- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τα αγγλόφωνα «Poor Things» και τα ελληνικά φιλμ του Γιώργου Λάνθιμου
Το σκηνοθετικό στιλ του είναι εναλλακτικό και παράταιρο, και τα παράξενα, παράδοξα μυθοπλαστικά ευρήματα κι αφηγηματικά μοτίβα έβαλαν τα θεμέλια του διεθνώς αναγνωρισμένου greek weird wave
Γιώργος Λάνθιμος: Το κινηματογραφικό στιλ του σκηνοθέτη στις ταινίες του - Το συναρπαστικό φιλμ «Poor Things»
Ας δούμε τις προηγούμενες, ελληνικές ταινίες του καταξιωμένου σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου. Ο πρωτότυπος, ιδιοσυγκρασιακός και πολύ πετυχημένος Γιώργος Λάνθιμος είναι ο πιο διακεκριμένος διεθνώς, νέος Έλληνας σκηνοθέτης. Δημιούργησε «διαφορετικές», (μετα) μοντέρνες, πολύ αξιόλογες ταινίες. Καταρχάς, τις ελληνικές παραγωγές «Κινέττα» (2005), «Κυνόδοντας» (2009) και «Άλπεις» (2011). Από αισθητικής πλευράς, συνδυάζονται μια σκηνοθετική ματιά ψυχρή και διαυγής, η δημιουργία εικόνων που γεννούν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, ένα ιδιότυπο, πρωτότυπο στιλ και κάποιος παγερός μετα-ρεαλισμός (ή ίσως και hyperréalisme στην «Κινέττα» και στον «Κυνόδοντα») που δεν κολλάνε σε προκαταλήψεις. Ο Λάνθιμος γύρισε λοξές μυθοπλασίες και σουρεαλιστικές παραβολές κοινωνικού στοχασμού χωρίς ταμπού, γύρω από το ζήτημα της οικογένειας, όπως τον «Κυνόδοντα», τις «Άλπεις», τον «Θάνατο του ιερού ελαφιού», ακόμη και την «Ευνοούμενη». Σε αρκετές ταινίες του, συμπεριλαμβανόμενου του «Κυνόδοντα» και των αγγλικών ταινιών του, περιγράφεται ένα πλέγμα ιδιότυπων σεξουαλικών σχέσεων, από παράξενων έως διαστροφικών.
Το σκηνοθετικό στιλ του Γιώργου Λάνθιμου στις ταινίες του
Το σκηνοθετικό στιλ του είναι εναλλακτικό και παράταιρο, και τα παράξενα, παράδοξα μυθοπλαστικά ευρήματα κι αφηγηματικά μοτίβα έβαλαν τα θεμέλια του διεθνώς αναγνωρισμένου greek weird wave.
Ο «Κυνόδοντας», πολύ στέρεος, λιτός και πλήρης, αν και ελλειπτικός, είναι ένα αλληγορικό, δυνατό φιλμ, χωρίς πολλά σύμβολα, για την οικογένεια (και κατά προέκταση την κοινωνία, που βρίσκεται μέσα στο σπίτι αλλά και έξω από αυτό, ως φόβητρο). Η σκηνοθεσία είναι ακριβής, ψυχρή, αποστασιοποιημένη και τολμηρή, για παράδειγμα τα σώματα καδράρονται ενίοτε περίεργα κι αποσπασματικά. Η συνοδευτική μουσική είναι απούσα, ο γενικός τόνος της κινηματογράφησης παγωμένος, πρωτογενής κι άμεσος, μα συχνά χιουμοριστικός και διασκεδαστικός, κυρίως λόγω των παιχνιδιών με τις λέξεις. Η σκηνοθετική κυριαρχία κι εφευρετικότητα εντυπωσιακές για τόσο μικρή παραγωγή, που γυρίστηκε σε πέντε εβδομάδες.
