Κινηματογραφος

Διασπασμένος και διασπαστικός δικαιωματισμός

Σχόλιο για τη woke κουλτούρα, τη σχέση της με τη θρησκεία και το πώς αποτυπώνεται στην ταινία «Tár»

Αντώνης Παγκράτης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ταινία «Tár», η woke κουλτούρα και η σχέση της με τη θρησκεία

Η διαλεκτική ανάμεσα στην ισότητα και την ελευθερία είναι συνυφασμένη με την ανάδυση της νεωτερικότητας, δηλαδή της εποχής που ο αναγεννησιακός άνθρωπος του 14ου αιώνος αρχίζει να διεκδικεί μια πιο εσωτερική ζωή, η εμφάνιση της οποίας είναι ο θεμέλιος λίθος του χριστιανισμού. Ο αυτογνωρισμός μας φέρνει αντιμέτωπους με τα κοινωνικά μας όρια. Η ελευθερία μάχεται με την ισότητα στο όραμα μιας δικαιότερης οργάνωσης του βίου, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις δημοκρατικές πολιτείες του δυτικού κόσμου. Στη δεκαετία του 2010, στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτή η διαλεκτική αποκτά τη δική της λέξη-μετοχή ως ένα είδος κωδικοποιημένου μηνύματος: woke. Σημαίνει τον άνθρωπο που παραμένει «ξύπνιος», «εν εγρηγόρσει» ίσως θα ήταν μία πληρέστερη επιρρηματική φράση. Πολύ συχνά συναντάται ως ουσιαστικό: wokeness, ορίζοντας την ατομική επαγρύπνηση απέναντι στις κοινωνικές ανισότητες. Προσωπικά μου αρέσει ο όρος «great awakening» (Η μεγάλη αφύπνιση), ο οποίος παραπέμπει στις ρίζες του νέου προοδευτισμού στον προτεσταντισμό αλλά προφανώς οι κοσμικοί προοδευτικοί τον βρίσκουν κάπως δογματικό.

Θα μπορούσε κάποιος να εκτιμήσει τον τρόπο με τον οποίο ο Βρετανός δημοσιογράφος Dan Hitchens αναγνωρίζει τη δυσκολία των ορισμών, αποκαλώντας τη νέα αριστερή πολιτική, η οποία όμως συναντιέται με το νεοφιλελευθερισμό: «the thing» –το πράγμα– στην προσπάθειά του να αποφύγει τους βάλτους της σεξουαλικής ταυτότητας ως αποτέλεσμα κοινωνικής καταπίεσης και πολιτισμικών παραμέτρων σε σχέση με τον παλαιό χωματόδρομο των γεννητικών οργάνων. Όπως και να έχει, «το πράγμα» είναι δυσεξήγητο και πολύπλοκο. Η σαφήνησή του προϋποθέτει κανόνες οριοθέτησης, άρα σχήματα αναιρέσεως του δικαιώματος της ελευθερίας, τη βασικότερη και αδιαμφισβήτητη παράμετρο ενεργείας του νεότερου ανθρώπου. Οι νεοφιλελεύθεροι οραματίζονται έναν άνθρωπο που διαθέτει τον εαυτό του ως επιχείρηση και οι αριστεροί διεκδικούν την κατίσχυση της μειονότητας ως απόλυτη ηθική αρετή. Και οι δύο, με λάβαρο τον προοδευτισμό ευαγγελίζονται μία κοινωνία ελευθερίας και ισότητας υπό την προϋπόθεση της καταργήσεως της κοινότητας οι πρώτοι και την εξαφάνιση των υποχρεώσεων οι δεύτεροι. Οι συντηρητικοί παραμένουν διχασμένοι και παρωχημένοι. Προσπαθώντας να ανασύρουν από τη λήθη ένα φιλελεύθερο παραδοσιακό παρελθόν, παραπαίουν ανάμεσα στον λαϊκισμό και στη θρησκοληψία.

