- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Χάνοντας την απόλαυση
«Ένα αμήχανο μελόδραμα που, αντί να διατηρεί τη σπαρακτικότητά του, φέρει μια αποξενωτική σχηματοποίηση»
Βλέποντας πρόσφατα το «Xenia» (2014) του Πάνου Κούτρα είχα μια σκέψη. Η ταινία είναι διασκεδαστική, ίσως πιο διασκεδαστική όμως απ’ ό,τι θα χρειαζόταν για να μπορώ να τη σκέφτομαι αβίαστα με... ευχαρίστηση. Aναρωτήθηκα τι μπορεί να προκάλεσε αυτή την αντίφαση: Με ενόχλησε ο feel good χαρακτήρας του «Xenia», και δεν μπορούσα να συντονιστώ με το διακύβευμα της ταινίας ακριβώς εξαιτίας αυτού του χαρακτήρα της.
Ο feel good χαρακτήρας μιας ταινίας δεν είναι απαραίτητα ελάττωμά της (σκέφτομαι εδώ το «Breakfast Club» (1985) ή το «Home Alone» (1990). Ωστόσο, ένιωθα ότι σε αρκετές σκηνές το «Xenia» εκχωρεί το δυναμικό του και την αποτελεσματικότητά του στο «εφέ» μιας ιδιαίτερα εύθυμης απείθειας (των χαρακτήρων αλλά και του γενικότερου τόνου της ταινίας) – μιας απείθειας απέναντι σε αυτό που εγώ καταλαβαίνω ως ξενότητα του κόσμου ή καλύτερα ως ξενότητα εκείνου το οποίο κανείς αγαπάει, δεν αγαπάει, θέλει να αγαπήσει ή δεν μπορεί να αγαπήσει (του εαυτού μας συμπεριλαμβανομένου).
Η ευθυμία αυτής της απείθειας μερικές φορές εκδηλώνεται με ένα ηχηρό, ευφυές και αποδομητικό χιούμορ («και Αλβανός και πούστης – και βουνό και θάλασσα!» λέει για τον εαυτό του αυτοσαρκαζόμενος ο Danny). Ωστόσο, κατα τη διάρκεια της ταινίας, αυτό το χιούμορ φαίνεται σταδιακά να τυποποείται και να αποκτά την μορφή ενός απλού (αφηγηματικού;) τεχνάσματος. Έτσι, όχι μόνο χάνει το ριζοσπαστισμό του (την απελευθερωτική, ιωβική ενέργεια που έχει δηλαδή), αλλά, κυρίως, καθιστά, χωρίς λόγο την αφήγηση ιδιαίτερα σχηματική (όπως σε όλη την τελευταία σκηνή της εκκεντρικής «ομηρίας»/καρικατούρας) ή απονευρωμένη (όπως στην ξαφνική ελαφρότητα με την οποία ρωτάει ο ένας αδερφός τον άλλο αν ήταν τελικά ο πατέρας του εκείνος που απειλούσαν για να πάρουν τα χρήματα). Ιδίως προς το τέλος, λοιπόν, η ιωβική ενέργεια του «Xenia» δίνει τη θέση της σε έναν ολοκληρωτισμό ευθυμίας. Δίνει τη θέση της σε μια πραγματικά ξένη (προς την αρχική, απλελευθερωτική κατεύθυνση της ταινίας) ποιότητα, την ιδεολογία του feel good.
Βεβαίως, κάτι πρωτογενές που αφορά το γούστο μου, τη δική μου «ιστορία» με κάνει να αντιδρώ στο γούστο του «Xenia». Ίσως είναι ότι δεν ένιωσα ποτέ τόσο την ανάγκη να αποδομήσω τη σχέση μου με τους ανθρώπους που αγαπάω ή δεν αγαπάω, ή να τους ταυτοποιήσω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για να αντέξω την ξενότητά τους. Και αυτή η ανάγκη, διαισθάνομαι, αποτελεί μια μύχια μέριμνα του «Xenia».
Είναι χαρακτηριστικό πως η μαμά στο «Xenia» (της οποίας η παρουσία θα μπορούσε να άρει την ξενότητα που μου μοιάζει να διαποτίζει την ταινία) είναι απούσα. Και μου μοιάζει ότι η βασική τρυφερότητα απευθύνεται σε αυτή την απουσία (τρυφερότητα και απουσία που εμμέσως φαίνεται να δένουν τα δυο αδέρφια και να θρέφουν την εγκάρδια παρουσία του τραγουδιστή φίλου της μαμάς).
Μα, αφού αυτή η τρυφερότητα είναι αρχικά παρούσα, εκεί (συγκινητικά μάλιστα, στη σκηνή με το walkman), γιατί η ταινία την εγκαταλείπει με την επιθετικά feel good διάθεση που σιγά-σιγά αναπτύσσει; Από πού πηγάζει αυτή η διάθεση; Πώς ακριβώς προσιδιάζει ή έστω συντονίζεται μια τέτοια επιθετική διάθεση με αυτή της τρυφερότητας; Αυτό δυσκολεύομαι να αντιληφθώ.