Διαδραματίζεται σε μια κλειστή, απομονωμένη βίλα, όπου ο αυταρχικός πάτερ - φαμίλιας κρατά ασφυκτικά φυλακισμένα και καταπιεσμένα τα παιδιά του, μαθαίνοντάς τους τα όλα, τη γλώσσα, τη σημασία των λέξεων, τους κινδύνους έξω από το σπίτι και το σεξ, με λάθος, γελοίο, παράλογο κι αστείο τρόπο. Το διασκεδαστικό και σημαίνον παιχνίδι ειδικά με τη γλώσσα, παίζει σημαντικό ρόλο στον αποπροσανατολισμό και στη λαθεμένη εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση των τριών παιδιών της οικογένειας και στη ψευτοενημέρωση για τον έξω, ελεύθερο κόσμο. Όλες οι ανησυχητικές κι «επικίνδυνες» λέξεις για το άδηλο μέλλον τους και το άγνωστο «αλλού», τους διδάσκονται με διαστρεβλωμένη, ψεύτικη σημασία. Ο κυριαρχικός πατέρας έχει επιβληθεί με πονηριά σε όλους, ωραιοποιώντας τον ρόλο του πατέρα - δυνάστη και παρουσιάζοντας τον εαυτό του σαν έναν καλοπροαίρετο δάσκαλο και γκουρού που προστατεύει τους υπόλοιπους από τον άγριο έξω κόσμο και τη βάναυση κοινωνία.
Φέρνει στο σπίτι μια υπάλληλο από τη δουλειά του για να ικανοποιεί σεξουαλικά τον κανακάρη του, μα αυτή την πέφτει στη μεγάλη κόρη του για ...γλειψίματα. Τελικά, η φιλοπερίεργη μεγάλη κόρη αντιδρά, εξεγείρεται και δραπετεύει για να γνωρίσει τον αληθινό κόσμο, ένα τέλος ταινίας ανοιχτό κι ανησυχητικό...
Ο «Κυνόδοντας» είναι παιγνιώδης, δημιουργικά διεστραμμένος, αποσταθεροποιητικός, απολαυστικός, νοσηρός και εντελώς παράξενος, μια περίπτωση πλήρως ξεχωριστή στο ελληνικό σινεμά, που συνδυάζει το μαύρο χιούμορ, την ανατριχίλα της φρίκης της αφασίας (οι εικοσιπεντάρηδες νέοι μιλούν σαν παιδάκια), ένα σύμπαν σχεδόν ρομποτοποιημένο και καθοδηγούμενα μηχανικό, τη ζωή σε μια ζοφερή, πρωτογενή, μουρλή, κωμική και σουρεαλιστική εκδοχή και συμπύκνωσή της. Συνδυάζει τη σωματική και άσκεφτη, σεξουαλική αμεσότητα και ωμότητα, το αποενοχοποιημένο παιχνίδι ακόμη και με τα γεννητικά όργανα, τις λέξεις και τα παιδικά παιχνίδια, το χιούμορ και τον διακριτικό σαρκασμό, την παγεράδα και την ώθηση στον θεατή να αναρωτηθεί και να σκεφτεί λόγω της φιξιόν, για πολλά και διάφορα κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα, την εκπαίδευση, την ποδηγέτηση των ατόμων, τη στρεβλή, παράλογη, καταπιεστική και πατερναλιστικά χειραγωγημένη οικογένεια και κατά προέκταση, κοινωνία.
Αντίστοιχο είναι το στόρι στις «Άλπεις», όπου μια ομάδα ανθρώπων υποκαθιστά επί πληρωμή, για λίγο καιρό, τους αποθανόντες, στο πλευρό των συγγενών τους, για να τους παρηγορήσουν και να τους δώσουν τον χρόνο να προσαρμοστούν στον θάνατό τους. Ο Μποντριγιάρ αποκαλεί τη σύγχρονη, συνοπτική διαδικασία απαλλαγής από τους νεκρούς, απέλαση των νεκρών...
