- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιάννης Οικονομίδης: «Έκανα ό,τι μου είχαν πει ότι δεν γίνεται»
Γιάννης Οικονομίδης, ο σκηνοθέτης σε μια μεγάλη εκ βαθέων συνέντευξη μας μίλησε για τη ζωή του, την Κύπρο, την κινηματογραφική διαδρομή του, το Σπιρτόκουτο.
Συναντιόμασταν κάθε Τετάρτη επί τρεις εβδομάδες στο γραφείο του στα Εξάρχεια. Αφήναμε τον χρόνο να κυλήσει ανάμεσα στις συζητήσεις μας, δεν κυνηγούσαμε τον χρόνο ούτε την επικαιρότητα, δεν εκβιάζαμε τις απαντήσεις ούτε θέταμε καταιγιστικά ερωτήματα. Μιλούσαμε για τη δουλειά και τα σχέδιά του, αλλά κυρίως αφήναμε τις μνήμες να τρέξουν πίσω, στην αρχή, στην Κύπρο και στα πρώτα του βήματα. Με παύσεις και σιωπές, με συγκίνηση κάποιες φορές και πάντα με χιούμορ, που δεν λείπει ποτέ από μια κουβέντα με τον σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη, ήρθε στην επιφάνεια η ζωή του στην Κύπρο και η εισβολή όταν ήταν 7 ετών, η άγρια και αλλοπαρμένη εφηβεία, τα όνειρό του να αφήσει το σημάδι του, απροσδιόριστο ακόμα, η οικογένεια – μόνιμο μοτίβο σε όλη την κινηματογραφική διαδρομή του, ακόμα κι όταν κάνει ταινίες για τον υπόκοσμο και τη μαφία. Οι πρώτες εικόνες από μια αλάνα ποδοσφαίρου απέναντι απ’ το πατρικό του στη Λεμεσό, το φως όταν σουρούπωνε και ήταν ακόμα παιδί, τα ξυρισμένα κεφάλια των συμμαθητών του που ήταν προσφυγάκια από τα Κατεχόμενα, οι μνήμες απ’ τους παππούδες του που δούλευαν στα μεταλλεία αμίαντου των Εγγλέζων. Γιατί μεγάλο ενδιαφέρον σε έναν σημαντικό καλλιτέχνη, που ζει πολύ έντονο παρόν στη ζωή και στη δουλειά του, έχουν οι πρώτες εγγραφές που σχημάτισαν το κοσμοείδωλο και την εικόνα του εαυτού του, τα πρώτα «φωτογραφικά πλάνα» που χαράχτηκαν στο μυαλό μιας ασχημάτιστης ακόμα προσωπικότητας. Το γιατί και το πώς αυτό το παιδί από την Κύπρο κατάφερε να μην εμποδιστεί στα πρώτα του βήματα, να μη χάσει τον στόχο, αλλά να κάνει «το δικό του» με έναν τρόπο εντελώς προσωπικό και με μια ισχυρή δύναμη, παρούσα σε κάθε δημιουργία του.
Πόλεμος, πόλεμος, μας βαράνε
Τώρα που με ρωτάς, η πρώτη ανάμνηση της ζωής μου είναι η μάνα μου να στέκεται τρομοκρατημένη από πάνω μου κι εγώ να ουρλιάζω μες στα αίματα. Ήμουνα 4 ετών και η πόρτα έκλεισε με δύναμη απ' τον αέρα και μου έκοψε το μικρό δάχτυλο του χεριού μου. Έχω εννιάμισι δάχτυλα, αλλά εντάξει, άλλοι έχουν πάθει χειρότερα. Άλλη εικόνα είναι το απογευματινό σχολείο μετά την εισβολή, την ώρα που βράδιαζε και τον χειμώνα μάς πετύχαινε το σκοτάδι. Μας είχαν κουρέψει γουλί για τις ψείρες, σκύβαμε και μας ράντιζαν τα κεφάλια με πετρέλαιο. Τσαντίρια, φτώχεια, ανθρωπιστική κρίση, συσσίτια και γαλέτες. Είχε πέσει πείνα τα πρώτα χρόνια της εισβολής, που τα βίωσαν πολύ σκληρά οι πρόσφυγες που ξεριζώθηκαν, παιδιά που έχασαν γονείς, αδέλφια, τα σπίτια τους. Κάναμε παρέα, υπήρχε αλληλεγγύη, αλλά κι ένας διάχυτος φόβος, αγριάδα, απόγνωση, ήταν τρομερό να μην ξέρει ο κόσμος τι του ξημερώνει.
