Κινηματογραφος

Ο Σύλλας Τζουμέρκας μετατρέπει την Ελευσίνα σε κινηματογραφικό πλατό

Με ζωντανά γυρίσματα δύο ταινιών στο δρόμο όπου όλοι μπορούν να γίνουν πρωταγωνιστές για λίγα λεπτά αλλά και να παρακολουθήσουν τη διαδικασία του μοντάζ

Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 868
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Μυστήριο 84 Πανηγύρι: Ο Σύλλας Τζουμέρκας μιλάει για το τριήμερο φεστιβάλ στα πλαίσια του Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα 2023 και τις ταινίες του

Πολύ πριν ο Ινιάριτου σκηνοθετήσει το alter ego του στον «Bardo» με την κάμερα να καταγράφει το οδυνηρό αποικιακό παρελθόν της χώρας του, πριν ο Γουαντανίνο χρησιμοποιήσει χαρακτήρες με εξωφρενικές και κανιβαλιστικές συμπεριφορές στο «No Bones and All», ο βραβευμένος Σύλλας Τζουμέρκας, το μακρινό 2010 στη Βενετία, με τη «Χώρα προέλευσης» επιχείρησε θαρραλέα να σκηνοθετήσει τους πρωταγωνιστές του σε μια κοινωνία σε κρίση αναφερόμενος σε τρεις γενεές κακοφορμισμένου ελληνικού μικροαστισμού που ζουν απανωτές, ακραίες συγκρούσεις.

Τώρα, στο πλαίσιο του θεσμού 2023 Eleusis, ο Σύλλας Τζουμέρκας ετοιμάζει το «Μυστήριο 84 Πανηγύρι», ένα πρωτοποριακό φεστιβάλ που «συνδιαλέγεται» με έναν θρησκευτικό, ιστορικό και πολιτιστικό θεσμό, το πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου, πολιούχου της πόλης της Ελευσίνας, ενσωματώνοντας νέα χαρακτηριστικά στη συλλογική συνείδηση με ολοήμερες και ολονύκτιες κινηματογραφικές προβολές, δημόσιες ομιλίες, VR περφόρμανς και ζωντανά γυρίσματα στον δημόσιο χώρο. Επί τρεις μέρες και δύο νύχτες, 21 έως 23 Απριλίου, που θα εκτυλίσσεται το «Μυστήριο 84», ο διακεκριμένος σκηνοθέτης και η Γερμανίδα σκηνοθέτις και visual artist Έλκε Λέρενκράους θα μετατρέψουν την Ελευσίνα σε κινηματογραφικό πλατό με ζωντανά γυρίσματα δύο ταινιών στην οδό Παγκάλου και άλλα σημεία της πόλης, ενώ όλοι μπορούν να γίνουν πρωταγωνιστές για λίγα λεπτά αλλά και να παρακολουθήσουν ζωντανά τη διαδικασία του μοντάζ. Στόχος η δημιουργία δύο ταινιών, σε πραγματικό χρόνο, οι οποίες θα ολοκληρωθούν με τη συμμετοχή του κοινού, θα μονταριστούν επιτόπου και θα προβληθούν στη λήξη του φεστιβάλ. Η σύλληψη ανήκει στον ίδιο με τη συνεπιμέλεια της ακαδημαϊκού και cultural practitioner Μαρίας Χατζηχριστοδούλου, aka Maria X, και του κριτικού κινηματογράφου και programmer Λορέντσο Εσπόζιτο, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και τη LADA – The LiveArt Development Agency (Λονδίνο).