Ο Λάνθιμος έχει κατορθώσει να βάλει την προσωπική σφραγίδα του σε μια συνεκτική, ιδιότυπη, σχετικά ελλειπτική και παράξενη αισθητική και προβληματική που έχει υιοθετήσει. Η θεματική και το κινηματογραφικό ύφος του επικεντρώνονται σε καταστάσεις που μοιάζουν με καλλιτεχνικά πειράματα με ανθρώπους, με ανθρώπινες καταστάσεις που λες και αναπτύσσονται σε απομονωμένο δοκιμαστικό σωλήνα, όπου τίθενται ορισμένοι αυστηροί κανόνες διαβίωσης. Οι ταινίες αυτές μοιάζουν με ανθρωπολογικά πειράματα του Λάνθιμου και των σεναριογράφων του (Ευθύμη Φιλίππου και Τόνι ΜακΝαμάρα), και ξεκινούν και εξελίσσονται με βάση τη δική τους ανεξέλεγκτη δυναμική. Σε δοκιμαστικό σωλήνα, σε ένα κλειστό σύμπαν, κατά κάποιο τρόπο κεκλεισμένων των θυρών, ο σκηνοθέτης τεστάρει ορισμένα, κυρίαρχα ή αιρετικά πρότυπα συμπεριφορών: Συμπεριφορών επικοινωνίας, γλωσσικής έκφρασης, διαπαιδαγώγησης και διδασκαλίας, ερωτικής συνεννόησης, σεξουαλικής συνεύρεσης, επιβολής κι υποταγής, ανθρώπινης απώλειας ή θανάτου. Στην εξέλιξη αυτών των υποκινούμενων, πειραματικών καταστάσεων υπεισέρχονται απειλητικά τα στοιχεία της ατομικής πρωτοβουλίας και εξέγερσης, καθώς και του τυχαίου.
Σε αυτές τις κοινωνικές συνθήκες, τα νοήματα και τα λόγια φαντάζουν κούφια, κενά ή διφορούμενα και προκαλούν δυσφορία στα προβληματικά και προβληματισμένα άτομα των ιστοριών. Στην προβληματική των ταινιών του Λάνθιμου αντανακλώνται έμμεσα ορισμένα ζητήματα της ελληνικής κοινωνικής, οικογενειακής και πολιτιστικής κρίσης. Στα θεματικά μοτίβα παρεισφρέουν οι καταστάσεις του φόβου, της πνιγηρής καταπίεσης και της εξουσίας της οικογένειας, του πατέρα και της ανώτατης αρχής, της κρίσης και του κινδύνου.
Το πρώτο («Κινέττα») και το τελευταίο ελληνικό φιλμ του («Άλπεις») θα κέρδιζαν αν ήταν λιγότερο αφαιρετικά. Ο Λάνθιμος με τον σεναριογράφο του Ευθύμη Φιλίππου πήγαν να δημιουργήσουν μια σχολή ελλειπτικού και συγχρόνως ιδιότυπα και σουρεαλιστικά, κοινωνικού κινηματογράφου διανθισμένου με παρωδικά, ειρωνικά και παράλογα στοιχεία (τους ακολούθησαν μέσες-άκρες, η Αθηνά-Ραχήλ Τσαγκάρη, ο Μπάμπης Μακρίδης, ο Χρήστος Νίκου, ο Mιχάλης Κωνσταντάτος, ο Έκτoρας Λυγίζος, κ.α.).
Οι διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές του Γιώργου Λάνθιμου
Ο Γιώργος Λάνθιμος, από το 2015 και έπειτα γύρισε τις σπουδαίες, διεθνείς φιλμικές παραγωγές του, που αναγνωρίστηκαν πανευρωπαϊκά και διεθνώς για την ποιότητα, τη σκηνοθετική δεξιότητα, την αρτιότητά τους, τον στοχασμό και την παράδοξη, εστετίστικη, παράταιρη προβληματική και στιλιστική τους. Η «Κινέττα», oι «Άλπεις», ο «Αστακός», ο «Θάνατος του ιερού ελαφιού», η «Ευνοούμενη» και το «Poor Things» ασχολούνται πάλι με τα θέματα της οικογένειας, της απώλειας και του θανάτου και ξεκινούν από τη βάση μιας παρόμοιας και εξελισσόμενης αισθητικής.