Δεν ήμουνα στη γραμμή του πυρός, αλλά όπως και να ’χει ζήσαμε την εισβολή, είναι μέρες έντονα χαραγμένες μέσα μου και πιστεύω ότι μια απελπισία, ένας πόνος που υπάρχει στις ταινίες μου, ένας πεσιμισμός στα πλάνα, σίγουρα έχει να κάνει με αυτό το μεγάλο ζήτημα, με αυτό το τραύμα. Με αφορμή το έγκλημα των Τεμπών, το θάνατο και την απώλεια, θυμήθηκα δυο νέα παιδιά. Έναν συμμαθητή μας στην πρώτη Γυμνασίου που είχε σπάσει το πόδι του και ήρθε με τον γύψο στην τάξη και μετά από μερικές μέρες μάθαμε ότι πέθανε από θρόμβο, και έναν θάνατο που είδα μπροστά στα μάτια μου στον στρατό. Ένα φορτηγό που μάζευε σκουπίδια πίσω από τα μαγειρεία έκανε απότομα όπισθεν και έλιωσε ένα φαντάρο στον τοίχο. Έπεσε κάτω το παιδί, το στήθος του είχε φουσκώσει, παλλόταν. Σκέφτομαι αυτά και πόσο τύχη και τυχαία είναι η ζωή. Μαθηματικά του χάους.
Πήγα να σκοτώσω άνθρωπο
Τελικά όλες οι ταινίες μου γύρω από την οικογένεια γυρίζουν. Και γύρω από την εξουσία. Δεν έχω καλή σχέση με το authority, κολλάω άμα δω υφάκι και συμπεριφορές περίεργες. Και αντιδρώ, δεν είμαι ψύχραιμος – μπορεί να μου γυρίσει το μάτι στη δεύτερη κουβέντα. Παρόλο που είμαι σκηνοθέτης και εκ των πραγμάτων ασκώ εξουσία επιβάλλοντας αυτό που έχω στο μυαλό μου σε μια ομάδα ανθρώπων, προτιμώ να λειτουργώ αλλιώς. Να παίρνω αυτό που θέλω από τους συνεργάτες μου, με τους οποίους είμαστε φίλοι, με άλλον τρόπο. Θυμάμαι στον στρατό, πρώτη φορά έφτασα κοντά στο έγκλημα. Το σκεφτόμουνα σοβαρά, πήγε να σαλτάρει το μυαλό μου. Υπηρέτησα 18 χρονών για 26 μήνες, εκείνη την εποχή ήμουν ακόμα φρέσκος στο τάγμα και μου κολλούσε πολύ άγρια ένα γομάρι που είχε έρθει με δυσμενή μετάθεση. Είχα θολώσει τόσο πολύ, που μου καρφώθηκε στο μυαλό να τον μαχαιρώσω, δεν κάνω πλάκα, είχα πάθει αμόκ με τον τύπο. Αλλά ευτυχώς, τελευταία στιγμή κώλωσα, χέστηκα, με κράτησε η στενοχώρια που θα έδινα στους γονείς μου, η καταστροφή, το ρεζιλίκι, αυτά που με κρατούσαν πάντα μακριά από σοβαρές αλητείες. Έμπαινα κι έβγαινα σε περίεργες καταστάσεις, δεν αφηνόμουνα όμως, έβαζα όρια και ευτυχώς γιατί έτσι μπόρεσα να κινδυνέψω μεγαλοπρεπώς στο σινεμά. Βέβαια, ντρέπομαι που το λέω, όταν έγινα επιλοχίας και πήρα κι εγώ εξουσία άρχισα να ψάχνομαι. Έκανα μαλακίες στους νεότερους μέχρι που είπα «τι κάνεις ρε, σύνελθε». Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της βίας, ότι είναι κυλιόμενη, αναπαράγεται. Σε μεγάλο μέρος η δουλειά μου έχει να κάνει με αυτό, με την πυραμίδα της βίας, με το πώς το σημερινό θύμα είναι ο αυριανός θύτης αν του δοθεί εξουσία.
