Κινηματογραφος

Το δίλημμά σου: Πόσο θέλεις να προσπαθήσεις, να κοπιάσεις, να σκεφτείς;

Με αφορμή μια πρόσφατη συνέντευξη της Χέιλι Άτγουελ για την πρεμιέρα της ταινίας «Επικίνδυνη Αποστολή»

Ρωμανός Γεροδήμος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Τέχνη και δημοσιογραφία στον 21ο αιώνα: ο ρόλος του χρήστη στο περιβάλλον ελεύθερης πληροφόρησης  

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή της, με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας Επικίνδυνη Αποστολή: Θανάσιμη Εκδίκηση Μέρος Πρώτο, η Χέιλι Άτγουελ είπε ότι ο Τομ Κρουζ «δεν θέλει τώρα [αυτό το ‘τώρα’ το κρατάμε] να κάνει ταινίες για να τιμωρήσει το κοινό. Δεν θέλει ταινίες με το μήνυμα ότι αν δεν την καταλαβαίνεις δεν είσαι έξυπνος. Όταν βλέπω κάποιες ταινίες μπορώ να δω ότι ο σκηνοθέτης τις έχει κάνει για τον εαυτό του. Δεν νιώθω συμμέτοχη ή αναρωτιέμαι αν είμαι χαζή. Ο Τομ δεν είναι σνομπ». Ίσως αυτό εξηγεί όλες τις σκηνές στην (κατα τ’ άλλα εξαιρετικά διασκεδαστική και χορταστική) ταινία όπου διαφορετικοί χαρακτήρες, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον και χωρίς δραματουργικό λόγο, εξηγούν την πλοκή στον θεατή σαν να είναι ηλίθιος.

Σ’ αυτήν τη φαινομενικά αθώα δήλωση της Άτγουελ κρύβονται δύο μεγάλες αλήθειες – ή μάλλον τρεις.

Η πρώτη είναι ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με τα σινεμά διεθνώς να αντιμετωπίζουν την προοπτική του αφανισμού λόγω της μετανάστευσης θεατών και δημιουργών στις πλατφόρμες, ο Τομ Κρουζ έσωσε το Χόλυγουντ – ουσιαστικά μόνος του, κουβαλώντας στις πλάτες του το μέλλον της βιομηχανίας του κινηματογράφου και φέροντας σε πέρας μια επικίνδυνη αποστολή στην πραγματική ζωή.

Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι το να μπορείς να αγγίζεις μεγάλο αριθμό ανθρώπων μέσα από την τέχνη ή τη μαζική διασκέδαση είναι κάτι ευγενές: απαιτεί ταλέντο, χάρισμα, εξυπνάδα και τρομακτικά σκληρή δουλειά, ενώ μπορεί να εμπνεύσει και να δώσει χαρά, ανακούφιση και ελπίδα σε εκατομμύρια ανθρώπους.

Ωστόσο, η τρίτη και πικρή αλήθεια είναι ότι η άποψη της Άτγουελ –ότι οτιδήποτε «τώρα» κάνει μισό βήμα πέραν της αισθητικής ή του attention span του  Tiktok, οτιδήποτε «τώρα» μας δυσκολεύει ή απαιτεί την προσοχή μας «τιμωρεί τον θεατή»– τείνει να γίνει η νέα ορθοδοξία, όχι μόνο στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση αλλά παντού: από την εκπαίδευση και τη δημοσιογραφία μέχρι την τέχνη και την πολιτική. Το να υπαινίσεσσαι (όπως συμβαίνει στη συνέντευξη της Άτγουελ με τον Τζοναθαν Ντιν) ότι οι «τότε» ταινίες του Κρουζ, ταινίες-αριστουργήματα από σκηνοθέτες-δημιουργούς όπως το Μανόλια του Πωλ Τόμας Άντερσον ή το Μάτια Ερμητικά Κλειστά του Κιούμπρικ ή το MinorityReportτου Σπίλμπεργκ, ήταν «δύσκολες» και «σνομπ» δεν σε κάνει ούτε ρεαλιστή, ούτε έξυπνο∙ σε κάνει πνευματικά τεμπέλη και φτηνό λαϊκιστή.

Η ομορφιά και η ζωτική λειτουργία της τέχνης είναι ότι είναι ανοιχτή σε ερμηνείες, συνειρμούς και προβολές∙ επιτρέπει στον καθένα να σκεφτεί ως ενεργό, έλλογο ον∙ να βρει τον εαυτό του μέσα σε αυτή ή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Η λογοτεχνία, η κριτική, η φιλοσοφία, η καλή δημοσιογραφία, το καλό nonfiction, οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμεςδιευρύνουν τους ορίζοντες σου. Όταν βυθίζεσαι σε μία αφήγηση, όταν κάνεις περίπλοκους συλλογισμούς και συνειρμούς νιώθεις να διογκώνεται το μυαλό σου – μεταφορικά και κυριολεκτικά∙ μαθαίνεις∙ ωριμάζεις∙ προσεγγίζεις την αλήθεια.