Το «Lobster» (2015) υιοθετεί, όπως και τα προηγούμενα φιλμ του Λάνθιμου, ένα ψυχρό, ειρωνικό, πρωτότυπο και αισθητικά ελεγχόμενο στιλ: Την παγερή σκηνοθεσία, με επιμονή στις λεπτομέρειες, ενός τυποποιημένου και μηχανικού, παράλογου ανθρώπινου σύμπαντος. Όπως παρατηρήσαμε για τις ταινίες του που μοιάζουν με ανθρωπολογικό πείραμα το οποίο γίνεται κεκλεισμένων θυρών, σε απομονωμένο δοκιμαστικό σωλήνα και σε ένα κλειστό σύμπαν με άτεγκτους κανόνες, έτσι κι εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αυταρχική και δυστοπική κοινωνία ενός ζοφερού, εφιαλτικού, τεχνοκρατούμενου μέλλοντος. Το πείραμα του Λάνθιμου και του σεναριογράφου Ευθύμη Φιλίππου ξεκινάει και εξελίσσεται με βάση τη δική του αποτρόπαιη δυναμική. Ο κόσμος αυτός χαρακτηρίζεται από τυποποιημένα κι αυτοματοποιημένα συναισθήματα, ήθη, συμπεριφορές και πεποιθήσεις. Έχουμε απέναντί μας παγωμένα, απάνθρωπα κι άκαμπτα, ηθικά και συμπεριφορικά πρότυπα. Οι κεντρικοί ήρωες αγωνίζονται να δραπετεύσουν από αυτή την αυστηρότατα ρυθμισμένη, κομφορμιστική κοινωνία, για να εμπλακούν σε μια άλλη, εξίσου αυταρχική, την κοινότητα των «αντιπολιτευόμενων», μοναχικών ατόμων – ανταρτών που, από αντίδραση, πρεσβεύουν την αγαμία και την κατάργηση του έρωτα και του σεξ! Το κυρίαρχο σύστημα της κοινωνίας τιμωρεί όσους ανθρώπους μένουν μόνοι, χωρίς ερωτικό σύντροφο, μετατρέποντάς τους σε ζώα... Το σινεμά αυτό βρίσκεται στο μεταίχμιο του πολιτικοποιημένου σουρεαλισμού, της οργουελικής αλληγορίας, του μαύρου χιούμορ και του φανταστικού κινηματογράφου.
Ο Γιώργος Λάνθιμος σκηνοθέτησε το 2017, το «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού». Τη δημιουργική, δραματική και δυνατή «αναπροσαρμογή» στη σημερινή, μοντέρνα εποχή, του αρχαίου τραγικού μύθου της Ιφιγένειας και –λόγω του προγενέστερου λάθους του χαρακτήρα του καρδιοχειρούργου, που θυμίζει το λάθος του Αγαμέμνονα στην Ιφιγένεια του Ευριπίδη– της αναγκαίας οικογενειακής θυσίας. Πρόκειται για τη δεύτερη αγγλόφωνη ταινία του με διεθνείς σταρ, ένα μεταφυσικό θρίλερ, ένα ζοφερό και δηκτικό κοινωνικό φιλμ, το οποίο συνδυάζει τη βιβλική με την αρχαιοελληνική ηθική. Στην ταινία του ανέμιξε την ελληνική τραγωδία με την κριτική του σύγχρονου, ιεραρχημένου, τεχνοκρατικού, συντεταγμένου και ψυχρού κόσμου. Το σενάριο του Λάνθιμου και του Φιλίππου ζυγιάζει το καθήκον, την ανθρώπινη ευθύνη και τη θυσία ως αντίβαρο του ατομικού λάθους και της ενοχής του κεντρικού ήρωα, του καρδιολόγου μεγαλογιατρού (Κόλιν Φάρελ). Την ολοκάθαρη τάξη και την ασφάλεια της μεγαλοαστικής οικογενειακής εστίας του γιατρού όπου ζει με την οφθαλμίατρο γυναίκα του (Νικόλ Κίντμαν) και τα δύο παιδιά του θα διαταράξει ένας απρόσμενος και ύπουλος εισβολέας, το παιδί κάποιου που ο καρδιολόγος εγχείρησε ανεπιτυχώς (το μοτίβο του ανατροπέα εισβολές κοσμεί πολλές καλλιτεχνικές ταινίες, το βρίσουμε σε διαφορετικές μορφές και εντάσεις στον Παζολίνι –στο Θεώρημα–, στον Λόζεϊ, στον Σαμπρόλ, στον Σκολιμόφσκι και αλλού). Η σκηνοθεσία του χώρου και του ήχου από τον Λάνθιμο, θυμίζει Κιούμπρικ και h σκηνοθεσία του απροσδόκητου και αστάθμητου παράγοντα θυμίζει λίγο Χάνεκε· ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται το μοιραίο και αναπάντεχο θυμίζει, εδώ, ελληνική τραγωδία. (Ο Λάνθιμος συνήθως φτιάχνει μεταμοντέρνο και σινεφιλικό σινεμά με διάφορες αναφορές).