Αν το γεγονός της έλλειψης της μαμάς είναι αυτό που τροφοδοτεί αυτή τη διάθεση τότε αναρωτιέμαι γιατί θέλει το «Xenia» να… τα συμπεριλάβει όλα. Και όχι απλά να τα συμπεριλάβει – αλλά να μου δείξει, και να μου επιβάλει εν μέρει, πως αυτή η στάση είναι η καλύτερη: Και ένα humour αντι-κλίμακας («bathos» – μια απότομη, κωμική απονεύρωση της βαρύτητας των καταστάσεων) και τον απόηχο της μακάριας ιερότητας της μαμάς. Το ιερό είναι απλά «ένα από όλα αυτά που παίζουν», ένα μέρος μόνο του παιχνιδιού, όχι αυτό που ορίζει το παιχνίδι. Ευτυχώς(;), δυστυχώς(;) πρέπει να είμαι ελεύθερος (από αυτό το ιερό), ανακοινώνει το «Xenia». Και, για να αντέξω αυτή τη μοναξιά, η απλά αυτή τη διαπίστωση, πρέπει να αφεθώ σε μια sexy δυσαρμονία, σε μια σχεδόν εξαναγκαστική έλξη προς οποιαδήποτε «ενδιαφέρουσα» αιχμή μπορεί να σιγάσει την ηχηρότητα της απουσίας.
Why not? – θα μπορούσε να υποστηρίξει ένας θεωρητικός του «queer». Οτιδήποτε άλλο είναι (ύποπτος) συντηρητισμός.
Εγώ δεν νιώθω έτσι, αλλά δεν έχω κανένα πρόβλημα κάποιος να με ταυτοποιήσει έτσι ώστε να διαχειριστεί την ξενότητά μου. Ειρωνεύομαι λίγο αλλά χαμογελάω αυτή τη στιγμή, χωρίς ειρωνεία. Κρίμα που δεν μπορείς να δείς αυτό το χαμόγελο, «Xenia». Είσαι μόνο μια ταινία κι εγώ είμαι μόνο ένα κείμενο, και συναντιόμαστε μόνο μέσα από ανθρώπους.
Εσύ θέλεις να μυηθώ –τελετουργικά– σε αυτή τη, λίγο εγκεφαλική, λίγο αισθησιακή, δυσαρμονία που μας κρατάει απασχολημένους όταν ορμά πάνω μας η σιωπή. Και η ηχητική σκηνή/σύγχυση με την οποία... «ανοίγεις» είναι χαρακτηριστική! Και fun. Όπως το βλέπω εγώ όμως, όλα τα άλλα είναι απλά στόμφος. Ένα αμήχανο μελόδραμα που, αντί να διατηρεί τη σπαρακτικότητά του, φέρει μια αποξενωτική σχηματοποίηση, ένα αποξενωτικό καλούπιασμα της ζωής.
Για μένα, η δική σου ξενότητα είναι ένας συγκαλυμμένος διδακτισμός. Απέναντί του δεν μπορώ παρά να αντιδράσω. Ιδίως όταν χρησιμοποιεί feel good μηχανισμούς (which we love).
Ο διδακτισμός αυτός δεν μου φαίνεται να υπήρχε στo «Στρέλλα» (2009). Η αίσθηση που έχω από εκείνη την ταινία είναι λιγότερο καταπιεστική. Το feel good στοιχείο (αν υπήρχε, δεν θυμάμαι πολύ καλά) ήταν (πάντως) περισσότερο αφομοιωμένο στο αφηγηματικό διακύβευμα. Το «Στρέλλα» ήταν σπαρακτικό, μελοδραματικό και διατηρούσε και την ιωβική του ενέργεια!
Επίσης, διδακτισμός δεν υπήρχε ούτε στο «Όλα για τη μητέρα μου» (1999) του Pedro Almodovar (ένιωσα μια συνάφεια όταν έβλεπα την ταινία). Η ένταση (και το χιούμορ) εκείνης της ταινίας, θυμάμαι, αντιμετώπιζε περισσότερο μετωπικά και περισσότερο διερευνητικά το ανοίκειο και την απώλεια, χωρίς να προσπαθεί να τα εντάξει στην «τάξη λόγου» των feel good τεχνασμάτων, όπως κάνει το «Xenia».
Ίσως ο πραγματικός εχθρός, ο πραγματικός ξένος –για το cinema, την αφήγηση, την τέχνη, αλλά και για το πώς ζει κανείς–, να είναι, όχι η χρήση, αλλά η επικράτεια αυτών των τεχνασμάτων. Όχι μόνο των feel good. Των τεχνασμάτων. Τότε είναι που, όχι μόνο η τέχνη αλλά και η ζωή, η (εσωτερική και η εξωτερική μου) ζωή, χάνει τη ριζοσπαστικότητά της.
Επειδή όμως ο διδακτισμός φέρνει διδακτισμό, μου έρχεται να πω: Πότε σταματάει ένα έργο τέχνης να είναι feel good για να μπορεί απλά να δώσει απόλαυση; Χαίρομαι που το «Xenia» μού έδωσε την ευκαιρία να αναρωτιέμαι γι’ αυτό και νομίζω ότι οι απαντήσεις που μπορεί να δώσει κανείς σε αυτό το ερώτημα πάντα θα νοσταλγούν αυτή την τρυφερότητα που η ταινία τείνει τελικά να αποποιηθεί.
Η ελευθερία, αλλά και η ιωβική της ενέργεια, δεν είναι απαραίτητο να πηγάζουν τόσο από μια feel good κριτική απείθεια απέναντι στους ανθρώπους που αγαπάς, θέλεις να αγαπήσεις ή δεν μπορείς να αγαπάς – όπως προτείνει το «Xenia». Μπορεί να πηγάζουν απλά και από την ανάμνηση μιας τρυφερότητας προς αυτούς, με αυτούς.
*H K.B. είναι υποψήφια Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (Film Aesthetics)