«Στη δημιουργία ταινιών η συνέπεια οφείλει να είναι πάντα ως προς τον εαυτό μας» υποστηρίζει. Όταν στην Ελευσίνα αυτό το σ/κ χτυπήσει η κλακέτα μέσα σε ένα πλήθος που δεν θα κάνει ησυχία, πώς θα πετύχει τον στόχο του; Πώς σκέφτεται να το διαχειριστεί; Και τι στ’ αλήθεια περιμένει να γίνει στην Ελευσίνα;

«Αυτό που ρωτάς βρίσκεται στην καρδιά του live cinema, οι στιγμές που το σινεμά συναντάει τις πλευρές του ζωντανού σινεμά. Εισχωρείς σε καταστάσεις στις οποίες πας για να χάσεις τον έλεγχο, όχι να τον επιβάλεις. Δεν μπορώ να ορίσω τι θα συμβεί και δεν θέλω, αν ήθελα θα έκανα ένα εντελώς διαφορετικό γύρισμα. Όταν το σινεμά ακουμπάει την απτή πραγματικότητα, οφείλεις να κάνεις ένα βήμα πίσω, ανοίγεις εσύ ένα πεδίο και αφήνεσαι σε ό,τι συμβεί, πετάς το δίχτυ και μπορείς να πιάσεις ένα δυο ψάρια, μπορεί και κανένα, αλλά δεν μπορείς να πιέσεις την πραγματικότητα όπως κάνεις στο σινεμά όταν είναι στημένα όλα για να σου δώσουν αυτό που θέλεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να είσαι έτοιμος να ακούσεις την οποιαδήποτε απάντηση. Οι ταινίες του σινεμά ακουμπούν αυτό που λέμε πραγματική πραγματικότητα και την αφήνουν να εισχωρήσει. Αυτό έχει έναν ειδικό ηλεκτρισμό, σε αυτό το σημείο φτιάχνεις το πεδίο δράσης αλλά δεν ελέγχεις απόλυτα τη δράση. Για ποιον λόγο άλλωστε να το κάνεις; Θα μάθουμε πόσο αυτό ήταν ενδιαφέρον από το αποτέλεσμα και έτσι πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Αν και περιέχει ρίσκο, αν το αφαιρέσεις αφαιρείς και τον χυμό.

» Για το επιτόπου μοντάζ –το κατεξοχήν άβατο της κινηματογραφικής διαδικασίας– σχεδιάζεται να είναι προσβάσιμο σε όλους τους συμμετέχοντες. Θα ανοίξουμε τις πόρτες του Ιερού. Το μοντάζ είναι συναρπαστική διαδικασία, κουραστική μερικές φορές για κάποιον που βλέπει την επαναληπτικότητά της αλλά συναρπαστική. Το ότι οι πόρτες του μοντάζ θα είναι ανοιχτές στις δύο αυτές ταινίες, σε άμεση πρόσβαση στο κοινό είναι από το πιο παράξενα και σπάνια πράγματα που θα συμβούν σε αυτό το μαγικό τριήμερο. Δύο ταινίες, δύο μοντάζ σε συνεργασία εκλεκτών συνεργατών και της Γιούλας Μπούνταλη, που θα δουλέψει σε ένα όριο fiction και ντοκιμαντέρ με ένα συναρπαστικό θέμα που δεν θέλω να αποκαλύψω ακόμα. Αυτές οι δύο ταινίες με παράλληλα γυρίσματα θα ξεκινήσουν την προεργασία του μοντάζ επιτόπου μέχρι την Κυριακή το απόγευμα, που θα πρέπει να έχουν ετοιμαστεί σε μία πρώτη μορφή για να προβληθούν στις 9:15 στο σινεμά του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Ελευσίνας στη μορφή που θα καταφέρουν να φτάσουν. Δίπλα μου θα βρίσκεται η Μαρία Χατζηχριστοδούλου που διδάσκει new media, θέατρο και performance στο Kingston University, συνδιοργανώτρια του Media Terra παλαιότερα, και ο Lorenzo Esposito που είναι film made programmer και κριτικός κινηματογράφου στην Mπερλινάλε με τον οποίο επιμελούμαστε το κινηματογραφικό μέρος. Με αυτούς τους δύο φίλους και συνεργάτες αναπτύξαμε όλη την ιδέα ως μία ανοιχτή μη συλλογική διαδικασία».