Στην «Ευνοούμενη» (2018), ο Λάνθιμος αποδεικνύει άλλη μία φορά ότι είναι πολύ καλός σκηνοθέτης, πως βρίσκει πολλούς τρόπους για να σκηνοθετήσει μια ιστορία και ένα σενάριο. Προσθέτει, μέσω της ευφάνταστης, τολμηρής σκηνοθεσίας του, μια ανατρεπτική, σουρεαλιστική, διαστροφική και σκωπτική διάσταση στις ιστορίες που σκηνοθετεί, στις μυθοπλασίες που οικοδομεί, ακόμη κι όταν οι σεκάνς του έχουν κλασικότροπη κατασκευή. Η «Eυνοούμενη» είναι πικάντικο και μπαρόκ, «πειραγμένο» φιλμ εποχής, και πραγματεύεται τις ίντριγκες στη βασιλική αυλή της Αγγλίας στις αρχές του 18ου αιώνα, μια ανδροκρατούμενη εποχή. Ίντριγκες γύρω από την πολιτική εξουσία και την ερωτική εξουσία που ασκούν οι μεν στους δε. Ο Γιώργος Λάνθιμος μας προτείνει έναν κόσμο συγκρούσεων στο παλάτι, ένα σύμπαν υποκρισίας, προδοσίας, ερωτισμού, κυριαρχίας επί των υπηκόων και χειρισμού των ανθρώπων, υπό τη μορφή στιλιστικής φάρσας εποχής. Πρωταγωνιστούν τρεις λεσβίες κυρίες της αυλής (ερμηνευμένες σπουδαία από τρεις αναγνωρισμένες, ταλαντούχες ηθοποιούς), όπου στο επίκεντρο βρίσκεται η νοσηρή και φιλάσθενη βασίλισσα (Ολίβια Κόλμαν) και από γύρω την πολιορκούν για να την κατακτήσουν ψυχικά, διανοητικά και σεξουαλικά, ώστε να χρησιμοποιήσουν την εξουσία της, δύο νέες κι ερωτικότατες κυρίες των τιμών (Ρέιτσελ Βάις και Έμα Στόουν).
H τελευταία ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, «Poor Things», μας έκανε να νιώσουμε ανατριχιασμένοι, έκπληξη, ζωντάνεμα και παραξένισμα! Γιατί έχουμε να κάνουμε με μια πολύ ιδιότυπη, τρελή και παράδοξη ταινία, με συμπαγή, ιδιόμορφη αισθητική. Mερικοί φίλοι σχολιαστές την βρήκαν υπερβολικά τρελή στο περιεχόμενο και στην έκφραση, σε σημείο που υποτίθεται πως αμβλύνει το νόημά της, μα δεν συμφωνούμε... Ας μην ξεχνάμε πως ο Λάνθιμος έχει ήδη τελειώσει τα γυρίσματα ενός ακόμη σαρκαστικού, παράξενου και αστείου, διεθνούς φιλμ του, το AND. Το «Poor Things» είναι η διασκευή που ο Γιώργος Λάνθιμος έκανε σε ένα μπεστ σέλερ μυθιστόρημα του 1992, με τον ίδιο τίτλο, του Βρετανού Άλασντερ Γκρέι (το βιβλίο επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα), που ο σκηνοθέτης διασκεύασε με τον σεναριογράφο Τόνι ΜακΝαμάρα, με τον οποίο είχε συνεργαστεί στο «The Favorite» («Ευνοούμενη», 2018). Το ακραίο εγχείρημα του «Poor Things» μοιάζει με ευφάνταστη, πλουμιστή τρέλα επιστημονικής φαντασίας, που ξεχωρίζει βαθμιαία για τα μαγευτικά χρώματά της, τη δηκτικότητα των ειρωνικών παρατηρήσεών της, το σαρδόνιο χιούμορ και τη γλυκόπικρη σύνθεση σε λεπτή ισορροπία, έντονων μομφών και κομψών, χαριτωμένων χαδιών προς την απεικονιζόμενη αισθητική-νοηματική «πραγματικότητα».