Πέτρα στο κεφάλι
Η εφηβεία μου ήταν άγρια, ταραγμένη, είχα το φευγιό μέσα μου, πνιγόμουνα στη Λεμεσό. Ήμασταν μια παρέα πιτσιρικάδες, καμιά σαρανταριά ροκάδες, οι αναρχικοί της Λεμεσού, οι εναλλακτικοί, οι αποσυνάγωγοι, οι αταίριαστοι. Μαζευόμασταν σε έναν χώρο σαν αποθήκη που τον είχαμε φτιάξει και αράζαμε, διαβάζαμε, βγάζαμε εφημερίδα της πλάκας αναρχικοί δηλαδή. Εγώ από 12 χρονών είχα την αγωνία του καλλιτέχνη. Το βαθύτερό μου άγχος ήταν να καταφέρω να περάσω από τη ζωή και να αφήσω κάτι, ένα μικρό σημάδι ότι υπήρξα σαν καλλιτέχνης και δημιουργός. Όλο αυτό γιγαντώνονταν μέσα μου μέχρι τον στρατό και τις σπουδές. Το σινεμά ήρθε τυχαία στον δρόμο μου. Ήθελα να σπουδάσω ζωγραφική στην Καλών Τεχνών γιατί πιάνει το χέρι μου, έφτιαχνα και σκηνικά σε παραστάσεις, μου άρεσε η φωτογραφία, είχα σκοτεινό θάλαμο, μηχανή, φακούς. Αλλά ψήθηκα απ’ τους γονείς να δώσω Νομική. Πλακώθηκα εκείνο το καλοκαίρι στο διάβασμα μέρα νύχτα και πέρασα. Ήρθα στην Αθήνα και στη Νομική έφαγα μεγάλο ξενέρωμα.
Φρίκαρα, τρελάθηκα, δεν ήξερα από πού να φύγω. Έμεινα δύο χρόνια και μια μέρα είδα τυχαία την ταμπέλα της σχολής κινηματογράφου της Ευγενίας Χατζίκου και είπα εδώ είμαστε. Είχα νοσταλγία για το σινεμά από την ταινιοθήκη της Λεμεσού που βλέπαμε ταινίες, και θυμήθηκα το σοκ στα 15 μου με τον «Καθρέφτη» του Ταρκόφσκι. Δεν κατάλαβα τίποτα, αλλά έφαγα πέτρα στο κεφάλι, μπήκα στο τριπάκι, δεν το περίμενα, με άρπαξε, έπαθα ζημιά, τα ’χασα. Από τότε κουβαλούσα την ανάμνηση. Γράφτηκα στη σχολή κι εκεί τελείωσε το πράγμα. Δόθηκα ολόψυχα. Παράτησα το πανεπιστήμιο, πτυχίο δεν πήρα ποτέ, ευτυχώς πήραν τα αδέλφια μου και χάρηκαν οι γονείς μας. Δεν τα σνομπάρω τα πτυχία, θα ήθελα να είχα πάρει κι εγώ και νομίζω ότι αν είχα πάει στη Φιλοσοφική ή στην Πάντειο θα είχα τελειώσει. Γιατί όσο και να διάβασα και να μορφώθηκα μόνος μου, ένα σκληρό πτυχίο χρειάζεται στην πορεία. «Πάρ’ το το γαμίδι και κάνε παράλληλα ό,τι άλλο θες» λέω στους πιτσιρικάδες που με ρωτάνε.
Έπρεπε να τους κοιτάξω στα μάτια
Είχα πάντα μέσα μου την Ελλάδα, την αγαπούσα, κι όταν ήρθα στην Αθήνα ήταν σαν να ήρθα σπίτι μου. Το κανονικό μου σπίτι στη Λεμεσό ήταν μεσοαστικό. Οι γονείς μου μια χαρά άνθρωποι, που ταλαιπωρήθηκαν για να φτάσουν εκεί που έφτασαν. Και όταν τους είπα ότι θα παρατήσω τη Νομική στραβώσανε, τους ζώσανε τα φίδια τι θα απογίνω, πού πάω να μπλέξω. Φοβόντουσαν μωρέ, μου είχε φύγει η ψυχή να μπω στη Νομική, μάχη κανονική, και τα παρατούσα. Έκανα 3-4 χρόνια να πάω στην Κύπρο, είχα κι εγώ το παράπονο ότι δεν με καταλαβαίνουν. Αλλά ήμουνα πωρωμένος, αδιάλλακτος και ήξερα ότι αυτός ο δρόμος δεν έχει επιστροφή, έπρεπε να πετύχω. Μπήκα δυνατά, διάβασα, είδα ταινίες, έκοψα δρόμο, κάλυψα απόσταση γιατί ήμουνα στραβάδι και πέρα από τη σχολή έβαλα πολύ προσωπικό κόπο. Είχα έντονη την αίσθηση ότι δεν μπορώ να γυρίσω πίσω τσουρουφλισμένος, ένας μαλάκας που έκανε το βίτσιο του χωρίς αποτέλεσμα. Γιατί, εντάξει, οι γονείς με στήριζαν πάντα αλλά έπρεπε και να μπορώ να τους κοιτάξω στα μάτια.
