Κινηματογραφος

«Dungeons & Dragons: Εντιμότητα Μεταξύ Κλεφτών»: Η ταινία και το prequel

Νερντ όλου του κόσμου, η συναρπαστική ιστορία του βάρδου Έτζιν, της βάρβαρης Χόλγκα και της ομάδας τους είναι εδώ!

Κυριάκος Αθανασιάδης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Forgotten Realms: Μια απόλυτα διασκεδαστική ταινία, και ένα εξίσου απολαυστικό μυθιστόρημα από τα Λησμονημένα Βασίλεια

Το Dungeons & Dragons, που έκανε την εμφάνισή του το 1974, είναι το διασημότερο παιχνίδι ρόλων που υπήρξε ποτέ, και ουσιαστικά σηματοδοτεί την αρχή των σύγχρονων role-playing games. Και τα Forgotten Realms, τα Λησμονημένα Βασίλεια, είναι το πιο γνωστό setting του. Από το 1987, όταν το όνειρο του σπουδαίου Dungeon Master, του Ed Greenwood, έγινε πραγματικότητα με την κυκλοφορία του πρώτου επίσημου βιβλίου των Βασιλείων, πολλά εκατομμύρια άνθρωποι όλων των ηλικιών και όλων των φύλων έχουν διαβάσει τα βιβλία που συνοδεύουν το παιχνίδι —περί τα 300 (!) μυθιστορήματα και ανθολογίες—, γραμμένα όλα τους από εξαιρετικά ταλαντούχους συγγραφείς του Φανταστικού, που βέβαια είναι και μεγάλοι φαν τού D&D οι ίδιοι.

Το μοναδικό αυτό πολυσύμπαν, ένας κόσμος γεμάτος μαγεία, δράκους και παράξενα πλάσματα —ο κόσμος από όπου, υποτίθεται, γεννήθηκαν όλες οι μυθολογίες των ανθρώπων—, δεν έπαψε έκτοτε να εμπλουτίζεται, με ακόμη περισσότερα βιβλία και κόμικς, με επιτραπέζια παιχνίδια, με video games, και φυσικά με action figures, αγαλματίδια, αξεσουάρ, συλλεκτικά κομμάτια κ.ο.κ. Είτε κάποιος θέλει ένα βιβλίο που θα τον βυθίσει στον ονειρικό κόσμο της Φαντασίας και θα τον ταξιδέψει σε πολύχρωμα βασίλεια που κατοικούνται από μαγικά πλάσματα, είτε θέλει να διασκεδάσει με την παρέα του ένα ή και περισσότερα Σαββατόβραδα υιοθετώντας τον ρόλο ενός τετραπέρατου κλέφτη, μιας ανίκητης πολεμίστριας, ενός μάγου, ενός ξωτικού, ή κάποιου ρωμαλέου βάρβαρου, ο ανεξάντλητος κόσμος των Forgotten Realms είναι η ιδανική επιλογή για μια απόδραση σ’ έναν συναρπαστικό κόσμο περιπέτειας και μαγείας.

Κατά έναν περίεργο λόγο όμως, παρά τον πλούτο της μυθολογίας τους και τις χιλιάδες ιστορίες τους, το Dungeons and Dragons δεν γέννησε κάποια μεγάλη (και, κυρίως, καλή) ταινία. Το Μάγοι & δράκοντες του 2000 με τον Τζέρεμι Άιρονς υπήρξε, δυστυχώς, μεγάλη αποτυχία, και οι δύο συνέχειές του (2005 και 2012) χάθηκαν —και δικαίως…— στα βιντεοκλάμπ της εποχής. Αλλά το «Dungeons & Dragons: Εντιμότητα Μεταξύ Κλεφτών» που παίζεται από την Πέμπτη στους κινηματογράφους ήρθε για να τα αλλάξει όλα αυτά.