Η μυθοπλασία διαδραματίζεται στη Γλασκώβη, στην Αλεξάνδρεια και στο Παρίσι της δεκαετίας του 1880 και περιγράφει τις τεμνόμενες ζωές δύο γιατρών, μιας γυναίκας (η υπέροχη, αισθαντική, κινητική κι εύπλαστη Έμα Στόουν) και ενός γυναικά, ερωτύλου δικηγόρου που τα φτιάχνει με την κοπέλα. To «Poor Things» εξιστορεί την κατασκευή από έναν τρελό κι απελπισμένο Δόκτορα, τύπου Δρ Φρανγκεστάιν, ενός αλλοπρόσαλλου κοριτσιού με εγκέφαλο και μυαλό μωρού. Κατά συνέπεια, κινούμεθα στο πλαίσιο της επιστημονικής φαντασίας. Το κοριτσάκι αυτό, την Μπέλα, εκπαιδεύουν βαθμιαία μα γρήγορα, ο δόκτωρ, που τον θεωρεί πατέρα της και Θεό, και ο ερωτοπαθής βοηθός του, γοητευμένος από την ανυπότακτη Μπέλα. Η ταινία περιγράφει, ουσιαστικά, την πορεία συνειδητοποίησης, χειραφέτησης κι αποπεράτωσης της ερωτικής και κοινωνικής μάθησης της νέας γυναίκας, αφού αποτινάξει τον ζυγό του πατερναλιστή ψευτοπατέρα, του αφελή αρραβωνιαστικού και του φαλλοκράτη, καταπιεστικού εραστή· μιας φιλομαθούς γυναίκας που μπορεί κάλλιστα να είναι του σήμερα και που μετατρέπεται λίγο λίγο σε απελευθερωμένη και αφυπνισμένη πνευματικά γυναίκα που αποστρέφεται την υποταγή στους κομφορμιστικούς, υποκριτικούς κοινωνικούς κανόνες, σε πολυγαμική και ηδονόχαρη φεμινίστρια που μαθαίνει κι εξοικειώνεται με το πολύ και ποικίλο σεξ, τον ερωτισμό, τη νοημοσύνη και κατανόηση, και την κοινωνικοπολιτική συμπαράσταση...
Έχω την αίσθηση πως ο Γιώργος Λάνθιμος από καιρό διανύει ευφορικά, επιτυχώς, μια νέα περίοδο στη διεθνή φιλμογραφία του, εισάγοντας περισσότερα σκωπτικά, γκόθικ, σουρεαλιστικά, φουτουριστικά και παράλογα στοιχεία παρωδίας, τρελής περιπέτειας και παραβολής. Οι ταινίες του έχουν ένα κοινωνικό, υπαρξιακό και σχεδόν σατιρικό υπόβαθρο, από τον «Κυνόδοντα» έως την «Κινέττα», τον «Αστακό» και το «O θάνατος του ιερού ελαφιού» έως το «The Favourite» και το «Poor Things».
Σε αυτή την ιδιόμορφη κινηματογραφική σύνθεση που έχει συλλάβει και φτιάξει ο Γιώργος Λάνθιμος, έχει μπορέσει να κάνει βαθμιαία ένα μείγμα κάπως εμπορικού και θεαματικού σινεμά για το πολύ κοινό, με έναν κινηματογράφο προσωπικό, καλλιτεχνικό και με σφραγίδα σπάνιου δημιουργού. Πολλές ταινίες του έχουν αποσπάσει βραβεία σε μεγάλα φεστιβάλ, στις Κάννες και στη Βενετία, ακόμη και Όσκαρ γυναικείου ρόλου.