Να τους αποδείξω ότι δεν έκαναν λάθος με μένα, ότι έκανα την τρέλα μου αλλά κατάφερα και στάθηκα στα πόδια μου. Πολύ καθοριστικό σε σχέση με την οικογένεια ήταν το Α' βραβείο που πήρα στο Φεστιβάλ Δράμας για την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία, τη «Σταδιακή βελτίωση του καιρού». Τότε άρχισαν να με βλέπουν κάπως διαφορετικά και μέχρι την πρώτη ταινία μου τα είχαμε βρει. Τώρα που το βλέπω, είχα τέτοια λύσσα που δεν έκατσα να συζητήσω μαζί τους, ήμουνα απόλυτος, κάθετος. Αργότερα χαιρόντουσαν για την αποδοχή και τις κριτικές από ταινία σε ταινία. Ο πατέρας μου γούσταρε πολύ, κρατούσε τα αποκόμματα, ήταν διακριτικός, δεν πολυσυζητούσαμε μεταξύ μας. Με τη μάνα μου μιλούσα για όλα, ακόμα και σήμερα. Κι εκείνη με ρωτάει καμιά φορά: «Πότε, παιδί μου, θα κάνεις μια εμπορική ταινία που δεν θα βρίζουν;» κι εγώ της λέω: «Ρε μάνα, αν ήταν έτσι θα είχα κάνει και σίριαλ και απ’ όλα». Η μάνα είναι πάντα η μάνα, είναι η ρίζα, η αρχή, ξέρεις ότι θα σε ακούσει, θα σε συγχωρέσει, θα περάσεις πιο εύκολα τα αιτήματά σου. Το βλέπω και στον γιο μου πώς μας παίζει με τη γυναίκα μου, η μάνα κερδίζει πάντα.
Τους είχα μαυρίσει το συκώτι
Ο πατέρας μου μεγάλωσε φτωχόπαιδο σε αγροτική οικογένεια 6 παιδιών στο Κοιλάνι Λεμεσού. Φτώχεια μαύρη. Γεννήθηκε στα μεταλλεία του αμίαντου των Εγγλέζων και δούλεψε εκεί τα πρώτα χρόνια. Έτσι ήταν τότε, ολόκληρες οικογένειες ζούσαν, δούλευαν και μεγάλωναν τα παιδιά τους στα μεταλλεία. Όταν ο παππούς μου έφυγε απ’ τους Εγγλέζους, αγόρασε κάποια κτήματα στο χωριό και μπόρεσε να σπουδάσει τα παιδιά του. Ο πατέρας μου έγινε οδοντογιατρός, τα κατάφερε πολύ καλά στη ζωή του. Ήταν έντιμος άνθρωπος, ευγενής, δημοκρατικός, πρώτος στις πορείες και στις διαδηλώσεις για να φύγουν οι Εγγλέζοι, για την Ένωση – μεγάλος πόθος τότε και ένα διακύβευμα που στα δικά μου τα χρόνια είχε πάει περίπατο. Ήταν και καλλιτεχνική φλέβα, ερασιτέχνης ζωγράφος και εξαιρετικός τοπιογράφος, δούλευε ακουαρέλες και έκανε πολλές ατομικές εκθέσεις. Έγραφε και ωραία ποιήματα, αλλά τότε δεν έμπαιναν τέτοια θέματα. Ούτε κι ο ίδιος σκέφτηκε ποτέ να ακολουθήσει το μονοπάτι της ζωγραφικής γιατί έπρεπε να επιβιώσει, να σπουδάσει, να ζήσει την οικογένεια. Δεν ξέρω αν η καλλιτεχνική φλέβα μου είναι κληρονομιά από κείνον, πολύ πιθανόν. Τον έχασα τον πατέρα μου, Στάθη τον έλεγαν, πάνε τώρα σχεδόν