Ο Σύλλας Τζουμέρκας. © Πηνελόπη Μασούρη

Στο «Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών» βρέθηκες σε πολύ δύσκολα γυρίσματα  με πολλή περιπέτεια, σε ένα τσιγγανάτ, ένα τρελό πανηγύρι και μια αίσθηση ελευθερίας που, όπως δήλωσες τότε, δεν είχες ξαναζήσει ποτέ σε γύρισμα. Τώρα δημιουργείς ένα ακόμα…

«Τα πανηγύρια είναι χαρούμενα εκ φύσεως. Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει και είναι ένας από τους λόγους που είναι απολαυστικά! Σχεδιάζουμε μια γιορτή του σινεμά, θα έχει πολλή αδρεναλίνη και εύχομαι να περάσει από όλα τα δυνατά αισθήματα. Το κοινό θα πρέπει να φτιάξει μία ελεύθερη διαδρομή μες στο πανηγύρι, να παρακολουθήσει γύρισμα, να δει μοντάζ, να βρεθεί σε οποιαδήποτε στιγμή στον Μαραθώνιο των ταινιών. Κινείται ελεύθερα, επομένως οποιαδήποτε απόπειρα ορισμού θα ήταν εκ πρότερων εσφαλμένη. Δεν μου αρέσει να αφαιρείται η περιπέτεια από τα πράγματα, μου αρέσει να αυξάνεται!».

Πώς ξεκίνησες να κάνεις ταινίες;

«Από πολύ μικρός αγάπησα το σινεμά. Ο πατέρας μου με μία ομάδα έτρεχαν την Κινηματογραφική Λέσχη στη Νίσυρο με αποτέλεσμα στο Δημοτικό να βλέπω ωραία και δύσκολα έργα. Προβάλλονταν ταινίες από τον “Αντρέι Ρουμπλιόφ” μέχρι την “Αυτοκρατορία του Ηλίου”! Από τη δεκαετία του ’80 και μετά, όταν ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη και σε όλο το γυμνάσιο και το λύκειο, κατανάλωσα τρομακτικές ποσότητες βίντεο, vhs ταινιών, ταινίες από το Athens Cinema club που ευτυχώς υπήρχε ακόμα, και έτσι έφτιαξα τη βάση της κινηματογραφικής μου παιδείας και αγάπης και αυτό συνεχίστηκε. Αγάπησα το σινεμά και ήταν μονόδρομος να ασχοληθώ με αυτό αργότερα, έχω δει χιλιάδες ταινίες αλλά και όλοι όσοι ασχολούμαστε με αυτό –επειδή δεν ζούμε το 1910, το 1920– είμαστε καταρχήν φανατικοί θεατές. Έτσι κολλάς αυτή την ασθένεια, ξεκινάει αρχικά από το να βλέπεις ταινίες, επομένως το υποσυνείδητό σου ενώνεται με αυτές. Και όταν περνάει στην πράξη σε τροφοδοτούν.

»Η καινούργια γενιά μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον πιο θραυσματικό από την άποψη του τι μπορούν να δουν μέσα από μία τεράστια πρόσβαση στην οπτικοακουστική κουλτούρα. Αυτό παλαιότερα το στερούμασταν λόγω συνθηκών, όλα τα κινηματογραφικά συμβάντα ήταν σε φυσικό χώρο και ήταν πιο δύσκολα να τα συναντήσεις, ειδικά άμα δεν ζούσες σε μία μεγάλη πόλη. Σήμερα ευτυχώς δεν είναι έτσι, η πρόσβαση στην οπτικοακουστική κληρονομιά είναι εύκολη και αυτό το βρίσκω υπέροχο. Μπορεί κάποιος να ψάξει αυτό που θέλει να δει και να καταφέρει να το βρει! 

» Όταν γυρίζαμε την ταινία “Το θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών” μεθούσαμε από το πώς μας τροφοδοτούσε αυτός ο τόπος, η φύση γύρω από την περιοχή του Μεσολογγίου. Είναι κάτι το ανεπανάληπτο και κινηματογραφικά μιλώντας, ένα εξαιρετικά φωτογενές μέρος. Από τη Νίσυρο που έζησα μικρός, η ατμόσφαιρα της υπαίθρου και τα τοπία με τη λάσπη μού ήταν γνώριμα. Και την πόλη τη βλέπω πάντα σε αντίστιξη με την ύπαιθρο επειδή το μεγάλωμά μου έχει μοιραστεί ανάμεσα στα δύο. Αυτή η αντίστιξη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προσωπική μου ιστορία –όχι μόνο γιατί έτσι πλάστηκα αλλά και γιατί δεν ανήκω σε κανένα από τα δύο.

