- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Barbie: Πολύ ροζ για το τίποτα;
Η πολυσυζητημένη ταινία της Greta Gerwig σπάει τα ταμεία. Αξίζει όμως τον κόπο και το hype της;
Barbie: Η ταινία της Greta Gerwig με τους Margot Robbie και Ryan Gosling, η τεράστια επιτυχία στο box-office και τα προβλήματα πίσω από την ιδέα του φιλμ
Μια φορά κι έναν καιρό τη δεκαετία του 1950 στην Αμερική ήταν μια γυναίκα που είχε μια απλή και πολύ καλή –όπως αποδείχτηκε από τα αποτελέσματα και την ιστορία– ιδέα. Να δώσει στα παιδιά «ενήλικες» κούκλες, καλύπτοντας έτσι το κενό της αγοράς στην οποία δέσποζαν οι κούκλες-μωρά και βοηθώντας τη φαντασία των παιδιών, που έτειναν να μιμούνται ενήλικες συμπεριφορές στα παιχνίδια τους, να ξεκλειδωθεί κι άλλο. Η γυναίκα αυτή λεγόταν Ruth Handler και η κούκλα που εμπνεύστηκε βλέποντας την κόρη της Barbara να παίζει με τις δικές της κούκλες θα λεγόταν Barbie. Αν και στην αρχή τα στελέχη της Mattel –της εταιρείας παιχνιδιών την οποία έχει συνιδρύσει ο άντρας της Ruth Handler, Elliot Handler– δεν είχαν πειστεί ιδιαίτερα για τις προοπτικές ενός τέτοιου παιχνιδιού, η Barbie είχε μπει στην τροχιά που θα την αναδείκνυε ως την πιο διάσημη κούκλα, αν όχι παιχνίδι ευρύτερα, στον κόσμο.
Barbie: Από την πρώτη κούκλα το 1959 στην ταινία της Greta Gerwig
Σχεδόν εξήντα πέντε χρόνια μετά τη στιγμή που το πρώτο κουτί της πρώτης κούκλας Barbie βρήκε τη θέση του στα ράφια της αμερικανικής αγοράς, μια νέα «κινηματογραφική» Barbie είναι μπροστά μας παντού εδώ και πάρα πολλούς μήνες με κάθε πιθανό τρόπο. Στις στήλες των sites που κάνουν αντίστροφη μέτρηση για την πρεμιέρα της ταινίας, στα φίλτρα των social media, στα TikTok videos που παραληρούν με τα εμπνευσμένα από τις εμβληματικές κούκλες outfits της Margot Robbie, στη σαρωτική εισβολή του brand σε εταιρείες-κολοσσούς για crossover episodes από γρήγορο φαγητό μέχρι γρήγορη ένδυση – ακόμα και ένα απλό Google search να κάνεις για τον όρο Barbie τα αποτελέσματα εμφανίζονται μέσα από ένα πέπλο ροζ σκόνης.
Το hype του Barbiecore χτίζεται υποδειγματικά με μια case study marketing εκστρατεία που αποδίδει τους αναμενόμενους καρπούς. Μερικές ημέρες μετά την κυκλοφορία της στις αίθουσες η ήδη εδώ και μήνες πολυσυζητημένη ταινία της Greta Gerwig, σε παραγωγή της Mattel, σπάει ακάθεκτη ταμία και ποπ ρεκόρ με πλέον πρόσφατη την κατάρριψη του box office ρεκόρ που κατείχε ο Christopher Nolan με το «The Dark Night» από το 2008 – εξαιρετικό lead in για την άτυπη μάχη του box office που έχει ανοίξει εν αναμονή της νέας, επίσης πολυαναμενόμενης ταινίας του σπουδαίου σκηνοθέτη, «Oppenheimer». Αξίζει όμως αυτό το hype, τον κόπο και τους τόνους ροζ που χύνονται γύρω του; Ως συνήθως κάπου μεταξύ των άνευ όρων αποθεωτικών υποκλίσεων στα φεμινιστικά και αντι-πατριαρχικά μηνύματα και προσεγγίσεις της ταινίας και της Greta Gerwig και των ισοπεδωτικών κριτικών που την κατηγορούν για μάλλον αθέμιτη και πρόχειρη οικειοποίηση της φεμινιστικής ιδεολογίας κρύβεται η αλήθεια. Σε κάθε περίπτωση οι εντελώς στενόμυαλες, κακεντρεχείς έως ύποπτα στρατευμένες αντιφεμινιστικές ρητορικές γύρω από την ταινία και την επικοινωνιακή της αποστολή δεν έχουν χώρο και θέση στη διεκδίκηση αυτής της όποιας αλήθειας.
