- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Προλαβαίνεις!
Όλα για τον μεγαλύτερο κινηματογραφικό θεσμό της Ελλάδας
64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης - Όλα για τον μεγαλύτερο κινηματογραφικό θεσμό της Ελλάδας
Στην Πλατεία Αριστοτέλους με κοντομάνικα, ζέστη και αστραφτερούς μεσημεριανούς ήλιους που τα απογεύματα δύουν εξουθενωτικώς πορτοκαλένιοι και μαγικοί, οι καλεσμένοι του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου σχηματίζουν για τη Θεσσαλονίκη μια ιδέα που απέχει τα μάλα από τη συνήθη γκρίνια περί απάνθρωπης, βρόμικης και πνιγμένης στο μποτιλιάρισμα και τα λογής προβλήματα πόλης. Έτσι είναι. Αν τρυπήσεις την τουριστική και καρτποσταλική εικόνα κυκλοφορώντας έξω από το σεταρισμένο έντεχνα για να υποδέχεται τουρίστες κέντρο, θα βρεις μια πόλη γερασμένη και αφημένη στην τύχη της. Εξαιτίας, άλλωστε, αυτού του δημόσιου και παντού διάχυτου αισθήματος και εικόνας, μαυρίστηκε και εκθρονίστηκε από τον Δήμο ο Κωνσταντίνος Ζέρβας, με τον Στέλιο Αγγελούδη να αναλαμβάνει oσονούπω τα ηνία και όλοι να αναρωτιόμαστε πώς σε 100 μέρες, όπως μας έταξε, θα ανατάξει το άστυ.
Στοπ όμως με την γκρίνια, γιατί παραδοσιακά τις μέρες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου κάτι συμβαίνει και τα «θεματάκια» μας εξαφανίζονται και η «παραπονεμένα λόγια έχουν τα τραγούδια μας, γιατί το άδικο το ζούμε μέσα από την κούνια μας» πόλη δίνει τη θέση της σε μια Θεσσαλονίκη περήφανη και αδιάλλακτα κοσμοπολιτάνα, μια πόλη που χαμογελά, λάμπει, τίποτα δεν τη χαλά και ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Είναι το φεστιβάλ, ανόητε, ή και πώς ένα μικρό θαύμα συμβαίνει στον Βορρά. Ένα θαύμα που θέλει τα πάντα αυτές τις μέρες στη Θεσσαλονίκη να πηγαίνουν μέλι γάλα, έτσι ώστε ο Αθηναίος δημοσιογράφος, ηθοποιός, σκηνοθέτης και whatever/wherever κινηματογραφικώς εμπλεκόμενος, oι ξένοι guests, αλλά και αρκετοί ντόπιοι (υπολογίστε με!), στη διάρκεια του φεστιβαλικού δεκαήμερου, να βιώνουμε μια πόλη που ατενίζει το μέλλον θετικά και ξάστερα.
Το εννοώ: Σαν τη Θεσσαλονίκη του Φεστιβάλ Κινηματογράφου δεν υπάρχει – όλη η πόλη είναι μια μεγάλη γιορτή. Πιστεύω, δε, ακράδαντα και το υποστηρίζω ολόψυχα πως ειδικά αυτή την εβδομάδα που διανύουμε, εκτός από τους κουλτουριάδηδες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου που έχουμε κάθε λόγο να το πανηγυρίζουμε, μεγάλη χαρά βιώνει μαζί μας και οι ποδοσφαιρολάγνοι συμπολίτες μας. Η κυρίαρχη φυλή σ’ αυτήν πόλη (για να μην ξεχνιόμαστε) δεν είμαστε οι φεστιβαλικοί αλλά οι μπαλοφρενείς, τα οποία παόκια δεν ενδιαφέρονται για το ρουμάνικο σινεμά, το οποίο γνωρίσαμε χάρη στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Για τα δικέφαλα παιδιά, ο μόνος Ρουμάνος που μετράει και τους αφορά είναι ο προπονητής Ρασβάν Λουτσέσκου, που την περασμένη Κυριακή έφερε το διπλό του ΠΑΟΚ μέσα στο Καραϊσκάκη. Βλέπεις Ρουμάνο, είναι καλός, από όποιον χώρο προέρχεται. Όλη η πόλη μια χαρά και μακάρι έτσι όλοι μας να ζούμε τις στιγμές της ευτυχίας μας.