τρία χρόνια. Η μάνα μου έχει καταγωγή από Λευκωσία από την πλευρά του πατέρα της, ο οποίος είχε 11 αδέλφια –πολύ φτωχός κι εκείνος– ξεκίνησε από το απόλυτο μηδέν και πάλεψε να φτιάξει τη ζωή του. Είχε επιχειρηματικό πνεύμα και εξελίχθηκε, άνοιξε το πρώτο ταξιδιωτικό γραφείο στη Λεμεσό, το «Πατρίς», και έστειλε πολύ κόσμο που μετανάστευε σε Αυστραλία και Καναδά με τα καράβια. Οι γιαγιάδες μου ήταν άγιες γυναίκες και οι παππούδες μου υπεραιωνόβιοι, έφτασαν και ξεπέρασαν τα εκατό. Η μάνα μου, η Δήμητρα, ήταν ο βράχος του σπιτιού, η ουσιαστική δύναμη και μια γυναίκα που βοηθάει τους πάντες ακόμα και σήμερα με όποιον τρόπο μπορεί. Εκτιμώ πολύ τους γονείς μου, πέρα από την αγάπη. Μας μεγάλωσαν καλά εμένα και τα αδέλφια μου, δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα στο σπίτι. Δεν πέρασα δυσκολίες, είχα πάντα στήριξη και παρόλο που ήμουνα πολύ ανήσυχος και τρελάρας και τους είχα μαυρίσει το συκώτι, ποτέ δεν είχα καταπίεση, αμφισβήτηση, ματαίωση. Μόνο που μας είχαν στείλει στο κολυμβητήριο, πρωταθλητισμός και κλάματα, 8 ώρες τη μέρα προπόνηση με το κεφάλι κάτω να κολυμπάμε. Με τα αδέλφια μου αγαπιόμαστε, δεν μαλώνουμε ποτέ, είμαι μεγαλύτερος από τον Ντίνο και τη Μαρία και ο κακός της ιστορίας, γιατί τους έδερνα όταν ήμασταν μικρά.
Θα μπορούσα να είμαι ήρωας των ταινιών μου
Με ρωτάνε συχνά: «Πώς τα ξέρεις όλα αυτά που βάζεις στις ταινίες σου, αν δεν τα έχεις ζήσει;». Με έναν περίεργο τρόπο τα γνωρίζω σαν να τα έχω ζήσει. Σαν ταμπεραμέντο και σαν προσωπικότητα είμαι και εκεί. Ξέρω ότι θα μπορούσα να είμαι ένας από τους ήρωες αυτών των ταινιών. Προφανώς για να πάω προς τα ’κει κάτι με τραβάει. Αν δεν έβρισκα το σινεμά να πιαστώ και να μου βγει κιόλας, όσο έντονο ένστικτο αυτοσυντήρησης και να έχω, δεν ξέρω προς τα πού θα μπορούσα να είχα γλιστρήσει. Αλλά αυτό που με κρατούσε πάντα ήταν η οικογένεια, οι κολλητοί μου και ότι ήταν πολύ σημαντικό για μένα να βρω μια ταυτότητα.
Αυτόν τον λόγο ύπαρξης, την ταυτότητα, μου την έδωσε το σινεμά. Έχω ζήσει ζόρικες καταστάσεις, πάντα ξυστά, αλλά εκεί που μπήκα με τα μπούνια ήταν το σινεμά – που κι αυτό επικίνδυνη κατάσταση είναι. Υπάρχει κόσμος που έχει πληγωθεί, έχει καταστραφεί, δεν του βγήκε σε καλό το σινεμά στη χώρα μας. Κι εγώ πολύ δύσκολα την έβγαλα μέχρι το «Σπιρτόκουτο», όχι ότι τέλειωσαν και ποτέ οι δυσκολίες και τα πακέτα.