» Η Ελευσίνα θα έλεγα ότι βρίσκεται ανάμεσα, είναι ένα αστικό τοπίο καθαρά βιομηχανικό που οριοθετείται στις παρυφές μιας πόλης. Επομένως, έχει πολύ έντονη την αίσθηση του μεταίχμιου, του περάσματος. Υπάρχει ένα όριο κι είσαι ακριβώς πάνω στο όριο, και αυτό έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, έχεις την αίσθηση ότι είσαι πάνω σε ένα σύνορο. Συμβαίνει ακόμα κάτι πιο συγκλονιστικό που με συναρπάζει στην Ελευσίνα και είναι ο Σταυρός. Έχει πάρα πολύ μεγάλες εναλλαγές στον οριζόντιο και στον κάθετο άξονά της. Όπως και στον ιστορικό, δηλαδή στα θραύσματα που επιβιώνουν από διάφορες εποχές αυτής της πόλης. Αυτό είναι πολύ σπάνιο και βρίσκεται σε τεράστια ένταση, δεν είναι κάτι μικρό, εδώ και εκεί. Η Ελευσίνα διαθέτει έναν εκπληκτικό αρχαιολογικό χώρο με τεράστια πνευματική σημασία και ένα βιομηχανικό τοπίο που είναι το κεντρικό βιομηχανικό τοπίο όλης της Ελλάδας. Έχει συνθέσεις και συμπήξεις, είναι ένα τοπίο και μία αστική σύνθεση που αντιστέκεται πάρα πολύ στη γραφικότητα, το οποίο προσωπικά το βρίσκω υπέροχο.

Ο Σύλλας Τζουμέρκας. © Πηνελόπη Μασούρη

«Η Πόλη και η Πόλη»

«Είμαι από τη Θεσσαλονίκη. Συνδέθηκα με την εβραϊκή ιστορία της Θεσσαλονίκης για την ταινία “Η Πόλη και η Πόλη”, ένα τολμηρό πολυεστιακό αφήγημα με αντισυμβατική γλώσσα που απαίτησε ενδελεχή έρευνα. Είναι μια ταινία κοφτερή σαν μαχαίρι, δομημένη σε έξι κεφάλαια, έναν πρόλογο και έναν επίλογο. Γυρισμένη σε μόλις 14 μέρες, με μια εξαιρετική ομάδα καλλιτεχνικών συντελεστών, πολυαγαπημένων αλλά και πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών, θαμπώνει τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας, ντοκιμαντέρ και ταινίας-δοκιμίου. Για τις ανάγκες των γυρισμάτων με τον Χρήστο Πασσαλή και ένα μικρό αλλά φοβερό συνεργείο μεταμορφώσαμε με λίγα μέσα ένα συγκρότημα αποθηκών σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης των αρχών του ’30. Η πρεμιέρα της στο Βερολίνο σηματοδότησε την πρώτη παρουσίασή της. Ακολούθησαν ειδικές προβολές στο Άστορ στην Αθήνα, ενώ έκανε πρεμιέρα στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

» Δεν δουλεύω με αυτό που λέμε μικρή ιστορία, κάποιοι απολαμβάνουν ιδιαίτερα αυτό το είδος της καταγραφής αλλά εμένα ποτέ δεν με κέρδισε. Με ενδιαφέρει περισσότερο η συνάντηση με αξιοσημείωτους ανθρώπους σε παράξενες συνθήκες, όταν συναντώ κάποιον σε μία στιγμή, όταν αυτό που θα ακούσω από αυτόν έχει μεγάλη επίδραση και αξία – όμως δεν συμβαίνει γενικά κι έχει πολλές συνιστώσες. Ξεκινήσαμε και κάναμε με τον Χρήστο Πασσαλή αυτή την ταινία που είναι στα όρια ταινίας μυθοπλασίας, ντοκιμαντέρ, δοκιμίου πριν από μερικά χρόνια. Ήταν μία ταινία επώδυνη στην κατασκευή της γιατί γνωρίσαμε για την πόλη μας πράγματα τα οποία ξέραμε και τα φανταζόμασταν – το να βυθιστούμε σε αυτό το κομμάτι και να προσπαθήσουμε να το κάνουμε με τους όρους που το κάναμε ήταν πολύ δύσκολο αλλά και μία ευτυχής συνεργασία. Την αγαπάω αυτή την ταινία, είμαι πολύ χαρούμενος που έγινε και που αρθρώνει λόγο καθαρό με παρρησία.

