την Αϊόβα στο Ουισκόνσιν, με όχημα μια κουρευτική μηχανή του γκαζόν. Πρόκειται και εδώ για ένα «road movie», τρυφερό ως προς τη σύλληψή του, που διαθέτει στοιχεία αμερικανικού ιδεαλισμού. Ο κριτικός κινηματογράφου, Ρότζερ Εμπερτ, την παρομοίασε με τις ιστορίες του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Εκτός από τον Ρίτσαρντ Φάρνσγουορθ, που υποδύεται τον Άλβιν, στην ταινία εμφανίζονται επίσης η Σίσι Σπέισεκ και ο Χάρι Ντιν Στάντον.

Ο Λιντς δεν εγκατέλειψε ποτέ εντελώς την ιδέα να φτιάχνει έργα για την τηλεόραση, με συνέχειες αντί για αυτοτελείς ιστορίες. Η δεύτερη σειρά που συνέλαβε, μετά το «Twin Peaks», ήταν το «Οδός Μαλχόλαντ», που θα λάμβανε χώρα στο Χόλιγουντ. Βλέποντας το πιλοτικό επεισόδιο, οι τηλεοπτικοί σταθμοί απέρριψαν αμέσως την ιδέα του σκηνοθέτη, οδηγώντας τον στη Universal Pictures, που τελικά του έδωσε χρηματοδότηση για να το γυρίσει σαν μία ενιαία ταινία. Το αποτέλεσμα, με πρωταγωνίστριες τη Ναόμι Γουότς και την Λόρα Έλενα Χάρινγκ είναι μία από τις καλύτερες ταινίες του, αλλά και μία από τις πιο σκοτεινές του, που ξεκινάει και πάλι με μια συμπαγή ιστορία, αλλά καταλήγει σε ένα εφιάλτη από σουρεαλιστικές εικόνες και συμβάντα. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές είναι εκείνη όπου μία τραγουδίστρια (Ρεμπέκα ντελ Ρίο) τραγουδάει σε πλέι μπακ μια συγκινητική εκδοχή του «Crying», του Roy Orbison, στα Ισπανικά, μέχρι που οι πρωταγωνίστριες δακρύζουν πριν τη δούνε να λιποθυμάει επί σκηνής, με το τραγούδι να παίζει ακόμα στο φόντο.

Η τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του Λιντς ήταν το «Inland Empire» (2006), που λίγο φαίνεται να ενδιαφέρεται αν θα γίνει κατανοητή από το κοινό. Ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο όριο, ο σκηνοθέτης χάνεται στους πειραματισμούς του και στο σκοτάδι, φτιάχνοντας μια ταινία όμορφη μεν και τεχνικά άρτια, αλλά δυσνόητη και αχανή. Σίγουρα εδώ δεν πρόκειται για ένα είδος σινεμά που απευθύνεται σε ευρύ κοινό, όμως η φήμη που απέκτησε ο σκηνοθέτης όλα αυτά τα χρόνια, έκανε την ταινία να προβληθεί αρκετά, περισσότερο, ίσως, από οποιαδήποτε άλλη του είδους της. Οι ηθοποιοί που παίζουν είναι μερικοί από τους βασικούς συνεργάτες του, όπως η Λόρα Ντερν, ο Χάρι Ντιν Στάντον και η Γκρέις Ζαμπρίσκι αλλά και άλλοι, όπως ο Τζέρεμι Άιρονς. Ο Λιντς φάνηκε να κλείνει τον κύκλο του στο σινεμά με ένα αίνιγμα, όπως βέβαια θα περίμενε ο κάθε πιστός φαν της δουλειάς του.

Πέρα από την αριστουργηματική συνέχεια του «Twin Peaks» που κυκλοφόρησε πριν μερικά χρόνια, επαναφέροντας αγαπημένους χαρακτήρες και εισάγοντας νέους στον κόσμο της σειράς, ο Λιντς δεν έχει κάνει κάποια άλλη μεγάλη σκηνοθετική απόπειρα. Όπως λέει ο ίδιος, οι σειρές του φαινόταν πιο ενδιαφέρουσες, καθώς δεν χρειάζεται να δημιουργείς κάθε φορά ένα νέο σύμπαν από την αρχή, αλλά μπορείς να εξερευνείς το ήδη υπάρχον σε μεγαλύτερο βάθος. Όπως και να ‘χει, είτε με τέτοια ειδικά πρότζεκτ, είτε με τα «δελτία καιρού» που ανέβαζε στο YouTube μέσα στην περίοδο της καραντίνας, ο Λιντς συνεχίζει, λίγο πριν τα 80 του χρόνια, να παραμείνει ενεργός και γεμάτος νέες ιδέες.