Η ταινία έναρξης του 64ου Φεστιβάλ ήταν το «Στη φωτιά» (The pot-au-feu) του Tran Anh Hung, με τη Ζιλιέτ Μπινιός και τον Μπενουά Μαζιμέλ. 107 (τυραννικά τολμώ να δηλώσω) λεπτά, όπου οι πρωταγωνιστές μαγείρευαν ψάρια, πουλερικά, λαχανικά, γάστρες και για γλυκό ψητές Αλάσκες, αμπελοφιλοσοφώντας περί έρωτα, στομαχιού και εποχικής ύλης, καθώς καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια. Βέβαια, κρίνοντας από τα συμφραζόμενα του καλλιτεχνικού διευθυντή Ορέστη Ανδρεαδάκη, αλλά και από τα σχόλια των θεατών στα πηγαδάκια έξω από το Ολύμπιον, το «Στη φωτιά» επισφράγισε τελετουργικά δύο δικές μου πεποιθήσεις: α) Παραφράζοντας τον Σαρτρ, Κόλαση δεν είναι οι άλλοι, αλλά οι Γάλλοι και β) εφόσον σε αυτήν την πόλη από το πρωί έως το βράδυ δεν κάνουμε κάτι άλλο πέρα από το να ανακαλύπτουμε νέους μάγειρες και κουζίνες, που μετά τους στέλνουμε να μαγειρέψουν και στην Αθήνα, τότε ναι, αυτή ήταν μια πολύ εύστοχη ταινία έναρξης.
Επιστρέφω στο ρουμάνικο σινεμά. Το «Libertate» του Tudor Giurgiu, και το «Μην περιμένετε πολλά από το τέλος του κόσμου» του Radu Jude, δύο απολαυστικά πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες, δικαίωσαν όλους αυτούς που χρόνια πλημμυρίζουν τις αίθουσες και αποζημιώνονται από το σινεμά αξιώσεων που εξασκούν οι περίπου γείτονες. Η πρώτη είχε να κάνει με το πώς έπεσε ο κομμουνισμός του Τσαουσέσκου και έληξαν τα μαρτυρικά χρόνια που με ζαμπόν και τσιγάρα εισαγωγής την περνούσαν μόνον οι καμαράντε του κόμματος. Η δεύτερη έκανε φόκους στο σημερινό «δημοκρατικό» Βουκουρέστι της ελεύθερης αγοράς και του TikTok, εδώ που τη νέα σκλαβιά δεν την ορίζουν πια οι κομισάριοι αλλά οι πολυθεθνικές, οι οποίες εξαγοράζουν ωράρια, σώματα και συνειδήσεις για μερικά ψιλά. Το πολιτικό και κοινωνικό ρουμάνικο σινεμά παραμένει στην αιχμή των ημερών και εγώ χάνομαι από αίθουσα σε αίθουσα και περιπλανιέμαι από χώρα σε χώρα, συνειδητά αφού αυτή είναι η αξία του Φεστιβάλ μας, οι εθνικές κινηματογραφίες και κάτι πέρα από το Netflix.
Στην «Αιώνια στύση του Τορίμπιο Μπαρντέλι» του Περουβιανού Andrian Sa-ba, ο εβδομηνταφεύγα κατά πολύ Τορίμπιο χάνει τη στύση του και, εξαιτίας της καθόλου λίμπιντο φάσης, πού μυαλό να μοιραστεί το άγχος της τυφλής του κόρης που έχασε τον σκύλο της, του καρδιακού γιου του που έκανε μεταμόσχευση και της τρίτης κόρης του, που ακόμα δεν μπορεί να ξεπεράσει την απώλεια της μητέρα της. Ο Τορίμπιο ενδιαφέρεται μόνο να ξανανταμώσει με ένα παλιό ζετέμ, τη Σελεστίνα, μπας και γίνει το θαύμα, ο Ηρακληδέας πότε και εάν θα επιστρέψει η ομάδα στη Σούπερ Λίγκα, ο Αρειανός αν θα ζαναζήσει χρυσές μέρες και νέο Γκάλη στο Παλαί Ντε Σπορ – οι αθλητικάκηδες και τα πιτόγυρα, επαναλαμβάνω, είναι αυτοί που ορίζουν το προφίλ της πόλης κι όχι εμείς η κουλτούρα να φύγουμε και τα εστιατόρια των νέων σεφ.