»Ο κινηματογράφος, ένα βλέμμα, μία φράση σε μία ταινία, μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας. Προσωπικά με έκανε να δω με καίνουργιο τρόπο πράγματα που δεν είχα φανταστεί προηγουμένως. Για αυτό πάμε και σινεμά, γιατί συναντιόμαστε με κάτι ολοκαίνουργιο το οποίο μας κάνει να βλέπουμε καθαρότερα. Δυο ταινίες στο παρελθόν είχαν σε μένα προσωπικά αυτή την επίδραση. Το “Πέρασμα του Χρόνου” του Βιμ Βέντερς και κυρίως το “Kings of the Road” μία ασπρόμαυρη 3:30 ώρες ταινία, που είναι ο ορισμός του road movie, η ιστορία δύο αντρών στη Γερμανία του ’70 που ταξιδεύουν στη γερμανική ύπαιθρο, ένα συγκινητικό δείγμα σινεμά που δεν θα ξαναϋπάρξει. Αυτή η ταινία για μένα έχει καθαρά θεραπευτικές ιδιότητες με την έννοια ότι καθαρίζει το βλέμμα. Αν τη δει κάποιος, μετά από τρισήμισι ώρες βλέπει καλύτερα! Και για πάντα!

» Το σινεμά είναι μία καθαρά συνεργατική τέχνη. Όπως και το θέατρο, αλλά το σινεμά καθαυτό συνοδεύεται από την εμπειρία στον εξωτερικό χώρο που έχει να κάνει και με το πανηγύρι του να βρίσκεσαι με ανθρώπους που πηγαίνουν από το ένα μέρος στο άλλο ως ομάδα, που, ενώ προσπαθούν να δημιουργήσουν κάτι, είναι πάντα ξένοι. Προκύπτει φροντίδα και μια τροφοδοσία από αυτό, επειδή το σινεμά είναι δύσκολο στην υλοποίησή του, οι δυσκολίες φέρνουν κοντά τους ανθρώπους, τους κάνουν να συναλλάσσονται σε βαθύτερο επίπεδο. Αυτό για μένα είναι μαγικό όπως και η σχέση με τους στενούς μου συνεργάτες που διαθέτουν εύρος αντίληψης και συναισθήματος και με τους οποίους έχω μοιραστεί τη ζωή μου και μαζί πράγματα που έχουν να κάνουν με την κοινή γλώσσα και ιστορία, τη σύζευξη».

Ο Σύλλας Τζουμέρκας. © Ilias Hatzakis

«Χώρα, Σε Βλέπω»

Μιλά με ενθουσιασμό για το πρόσφατο «Χώρα, σε βλέπω» το πρόγραμμα διάσωσης, ψηφιοποίησης, προβολής και μελέτης του ελληνικού κινηματογράφου του 20ού αιώνα, που επιμελήθηκε σε συνδιοργανώση με τη Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, υπό την αιγίδα της Επιτροπής «Ελλάδα 2021».

«Το αγαπήσαμε πάρα πολύ, το κάναμε με την Ελίνα Ψύκου και την Ακαδημία. Περισσότερες από 150 μπομπίνες χρειάστηκε να βρεθούν και να μεταφερθούν στα εργαστήρια εικόνας και ήχου για να πραγματοποιηθεί όλο το έργο της ψηφιοποίησης και ψηφιακής αποκατάστασης. Ήταν ένα πρόγραμμα πολύ δύσκολο ως προς την επιλογή των ταινιών, την αποκατάστασή τους, το να βρούμε τα χρήματα για να το κάνουμε και για να αναβιώσουμε τη σχέση μας με την κινηματογραφική πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας. Έπρεπε να ανοιχτεί ένας καινούργιος δρόμος με πολύ μεγάλο κόπο. Είμαστε περήφανοι όλοι οι συντελεστές που καταφέραμε αυτό να συμβεί για κάποιες ταινίες.