Η ιδέα της Greta Gerwig απλή και ευφυής. Αντιστροφή των κανόνων και της τάξης πραγμάτων με πλήρη και ευφάνταστη αξιοποίηση όχι μόνο της αρχετυπικής Barbie, αλλά και του αρχετυπικού marketing άξονα πάνω στον οποίο κινήθηκε πολλές φορές στην ιστορία της το λανσάρισμα της πιο διάσημης κούκλας στον κόσμο. Η Barbie μπορεί να κάνει τα πάντα, η Barbie μπορεί να είναι κάθε κορίτσι, άρα τα κορίτσια μπορούν να κάνουν τα πάντα. Διαφορετικότητα και ισότητα, συμπερίληψη και γυναικεία χειραφέτηση πρωταγωνίστησαν πολλές φορές, άμεσα ή έμμεσα, στις στρατηγικές πωλήσεων και τις διαφημίσεις της Mattel για το golden toy της και υπαγόρευσαν άλλες τόσες το σχεδιασμό και την παραγωγή νέων «επαναστατικών» μοντέλων Barbie που θα αντιστοιχούσαν σε όσα περισσότερα γυναικεία πρότυπα ήταν δυνατό και οικονομικά αποτελεσματικό. Η Barbie γιατρός, η Barbie δικηγόρος, η Barbie ροκ σταρ, η Barbie αστροναύτης, η μαύρη Barbie είναι όλες προϊόντα αυτής της προσέγγισης, αυτής της στρατηγικής, αυτού του «μηνύματος» το οποίο εκμεταλλεύτηκε εμπορικά η Mattel σε όλο του το μεγαλείο.
Από αυτό το marketing «μήνυμα» εμπνέεται η Gerwig για να δημιουργήσει την Barbieland: έναν κόσμο φτιαγμένο από και για τις κούκλες Barbie, έναν κόσμο στον οποίο όλα τα δομικά προβλήματα της πατριαρχίας έχουν επιλυθεί με την κάθετη και οριζόντια απαλοιφή της. Barbies rule the world, η Πρόεδρος της Barbieland είναι φυσικά γυναίκα και μαύρη κάνοντας tick σε κάθε μέσο checklist inclusivity, ενώ οι Kens κρατούν τους «διακοσμητικούς» ρόλους της παραλίας και των girl’s night parties, διαγκωνιζόμενοι για ένα βλέμμα της στερεοτυπικής, κατά κύριο λόγο, Barbie με τα ξανθά μαλλιά, τα γαλάζια μάτια και τις τέλειες αναλογίες. Η στερεοτυπική αυτή Barbie και οι φίλες της περνάνε τέλεια σε αυτόν τον κόσμο χωρίς τίποτα να σκιάζει την ευτυχία τους και τις ίδιες και απαράλλαχτες, τέλειες, ροζ ημέρες και νύχτες τους. Μέχρι που μια μέρα η στερεοτυπική Barbie αρχίζει να νιώθει περίεργα, να ξυπνάει τσαλαπατημένη, να εμφανίζει σημάδια μη τελειότητας, να κάνει «μαύρες» υπαρξιακές σκέψεις, σκέψεις θανάτου. Για να κλείσει αυτή η ρωγμή που απειλεί με το νέφος της την ευτυχία της Barbieland, η Barbie πρέπει να ταξιδέψει στον πραγματικό κόσμο, να βρει το κορίτσι που παίζει μαζί της και να τη βοηθήσει να ξεπεράσει τις δικές του υπαρξιακές αγωνίες που φαίνεται να της μεταδίδει μέσω κάποιου συγκοινωνούντος δοχείου μεταξύ παιχνιδιού και παιδιού. Σε αυτόν τον πραγματικό, όμως, κόσμο όπου η Barbie φτάνει μαζί με τον Ken πάνω στο αυτοκίνητο, στη βάρκα, στο ποδήλατο και στα φωσφοριζέ πατίνια της, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά και θα φέρουν τους ήρωες της Barbieland ενώπιον τεράστιων υπαρξιακών κρίσεων και ανακαλύψεων.
Κάπου εκεί ξεκινάνε και τα προβλήματα για την ταινία «Barbie» – ένα εξαιρετικά φιλόδοξο και δύσκολο εγχείρημα με πολλές καλές στιγμές και άλλα τόσα προβλήματα. Όπως η κούκλα Barbie παρέμεινε πάντα στο τέλος της ημέρας πέρα και πάνω από κάθε μήνυμα ισότητας και χειραφέτησης ένα εμπορικό προϊόν έτσι και η ταινία Barbie παραμένει στο τέλος της ημέρας πέρα και πάνω από κάθε τσιτάτο που βρίσκει χώρο στην υπερπαραγωγή της μια ταινία που έχει φτιαχτεί με τα χρήματα της Mattel για να υπηρετήσει το brand-ναυαρχίδα της και να της δώσει τις απαραίτητες ανάσες ζωής στη meta εποχή. Όπως το φεμινιστικό μήνυμα με το οποίο λανσαρίστηκαν σειρές από Barbie dolls εκπυρσοκρότησε στον –έστω και ακούσιο– τρόπο με τον οποίο η Barbie υπηρέτησε τόσο τα προβληματικά γυναικεία πρότυπα «τέλειας ομορφιάς» όσο και την αναπαραγωγή των έμφυλων στεροτύπων διά του διαχωρισμού του περιεχομένου του «κοριτσίστικου» και του «αγορίστικου» κουτιού με τα παιχνίδια, έτσι και η ταινία της Gergwig –αν και ευφυώς επιστρατεύει αυτήν την εκπυρσοκρότηση– κινδυνεύει πολλές στιγμές να εγκλωβιστεί σε ένα παρόμοιο τέλμα αναστροφής του «μηνύματος».