Έκανα ό,τι μου είχαν πει ότι δεν γίνεται
Πριν από το «Σπιρτόκουτο» είχα φάει απογοητεύσεις και ήττες. Το πρώτο μεγάλου μήκους κινηματογραφικό μου εγχείρημα, ένα αξιακό κοινωνικό δράμα, δεν γυρίστηκε ποτέ – δεν τα βρήκα με τη σεναριογράφο, οι παραγωγοί έφυγαν, έχασα χρόνο, χρήμα και κάποια χρόνια απ’ τη ζωή μου. Ήμουνα 32 χρονών, σε κομβικό σημείο να τα παρατήσω ή να συνεχίσω. Σήμερα λέω ευτυχώς που δεν έγινε εκείνη η ταινία γιατί θα είχα καταστραφεί. Ήμουνα ακόμα ανώριμος, δεν είχα βρει ούτε τη γλώσσα μου ούτε τι ήταν αυτό που ήθελα να πω. Η κατάρρευση του σχεδίου όμως με φόρτωσε με έναν θυμό, μεγάλο καύσιμο που δεν το είχα πριν και πήγαινα by the book, έπαιζα το παιχνίδι όπως το παίζει η πιάτσα και προσπαθούσα να φτιάξω το αρχιτεκτόνημα με κανόνες που δεν ήταν δικοί μου ούτε μου ταίριαζαν. Και μετά κατάλαβα ότι για να συνεχίσω έπρεπε να σπάσω τους κανόνες, να μιλήσω αλλιώς, να πω αλήθειες με τον δικό μου τρόπο. Και να κάνω ό,τι μου είχαν πει ότι δεν γίνεται. Με αυτά τα μυαλά ξεκίνησα το «Σπιρτόκουτο». Και είχα τέτοια σιγουριά και αυτοπεποίθηση, που κάποιος απ’ έξω θα έλεγε ότι αυτός είναι τελείως τρελός. Παρόλα αυτά βρήκα και τους υπόλοιπους τρελούς της ομάδας και μπήκαμε σε αυτή την απίστευτη περιπέτεια. Ήμουνα τόσο δοσμένος, τόσο εμμονικός, συνέχεια στο κόκκινο, δεν σκεφτόμουνα τίποτε άλλο, ήταν ο μόνος δρόμος που έβλεπα μπροστά μου. Έτρεχα να βρω δανεικά όλη μέρα και μετά έτρεχα στις πρόβες, εξαντλητικές πρόβες, μετά στα γυρίσματα και μετά ατέλειωτες ώρες στο μοντάζ. Θυμάμαι όταν μόνταρα το «Σπιρτόκουτο» είχε πολλά χιόνια και οδηγούσα το σταρλετάκι που είχα τότε, ο δρόμος γλιστρούσε κι εγώ έλεγα εντελώς σοβαρά ας κάνω αυτή την ταινία κι ας πεθάνω. Τέτοια λύσσα είχα, ήμουν σε παραζάλη και έκανα κουλές σκέψεις.
Ο αγριάνθρωπος που μας ταράζει
Η παλαβομάρα και η καύλα των πρώτων δύο ταινιών μου, του «Σπιρτόκουτου» και της «Ψυχής στο στόμα», δεν επαναλαμβάνονται. Τότε δεν τρώγαμε, δεν κοιμόμασταν – ήταν υπαρξιακή ανάγκη, μανία, σαν να κάναμε τον γύρο του θανάτου. Δεν μπορείς να είσαι συνέχεια έτσι, δεν αντέχεται, θα πεθάνεις ή θα πας στο ψυχιατρείο. Αν είσαι σε διαρκή τύφλωση θα τα γαμήσεις όλα – οικογένεια, παιδιά, φίλους. Τώρα πια το σινεμά έχει γίνει αγάπη, που έχει μέσα της μεγάλη δόση τρέλας, αλλά πιο ελεγχόμενη και με βαθύτερο ψυχικό περιεχόμενο. Προσέχεις για να έχεις, αλλιώς δεν έχεις. Έχω κρατήσει από τότε ότι δίνομαι ολόψυχα σε κάθε μου ταινία, τη νιώθω πάντα σαν μια κυοφορία, σαν πόλεμο στα χαρακώματα, έτσι είναι το σινεμά στην Ελλάδα. Θυμάμαι στην «Ψυχή στο στόμα» είχα και έναν φόβο γιατί ήταν η πιο ακραία ταινία που, κατά τη γνώμη μου, έχει γίνει στον ελληνικό κινηματογράφο. Αλλά