Έτσι σώθηκαν και αποκαταστάθηκαν 25 ταινίες αρχικά και άλλες 15 μετά, από το  σινεμά του 20ού αιώνα δημιουργήθηκαν ψηφιακές κόπιες που να μπορούν να προβληθούν. Και αποδείχτηκε ότι το κοινό κάθε ηλικίας έχει ανάγκη να έρθει σε επαφή με την κινηματογραφική ιστορία του.Στις 35 πραγματικά διαλεχτές ταινίες που καταφέραμε με πολύ μεγάλο κόπο να κλείσουμε, τα “Μέγαρα” είναι από τις ταινίες που σώθηκαν, μία ταινία μεγαθήριο. Αν δεν μπορείς να δεις αποκατεστημένα τα “Μέγαρα” πώς θα κάνεις μία ταινία εποχής;

» Η επόμενη ταινία μου θα είναι ταινία εποχής. Τα ρούχα, τα κουστούμια, τα ήθη διατηρούνται μέσα από τις ταινίες. Είναι σημαντικότατη η σημασία της κινηματογραφικής κληρονομιά μας. Είναι τρελό το ότι αφήνονται σημαντικότατες ταινίες να σαπίζουν. Στο “Mπλόκο” του Αδώνη Κύρου έχει μία γραμμή και δεν υπάρχει κόπια χωρίς γραμμή, για πάντα θα μείνει με αυτή τη γραμμή. Υπάρχει μόνο μία positive σκοπιά και δεν μιλάμε για μία ταινία Β καταλόγου, είναι “Το Μπλόκο”!

Στα πράγματα που οφείλει συστηματικά να κάνει πολιτεία είναι η διάσωση της κληρονομιάς τού σινεμά. Στα «Μέγαρα» του Τσεμπερόπουλου που αποκαταστάθηκαν, τώρα μπορείς να δεις όλη τους τη λαμπρότητα της δεκαετίας του ’70. Σε κάτι που προηγουμένως δεν υπήρχε πρόσβαση, αν χάνονταν δεν θα υπήρχε πιθανότητα να ξαναϋπάρξει ποτέ. Ο οικολογικός χαρακτήρας, συστατικό στοιχείο στην ταινία, επίσης σώθηκε. Το σινεμά είναι από την αρχή live Cinema, μπαίνει στη ζωή ακόμα και όταν είναι σκηνοθετημένο, τραβάς ζωή την ώρα που κινηματογραφείς, είναι ένας θάνατος αλλά μετά είναι μία διαρκής ανάσταση. Αν οι ταινίες, όμως, χαθούν αυτή η διαρκής Ανάσταση δεν θα είναι εφικτή».

Η κινηματογραφική του γλώσσα φτιάχνεται στη συνάντηση ειδών, η κόλαση συνυπάρχει με τον παράδεισο, η σκιά με το φως. Σχολιάζω ότι στις ταινίες του η μυθοπλασία εξελίσσεται με ρυθμούς καταιγιστικούς, ότι είναι ποιητικές και εξίσου καθηλωτικές, οι χαρακτήρες συχνά παρεκτρέπονται. Καθημερινά στην τηλεόραση στις βραδινές ειδήσεις ακούμε ιστορίες που προκαλούν ποικίλα συναισθήματα, μήπως χαρακτήρες με ακραίες συμπεριφορές πολύ ηχηροί ή πολύ σιωπηλοί είναι επικίνδυνοι; Απαντά επιγραμματικά: «Η ιδέα ότι οτιδήποτε ξεφεύγει από το μέτρο είναι πιο επικίνδυνο από αυτό που δεν το ξεπερνά, δεν είναι κάτι που αποδέχομαι».