Το Ιρλαδικό «Το κορίτσι λαγωνικό» του Enzo d’ Alo ήταν ένα πάνγλυκο ανιμέισιον για την παιδική ηλικία, τη μαγειρική και τη διαχείριση της απώλειας. Παρόμοιου ύφους και η «Σπίθα στη θάλασσα» του Ολλανδού Damien Huyghe, με τη δωδεκάχρονη ηρωίδα να καταδύεται στον βυθό της Οστάνδης, προσπαθώντας να διαλευκάνει το μυστήριο του θανάτου του πατέρα της. Αναπόφευκτα βλέποντας τη λιγδερή και βρομερή Βόρεια Θάλασσα της ταινίας τη σύγκρινα με τον μπιχλώδη και τοξικό Θερμαϊκό μας, μην μπορώντας να καταλήξω σε ένα ασφαλές συμπέρασμα για το πού είναι αθλιότερα.
Ταινίες, ταινίες, ταινίες από όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Αλλά και μια κοινή αδημονία, μιας και παρά τα όσα μας χωρίζουν, τόσο οι κουλτουφρενείς και οι αθλητικοβλαβείς αυτής της πόλης περιμένουμε να θαυμάσουμε τη Μόνικα Μπελούτσι, που καταφθάνει για να τιμηθεί, χωρίς κανείς μας να γνωρίζει αν θα συνοδεύεται από το νέο της αμόρε τον Τιμ Μπάρτον. Πράγμα πολύ σημαντικό, αφού αναλόγως θα ξέρουμε αν το πεδίο για σέλφι και φλερτ θα παραμείνει ανοιχτό ή όχι.
Αφιερώματα στον Θεσσαλονικιό Τάκη Κανελλόπουλο, που ειδικά για τον «Ουρανό» του επέστρεψε στην πόλη ως και ο Μαρκ Μαζάουερ για να αναλύσει τον βαθιά αντιπολεμικό και ουμανιστικό του χαρακτήρα, μνεία στον Μισέλ Δημόπουλο, που το όνομά του συνοδεύει πλέον τον Χρυσό Αλέξανδρο στην κατηγορία Meet the Neighbors, μεταφυσικές αγωνίες στην ενότητα Φαντάσματα με ταινίες που στοιχειώνουν και τις επιμελείται ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης Ντένις Λιμ και ένα καταπληκτικό φιλμ, «Τα παιδιά του χειμώνα», του Αλεξάντερ Πέιν, με το οποίο επιθυμώ να κλείσει αυτό το σημείωμα για την ευδαιμονική Θεσσαλονίκη των ημερών: ανθρωπιά, ενσυναίσθηση και βαθιά υπόκλιση για άλλη μια φορά στο σινεμά του Πέιν και στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Πολ Τζαμάτι, στην ενσάρκωση ενός γρουσούζη - σκέτο κέρατο καθηγητή ελληνικών και ρωμαϊκών γραμμάτων σε αμερικάνικο κολέγο της δεκαετίας του ’70, που επιτηρεί παραβατικό και απροσάρμοστο φοιτητή, περνώντας μαζί του τις γιορτές των Χριστουγέννων εντός του campus. Μαζί τους και η μαγείρισσα της σχολής που θρηνεί για τον γιο της ο οποίος σκοτώθηκε στο Βιετνάμ.
Ο Πέιν μέσω του ιδιότυπου τρίο φιλοτεχνεί μια ταινία όπου η φιλία, η αλληλοκατανόηση, η καλοσύνη και η γενναιότητα του καθένα τους να συμπαρίσταται στα προβλήματα του άλλου, μην υπολογίζοντας τη δική του μελαγχολία, είναι αδύνατον, στιγμές στιγμές, να μη σε κάνει να δακρύσεις. Αλλά και να αναρωτηθείς δημόσια: Γιατί αυτή να μην είναι η ταινία έναρξης; Γούστα θα μου πεις και «enjoy the screening», όπως εύχονται λίγο πριν κλείσουν τα φώτα.
Προλαβαίνετε να επισκεφθείτε τη Θεσσαλονίκη αυτό το Σαββατοκύριακο. Ειδικά όσοι γνωρίζετε το κλίμα της γιορτής και του πολιτισμού, που πάντα τέτοιες μέρες αντισταθμίζει τα ντέρτια της πόλης και ισιώνει την αυτοπεποίθησή μας, απολαύσετε το υπεύθυνα. Τίτλοι τέλους, την Κυριακή 12 Νοεμβρίου, με τα «Πεσμένα φύλλα» του Άκι Καουρισμάκι. Ο αγαπημένος θλιμμένος χιουμορίστας Φινλανδός σφραγίζει με τον καλύτερο τρόπο έναν θεσμό που το τέλος του ισοδυναμεί και με το ξεκίνημα της μεγάλης, βαριάς, χειμωνιάτικης, θεσσαλονικιώτικης κατάθλιψης.