είχα πάρει θάρρος απ’ το «Σπιρτόκουτο» και είπα ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Έφαγα ύπουλο μικροαστικό και ψευτοκουτλουριάρικο μπούλινγκ από συναδέλφους του σαλονιού και από κάποιους κριτικούς ευαισθητούληδες, του τύπου τι θέλει τώρα αυτός ο αγριάνθρωπος, ο βάρβαρος, ο κομπλεξικός και μας ταράζει. Αλλά με στήριξαν και πολλοί που έπιαναν την ουσία της δουλειάς μου και πάνω απ’ όλα ο κόσμος που αγάπησε τις ταινίες μου από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Τις ανακάλυψαν και οι πιτσιρικάδες, ταυτίστηκαν, άκουσαν μια γλώσσα που μιλιέται στον δρόμο, γούσταραν. Βγήκαν αληθινές οι ταινίες μου πολύ πριν αντιληφθούν ορισμένοι τι γινόταν γύρω μας και τι ερχόταν, δεν κορόιδεψα κανέναν κι ο κόσμος βλέπει μια συνέπεια από ταινία σε ταινία. Ειδικά με το «Μικρό ψάρι», χωρίς να μειώνω καμιά από τις 5 ταινίες μου, θεωρώ ότι πιάσαμε ταβάνι. Ήταν η πρώτη φορά που είχα τα οικονομικά μέσα και τους όρους παραγωγής να κάνω μια ταινία όπως ακριβώς ήθελα χάρη και στην πολύτιμη βοήθεια του παραγωγού Χρήστου Β. Κωνσταντακόπουλου. Με όλες τις ταινίες μου είμαι ικανοποιημένος. Τις βάζω απέναντι, ρε παιδί μου, και λέω πως έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Και σήμερα να σταματήσω το σινεμά δεν τρέχει τίποτα, μια χαρά, όλα καλά.
Στις ταινίες μου έχουν παίξει ηθοποιάρες
Παίρνω το καλύτερο απ’ αυτούς, ξέρω πού θα τους πάω, είναι ηθοποιάρες και επειδή το σύνολο είναι υψηλό, όλο το πράγμα πάει μπροστά. Βαγγέλης Μουρίκης, Ερρίκος Λίτσης, Στάθης Σταμουλακάτος, Ελένη Κοκκίδου, Μαρία Καλλιμάνη, Γιάννης Τσορτέκης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Γιάννης Αναστασάκης, Βασίλης Μπισμπίκης, Βίκυ Παπαδοπούλου ρολάρες και οι ερασιτέχνες όπως οι μανάδες στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» –η Σοφία Κουνιά και η Βασιλική Καλλιμάνη– και πολλοί άλλοι. Κάνω σινεμά ηθοποιών και νομίζω το εξελίσσω από ταινία σε ταινία. Μου αρέσει η φυσικότητα, η αλήθεια, τους προστατεύω πολύ και στο μοντάζ, υπάρχει εμπιστοσύνη κατακτημένη από τις πολύμηνες πρόβες και τα χρόνια, ερχόμαστε κοντά, μου δίνουν αβίαστα τον εαυτό τους. Είμαι περήφανος για όλους και θεωρώ ότι οι επιδόσεις τους χτυπάνε τους Αμερικάνους στα ίσα. Χαίρομαι όταν ο κόσμος τους σταματάει στον δρόμο, τους κερνάει, τους θεωρεί δικούς του ανθρώπους.
Όπως χαίρομαι και για τους νέους που βλέπουν τις ταινίες μου. Είναι μεγάλη τιμή και ευθύνη γιατί οι νέοι απορρίπτουν εύκολα, πείθονται δύσκολα να αφεθούν και ψάχνουν την αλήθεια με πιο μεγάλη λύσσα. «Πιείτε ρε, πιείτε να τυφλωθείτε, γαμώ την πουτάνα μου!», λέει ο Δημήτρης Καπετανάκος, που από την «Μπαλάντα» έχει να πληρώσει σε μπαρ. Συνέχεια τον κερνάνε.