To εξαιρετικό production design του κόσμου της Barbie με δουλειά και λεπτομέρεια, που τουλάχιστον θα αδικηθούν αν δεν κερδίσουν Όσκαρ, δεν στέκεται πάντα ικανό να σώσει τις ελλείψεις, τα κενά και τα προβλήματα συνοχής του storyline και του σεναρίου (το οποίο η Greta Gerwig συνυπογράφει με τον Noah Baumbach σε μία ακόμα δημιουργική συνεργασία) που καταφεύγει μοιραία σε διάφορα blockbuster κλισέ που κι αυτά ακόμα μοιάζουν αχρείαστα μπερδεμένα. Οι υποδειγματικές επιδόσεις και αποδόσεις της Margot Robbie και του Ryan Gosling, πλαισιωμένων από ένα επίσης εξαιρετικό cast με highlights τις ερμηνείες της Kate McKinnon στον ρόλο της weird Barbie, του Michael Cera στον ρόλο του μοναχικού φίλου του Ken Allan και του Will Ferrell στον ρόλο του CEO της Mattel επιπλέουν στις «κοιλιές» της ταινίες, χωρίς όμως να καταφέρνουν να σβήσουν τα προβλήματα οικονομίας της. Το φερόμενο meta όραμα της Greta Gerwig για τη διάδοση του μηνύματος μέσω μιας meta Barbie συναντά δυσκολίες και παγίδες που το κάνουν να σκοντάφτει εδώ κι εκεί πάνω στις ίδιες εσωτερικευμένες αντιλήψεις που επιχειρεί να καυτηριάσει, κολυμπώντας χωρίς ιδιαίτερο σχέδιο προς έναν απροσδιόριστο κόσμο απροσδιόριστης έμφυλης συνύπαρξης. Ενώ ο πέλεκυς της «κακής» εμπορικής εκμετάλλευσης διάφορων πλευρών του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος κρέμεται απειλητικά πάνω από τον παστέλ πλαστικό κόσμο της Barbieland και του τελικού του προσήμου.
Από την άλλη μεριά, χάρη σε ένα ευεργετικό κινηματογραφικό παράδοξο, η ταινία «Barbie» παρόλα τα προβλήματα συνοχής, πλοκής και αναλογίας επιφάνειας-βάθους βλέπεται στο μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος της με γνήσια απόλαυση και ευχαρίστηση, με επιφωνήματα και γέλια που σε κάνουν να αναπηδάς στο κάθισμα και να νιώθεις για λίγο και πάλι παιδί. Η Barbieland είναι ένα ιδανικό σκηνικό για να κάνουν στράκες όλα τα easter eggs, τα blasts πανέξυπνης σάτιρας και τα εντυπωσιακά ευρήματα της Greta Gerwig – ένα ιδανικό σκηνικό για να σε ξανακάνει να νιώσεις παιδί, να ξαναζωντανέψει μέσα σου την ανάγκη να φτιάξεις ολόκληρους κόσμους από το τίποτα, τις άπειρες δυνατότητες μιας και μοναδικής κούκλας υπό τη μοναδική συνθήκη της φαντασίας.
Τελικά; Πολύ ροζ για το τίποτα; Ίσως ναι, ίσως και όχι. Γιατί αυτή η Barbie –αν και μια όχι τόσο καλή ταινία τουλάχιστον με όρους κλασικής κινηματογραφικής θεωρίας και πράξης– κλείνει το μάτι σε ένα meta στοίχημα διαφορετικό από αυτό που επισήμως έχει επικοινωνηθεί, σε μια προσομοίωση μιας marketing ανακολουθίας σε κινηματογραφική φόρμα. Ένα στοίχημα που μοιάζει έτοιμο να κερδηθεί σε κάποιο επόμενο επεισόδιο αν αυτή η φόρμουλα εγκιβωτισμένης σάτιρας δουλευτεί πιο συστηματικά δομικά και υπό ευνοϊκότερες συνθήκες χωρίς τα αδιέξοδα που δημιουργεί στις συνειδήσεις και στην πράξη πολλών η συνύπαρξη μιας μεγάλης καπιταλιστικής εταιρείας και ενός μεγάλου κοινωνικού μηνύματος στην ίδια πρόταση. Να κερδηθεί έστω και από σπόντα χάρη σε έναν αρχετυπικό κανόνα της ζωής και της τέχνης που μάλλον ριψοκίνδυνα φαίνεται να ακολούθησε εδώ η Greta Gerwig: Ποτέ μην παίρνεις τον εαυτό σου τόσο στα σοβαρά.