Εάν, λοιπόν, υποθέσουμε ότι αξίζει κανείς να εμπλακεί με αφηγήματα, με ιστορίες, εικόνες, αναγνώσματα, ήχους, εμπειρίες που κάποιες φορές τον δυσκολεύουν και τον ξεβολεύουν, συναισθηματικά ή πνευματικά, που τον κάνουν να νιώθει μικρό και ανεπαρκή, που τον βγάζουν από τη ζώνη της άνεσης και της ασφάλειας αλλά του χαρίζουν γνώση και προοπτική, πώς μπορεί να γίνει αυτό;

Κάπως έτσι φτάνουμε στο δίλημμα που αντιμετωπίζεις εσύ, αγαπητέ αναγώστη.

Πόσο πρέπει να προσπαθήσεις, να κοπιάσεις, να σκεφτείς; Πόσο είναι καλό να ξεβολευτείς και να δαπανήσεις χρόνο, χρήμα ή ενέργεια; Πόσο χρειάζεται; Πόσο θέλεις να το κάνεις;

Λογικά υπάρχουν δύο επιλογές.

Εάν πιστεύεις σε κάποιας μορφής ιεραρχία ή αυθεντία (ή ακόμη και «πεφωτισμένη δεσποτία») της γνώσης, δηλαδή στην ευθύνη και ικανότητα των καλλιτεχνικών, δημοσιογραφικών, ακαδημαϊκών, θρησκευτικών ή πνευματικών ελίτ να σου παρέχουν γνώση, έμπνευση, κατεύθυνση και φως, εάν θεωρείς ότι δεν τα ξέρεις όλα και το ότι να δυσκολεύεσαι από μια ταινία ή ένα κείμενο δεν θα καταστρέψει το «εγώ» σου, απλώς θα σε κάνει να σκεφτείς λίγο, τότε αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να παραχωρήσεις και ένα μέρος της ελευθερίας επιλογής σου σε αυτές τις ελίτ: να συμμετέχειςσε ένα πλαίσιο κατανάλωσης και αφομοίωσης συγκεκριμένων αφηγημάτωνπου αυτοί θα επιλέξουν για εσένα, κάποια εκ των οποίων δεν θα σου αρέσουν.Ένα κραυγαλέο παράδειγμα είναι η εποχή της κρατικής τηλεόρασης, όταν ως θεατές όλοι είχαμε μηδενικό έλεγχο στο περιεχόμενο που ήταν διαθέσιμο προς κατανάλωση∙ αλλά ακόμα και σήμερα, όταν στήνουμε ένα τεύχος της Athens Voice, ουσιαστικά αυτό κάνουμε: επιμελούμαστε (κάνουμε curate)την πληροφορία, περιορίζοντας το επιλεκτικά, και το παρουσιάζουμε με συγκεκριμένη αισθητική, δομή και τρόπο, θεωρώντας ότι το αποτέλεσμα, το τεύχος, αξίζει την προσοχή και τον χρόνο σου.

Εάν, αντιθέτως, πιστεύεις στην πλήρη «εκδημοκρατικοποίηση» του περιεχομένου, στην απόλυτη ελευθερία του καταναλωτή/χρήστη/κοινού (δηλαδή τη δική σου) να επιλέγει αυτό το «τι και πόσο» θα διαβάσει, και με τις επιλογές του να καθορίζει την πορεία της παραγωγής (αλλά και την πορεία της κοινωνίας), τότε πολύ φοβάμαι ότι η ευθύνη του να εντοπίσεις, να επιμεληθείς και να εμπλακείς κριτικά με την πληροφορία και με το περιεχόμενο είναι αποκλειστικά δική σου.

Ίσως σε έναν ιδανικό κόσμο ένας πολίτης να μπορούσε ταυτόχρονα να αντιλαμβάνεται τον ρόλο των ανθρώπων που επαγγελματικά ασχολούνται με την παραγωγή περιεχομένου και να συμμετείχε (εθελούσια) σε ένα πλαίσιο τριβής με δύσκολα και περίπλοκα αφηγήματα, ενώ παράλληλα ασκεί την κριτική του σκέψη και τις δικές του δεξιότητες αναζήτησης και αξιολόγησης περιεχομένου.

Προς το παρόν όμως είμαστε στο αντίθετο σενάριο: επιζητούμε την ελευθερία χωρίς να αναλαμβάνουμε την ευθύνη.