Όσο αντέξω κι όσο πάει
Κάθε 5-6 χρόνια κάνω μια ταινία. Τώρα πάω για την 6η, τη «Μεγάλη πέτρα σε μικρό κεφάλι», μια ιστορία πόλης με έναν κεντρικό ήρωα που ανεβαίνει τη δική του ανηφόρα. Τον Γενάρη του ’24 ξεκινάμε γυρίσματα. Έχω αργές διαδικασίες, παίρνω τον χρόνο μου, το παιδεύω, δεν έχω φιλοδοξία να είμαι υπερπαραγωγικός και συχνά περιμένω τα σημάδια να μου δώσουν λύση προς τα πού να πάω. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με κάνει και συνεχίζω σε μια χώρα που σου βάζει συνεχώς εμπόδια και κάθε ταινία είναι εκστρατεία. Η δύναμη της ζωής, μάλλον, ότι δεν θέλω να πέσω απ’ το ποδήλατο. Όσο αντέξω κι όσο πάει. Είμαι αντιφατικός άνθρωπος, ακραίος, έχω και πολλή μαυρίλα κατά καιρούς. Το να σταματήσω να γυρίζω ταινίες, όμως, δεν σημαίνει ότι έπεσα απ’ το ποδήλατο γιατί στη ζωή υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα από το σινεμά. Ξέρεις, στην πραγματικότητα δεν θεωρώ τον εαυτό μου επαγγελματία σκηνοθέτη ούτε στο σινεμά ούτε στο θέατρο. Γιατί δεν μπορώ να υπηρετήσω το όραμα άλλου, το σενάριο άλλου, να σκηνοθετήσω το έργο ενός άλλου. Είμαι ερασιτέχνης κινηματογραφιστής, δημιουργός, καλλιτέχνης, ένας μάστορας που ξέρει την τέχνη του και μπορεί αύριο να δοκιμάσει να μπει στη ζωγραφική ή στο βιβλίο. Και στο θέατρο αλεξιπτωτιστής είμαι, μπήκα σαν ελεύθερος σκοπευτής και έκανα αυτό που ξέρω καλύτερα να κάνω, να μιλάω με τη γλώσσα της αλήθειας προσπαθώντας να φωτίσω τα ανθρώπινα σκοτάδια.
Ούτε ψωνάρα ούτε της κορεκτίλας
Σαν ποιον να πουλήσω μούρη, άσε ρε. Είμαι χορτάτος, χωρίς απωθημένα. Πάντα έβλεπα τον εαυτό μου απ’ έξω, δεν είμαι ερωτευμένος με την πάρτη μου, σε συνεχή κόντρα είμαι μαζί μου. Πιάνω τον εαυτό μου να κάνει λάθη, δεν έχω αποκτήσει την ψυχραιμία που θα ήθελα, ξέρω τις αδυναμίες μου και πού χωλαίνω. Μπορεί να εκφραστώ με πάθος για πράγματα που αγαπώ ή να μιλήσω κάπως απότομα και να θεωρήσει ο άλλος ότι είμαι ψωνάρα. Μακριά από μένα αυτοί που έχουν άποψη για όλα, που είναι μέσα σε κόλπα εξουσίας, που νομίζουν ότι το σκατό τους είναι από χρυσάφι. Το ψώνισμα έχει να κάνει με την προδοσία, είναι σαν να προδίδεις τον παλιό σου εαυτό, τους φίλους σου, τον κόσμο σου, τις σχέσεις σου. Να δέχεσαι να γίνεις κάποιος άλλος, να υπηρετήσεις κάτι άλλο. Δεν θα μπορούσα να το κάνω, είμαι από άλλο ανέκδοτο. Και την κορεκτίλα τη θεωρώ μεγάλη γελοιότητα. Να βάλω τους ήρωές μου να λένε ψέματα, να αλλάξουν τον τρόπο που εκφράζονται, να τους απαγορεύσω να καπνίζουν; Αφού και στο σινεμά και στο θέατρο αυτό δείχνω, την εποχή μας και τους ανθρώπους που ζουν μέσα σ’ αυτή. Οι ήρωές μου πίνουν, βρίζουν, συμπεριφέρονται σεξιστικά, ομοφοβικά, χυδαία, βίαια. Οι ταινίες μου δεν είναι ταινίες μοδάτες, ταινίες θερμοκηπίου φτιαγμένες με μοιρογνωμόνιο. Έχουν θερμοκρασία, άντερα, αίμα, ζωή, αλήθεια, αντιφάσεις, τρέλα, χιούμορ, σχοινοβατούν, ρισκάρουν. Είναι τρομακτική η σκέψη να γίνουν καθεστώς οι απαγορεύσεις. Όταν κάτι αρχίζει καλά και γίνεται εξουσία, γαμιέται ο Δίας.