Το σκηνοθετικό δίδυμο των Τζον Φράνσις Ντέιλι και Τζόναθαν Γκόλντσταϊν («Game Night») έχει πολύ καλή γνώση του υλικού που κρατά στα χέρια του, ξέρει τον πλούτο και την ιστορία του παιχνιδιού, έχει στενή επαφή με τους φαν και τις προσδοκίες τους, και συναισθάνεται την ευθύνη που σημαίνει μία D&D μεταφορά στον κινηματογράφο. Έτσι, καταφέρνει να μας παραδώσει ένα απολαυστικό φιλμ φαντασίας, αλλά και μια heist movie ταυτόχρονα, μια έξω καρδιά περιπέτεια που ομολογούμε ότι δεν περιμέναμε ότι θα απολαύσουμε τόσο πολύ, με πολύ χιούμορ, ξεκάθαρα εικονογραφημένους χαρακτήρες, πολλά τέρατα, απίθανους ηρωισμούς, μπόλικο κυνισμό, και ασταμάτητες αναφορές — που θα γοητεύσουν τους ρέκτες μα που δεν θα μπερδέψουν και όποιον θα πάει στο σινεμά απλώς και μόνο για να δει μία fantasy ταινία χωρίς να ξέρει τίποτα από τα Λησμονημένα Βασίλεια.

Τα εφέ είναι κάτι παραπάνω αξιόλογα —τόσο τα CGI όσο και τα πολλά πρακτικά, μηχανικά εφέ, που αγαπούν και προτιμούν όλοι ανεξαιρέτως οι φαν των ταινιών τρόμου και φαντασίας— και οι ερμηνείες εξαιρετικές, με έναν Κρις Πάιν στον ρόλο του γοητευτικού βάρδου Έτζιν να κερδίζει τις εντυπώσεις, και τη Μισέλ Ροντρίγκεζ να μας παραδίδει μία ασταμάτητη και ανίκητη πολεμίστρια Χόλγκα. Μαζί τους ο Ρεγκέ-Ζαν Πέιτζ, ο Τζάστις Σμιθ, η Σοφία Λίλις, και ο κάτι παραπάνω από απίθανος Χιου Γκραντ, που σε ένα περσινό ComicCon αποκάλυψε πως εδώ και χρόνια είναι Dungeon Master και ο ίδιος, και δείχνει να απολαμβάνει κάθε στιγμή των γυρισμάτων.

Για όποιον αγαπά αυτού του είδους τις ταινίες (και για όποιον θέλει να ξεχάσει την προηγούμενη τριλογία…), αυτό το φιλμ είναι μια ιδανική επιλογή για μια έξοδο στο σινεμά. Όπως ιδανική επιλογή είναι και το βιβλίο «Ο δρόμος για το Νεβεργουίντερ» της έμπειρης Jaleigh Johnson που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Anubis (σε καταπληκτική —θα μας θυμηθείτε— μετάφραση από τον Γιώργο Αγγελίδη και τη Βασιλική Καρακώστα). Δεν είναι άλλο από το επίσημο prequel του Dungeons & Dragons: Εντιμότητα Μεταξύ Κλεφτών». Οι φαν του είδους δεν πρέπει να το χάσουν.

Νά η υπόθεση:

Ο Έτζιν βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, με μόνα όπλα το λαούτο και τη γοητεία του. Όμως μια τυχαία συνάντηση με τη σκληρή και άγρια Χόλγκα θα τα αλλάξει όλα. Ο Έτζιν θα ανακαλύψει πως έχει πολύ δρόμο ακόμα να διανύσει μέχρι να εξιλεωθεί… και πολλά χρέη να πληρώσει. Ευτυχώς, υπάρχει και πολύς πλούτος στον κόσμο. Για να τον αποκτήσουν, ο Έτζιν και η Χόλγκα κάνουν ό,τι θα έκανε κάθε λογικός άνθρωπος: φτιάχνουν μια συμμορία. Μαζί με έναν γοητευτικό απατεώνα, τον Φορτζ, και έναν μάγο με προβλήματα αυτοπεποίθησης, τον Σάιμον, η ομάδα θα διεκδικήσει το χρυσάφι που της αξίζει. Ο στόχος τους; Ο Τόρλιν ο Δρακογέννητος, ένας πλούσιος εκκεντρικός μάγος που φημίζεται για την κακομεταχείριση των εργαζομένων του και τα φανταχτερά του πάρτι. Το σχέδιό τους; Να μεταμφιεστούν, να τρυπώσουν στην έπαυλη του Τόρλιν και να αρπάξουν όσο περισσότερα λάφυρα μπορούν. Ποιο είναι το πρόβλημα σ’ αυτό; Ο Τόρλιν κρύβει ένα τρομερό μυστικό — ένα μυστικό που θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή όλων…

Νά και ένα απόσπασμα από το βιβλίο — είναι το Κεφάλαιο 4:

* * *

Ο Έτζιν σκόπευε να αναβάλει όσο περισσότερο μπορούσε την παρθενική του εμφάνιση στο πανδοχείο, όμως η Χόλγκα τον έσυρε ως εκεί την επόμενη κιόλας μέρα, και προτού καλά-καλά προλάβει να συμφιλιωθεί με την ιδέα, είχε κλείσει την πρώτη θέση στο αποψινό πρόγραμμα εμφανίσεων.