Μοιάζουν μετέωροι και συγκεχυμένοι όπως η ταινία του Todd Field «Tár», που πρωτοπροβλήθηκε στο 79ο Φεστιβάλ της Βενετίας, το Σεπτέμβριο του 2022. Το φιλμ παρέχει τη δυνατότητα πολλών επιλογών αναλύσεως. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θεώρησα πιο δόκιμο να αποφύγω τις πολιτικές προεκτάσεις ή τις εικασίες για τις προθέσεις του σκηνοθέτη και να περιοριστώ στις βασικές αρχές δομήσεως μιας ιστορίας και τις συνέπειες στην καταγραφή του νοήματος όπως το εκλαμβάνει η ανθρώπινη συνείδηση. Με άλλα λόγια, εάν το έργο υπόκειται στους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης όπως συνοπτικά και περιεκτικά μας εισάγει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του, η οποία αποτελεί βασικό εγχειρίδιο στις σχολές κινηματογράφου και θεάτρου: «έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας μέγεθος εχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, δι᾽ ελέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Η παραπάνω φράση, μαζί με το Πιστεύω ήταν αντικείμενο αποστηθίσεως επί ποινή ξυλοδαρμού στο πάλαι ποτέ ελληνικό διδακτικό γυμνασιακό πρόγραμμα. 

Η αρχική στατική σκηνή του έργου με τη συνέντευξη της αρχιμουσικού από τον δημοσιογράφο αποτυπώνει την πρόθεση του οικοδομήματος του σκηνοθέτη, κατά πάσαν πιθανότητα ερήμην της συνειδήσεώς του. Η αντίληψη και ο έλεγχος του χρόνου ως βίωμα του ανθρώπου περιγράφεται καθηλωτικά από την κατεξοχήν αρμόδιο: τη διευθύντρια της ορχήστρας. Ο σκηνοθέτης, ως άλλος επικεφαλής μιας κινηματογραφικής ομάδας που περιλαμβάνει τεχνικούς, φωτογράφους, μοντέρ, σεναριογράφους παραγωγούς και ένα σωρό επιμελητών κάθε είδους, οργανώνει τον χρόνο μέσω του μοντάζ για να προσφέρει με συνέπεια το λογικό ξεδίπλωμα μιας ιστορίας που υπηρετεί το δυνατό παρά το πιθανό, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης. Όμως, παρόλο που στην πρωταγωνίστριά του προσφέρει γενναιόδωρα τη δυνατότητα να αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το υλικό της, μουσικούς και παρτιτούρες, στερεί τη δυνατότητα από τον εαυτό να πράξει το ίδιο. Η ταινία υπολείπεται δραματικής πλοκής υπό την έννοια ότι καθηλώνεται σε μία γραμμική αφήγηση των περιπετειών της αρχιμουσικού ως επικεφαλής ορχήστρας και οικογενείας, αγνοώντας τις εσωτερικές συγκρούσεις των πρωταγωνιστών ως κίνητρο εξελίξεων και αποτυπώνοντας γεγονότα στο πλαίσιο ενδείξεων ή υπονοουμένων. Δεν θα μάθουμε ποτέ εάν η κόκκινη τσάντα ήταν το δώρο μιας περιστασιακής ερωτικής συνευρέσεως ή απλώς την αγόρασε από ένα κατάστημα. Εάν η ερωτική της σχέση με τη βιολονίστρια έσπρωξε την τελευταία στην αυτοκτονία ή απλώς επρόκειτο για το απονενοημένο διάβημα ενός εμμονικού ανθρώπου. Δεν φαίνεται να προήγαγε τη νεαρή αριστερή βιολονίστρια στη σολιστική θέση της ορχήστρας αφού διεξήγαγε διαγωνισμό με την έτερη «λογική» υποψήφια. Αλλά από την άλλη μεριά, η σκηνή με τα πράσινα παπούτσια στην τουαλέτα αφήνουν υπονοούμενα για την απρόσωπη ερωτική της διάθεση και την κατ’ επέκταση συμπάθεια και προστασία στο πρόσωπό της. Ο «ανδρικός» τρόπος, για τον οποίο συνηγορεί και το ανάλογο ντύσιμο, εκφοβισμού της μικρής συμμαθήτριας της υιοθετημένης κόρης της στην προσπάθειά της να την προστατεύσει, υπονοεί τη σκληρότητά της, αλλά δεν συνάδει με την επταετή υπομονή που επιδεικνύει προς τον ανίκανο βοηθό αρχιμουσικού και τον λεπτό τρόπο με τον οποίο προσπάθησε να του ανακοινώσει την απόλυσή του. Εάν όλες αυτές οι καταγραφές συμπεριφοράς αποτελούν μέρος της προσπάθειας του σκηνοθέτη να μας μιλήσει για την αστάθεια, τις αδυναμίες ή τις αλληλοσυγκρουόμενες επιθυμίες της πρωταγωνίστριάς του, έχουμε μπροστά μας μία απέραντη δυσκολία εκφράσεως μέσω της πολυλογίας. Εξάλλου, η μεγαλύτερη διάρκεια του έργου αναλώνεται στη σύνταξη ενός φακέλου δικογραφίας ενώ τα αποτελέσματα της ποινής δεν καταλαμβάνουν παρά ελάχιστα δραματικά λεπτά που καλύπτουν μάλιστα έναν αντιστρόφως ανάλογο ημερολογιακό χρόνο. Ο σκηνοθέτης αρέσκεται σε μία δυσανάλογη –χρονικά– αναφορά στις επιπτώσεις των πράξεων που περιέγραψε με μεγάλη λεπτομέρεια και καθόλου σαφήνεια. Η πρωταγωνίστριά του καταδικάστηκε σύμφωνα με τις εντυπώσεις από ένα κατάλληλα μονταρισμένο βίντεο των κακοήθων μαθητών στην τάξη διδασκαλίας της. Σαφώς, ο σκοπός του σκηνοθέτη είναι να σχολιάσει τον παραλογισμό της εξατομικεύσως και του δικαιωματισμού που ταλαιπωρεί τον σύγχρονο κόσμο, ίσως και την κυριαρχία της εντύπωσης μέσω των μέσων κοινωνικής δικτυώσεως. Όμως, παρέλειψε να ασχοληθεί με τους εσωτερικούς λόγους που κινητοποίησαν τέτοιου είδους συμπεριφορές και κυρίως αδιαφόρησε για τη συνέπεια των ψυχολογικών επιπτώσεων των συγκρούσεων, αλλιώς δεν εξηγείται η σκηνή ελαχίστων δευτερολέπτων που η σύζυγος της αρχιμουσικού δεν την αφήνει να αγγίξει το κοριτσάκι που μεγάλωναν μαζί μέχρι πριν από λίγο καιρό.

Από το έργο λείπει η χάρις, όπως αποτυπώνεται στη δημόσια συζήτηση της Tár με τον έγκριτο δημοσιογράφο και στην ανάλυσή της σχετικά με τον ρυθμό, το μέτρο και τη σκοπιμότητα της υπάρξεως διευθυντή ορχήστρας. Η χάρις ως έκφραση του βιώματος ενός χρόνου που δεν είναι διεσπασμένος σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Διότι αυτήν ακριβώς τη συνέχεια πετυχαίνουν οι περιοδικές επαναλήψεις του μέτρου που ως πολλές αόρατες κλωστές συνδέουν σε μία διάρκεια τον χρόνο και τη σημασία του. Προβλέποντας τη συνέχεια μας κάνουν να πιστεύουμε ότι τη βιώνουμε μέσα στον χρόνο της με συνέπεια να την ελέγχουμε, με άλλα λόγια να μην είμαστε θύματα της τυχαιότητας και του ενστίκτου. Το ουσιώδες βρίσκεται εντός μίας καταστάσεως νοήματος μέσω της συνεχείας που αδυνατεί να παρέχει η woke κουλτούρα –την οποία σχολιάζει ο σκηνοθέτης της ταινίας–, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να αποφύγει την πόλωση. Δυστυχώς και ο ίδιος δεν καταφέρνει να δώσει στο κινηματογραφικό έργο τη συνοχή που θα ήταν η καλύτερη απάντηση σε μία διασπαστική και διεσπασμένη ιδεολογία όπως η «επαγρύπνηση».