Η Χόλγκα κράτησε το λόγο της και δεν είπε τίποτα στην Κίρα. Την έστειλαν στους γείτονες για να περάσει τη νύχτα με τη Μίριαμ, που ήταν φίλη της και την πρόσεχε εδώ και χρόνια, κι εκείνη δεν υποπτεύθηκε τίποτα. Έτσι ο Έτζιν είχε αρκετό χρόνο και χώρο για να βηματίζει νευρικά στο αγροτόσπιτο, προσπαθώντας να μην κάνει εμετό.

«Έλα» είπε η Χόλγκα, βάζοντάς του λίγο απ’ το πιο δυνατό τους ουίσκι, το οποίο φυλούσαν για έκτακτες περιπτώσεις. Κι αυτή εδώ πληρούσε τις προϋποθέσεις.

Ο Έτζιν το ήπιε μονορούφι, νιώθοντας το υγρό να γλιστράει στο λαιμό του, καίγοντάς τον, και αστέρια εξερράγησαν μπροστά στα μάτια του. Κοπάνησε το ποτήρι στο τραπέζι κι αισθάνθηκε μια στάλα πιο ήρεμος.

«Πρέπει να πηγαίνουμε» του είπε η Χόλγκα, κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο, την πορτοκαλιά λάμψη του δύοντος ήλιου. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε ορμητικός και κρύος αέρας. Το φθινόπωρο βρισκόταν στο απόγειό του, με κόκκινα και κίτρινα φύλλα στα δέντρα και τις κολοκύθες στο μποστάνι των γειτόνων τους έτοιμες για συγκομιδή. «Θα ξεκινήσουν σύντομα.»

Και το μέρος θα ήταν ασφυκτικά γεμάτο μια τέτοια όμορφη νύχτα, σκέφτηκε ο Έτζιν καθώς ακολουθούσε τη Χόλγκα έξω απ’ την καλύβα. Σταμάτησε στην αυλή κι έριξε μια ματιά στο μπουκάλι ουίσκι που είχε μείνει στο τραπέζι. Τι κακό μπορούσε να πάθει μ’ ένα ακόμα ποτηράκι;

«Ξεκίνα εσύ και θα σε προλάβω» φώναξε στη Χόλγκα.

«Το καλό που σου θέλω» είπε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Αλλιώς θα σε σύρω απ’ τα μαλλιά.»

«Μα καμία εμπιστοσύνη πια;» Ο Έτζιν έκανε μια αγενή χειρονομία στην πλάτη της, κι ύστερα έφυγε γραμμή για το ουίσκι... άλλο ένα ποτηράκι για κουράγιο…

Όταν ο Έτζιν έφτασε στον Σκουντούφλη ήταν μεθυσμένος. Ξεκάθαρα, αδιαμφισβήτητα λιώμα. Ένιωθε υπέροχα. Κούρδισε το λαούτο του καθοδόν προς το πλήθος μπροστά στη σκηνή. Μα πότε είχε γίνει τόσο μεγάλη; Τα δύο σκαλοπάτια που οδηγούσαν σ’ αυτή έμοιαζαν γιγάντια. Χρειάστηκε μερικές προσπάθειες για να βρει την ισορροπία του και να σκαρφαλώσει πάνω.

Από κάπου μακριά μέσα στο πλήθος άκουσε κάποιον, πιθανότατα τη Χόλγκα, να αναστενάζει, όμως δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τίποτα πέρα απ’ το να βρει το δρόμο του προς το κέντρο της σκηνής -ουπς, παραλίγο να πέσει από κάτω- και να γυρίσει να αντιμετωπίσει το κοινό του.

Ο χώρος ήταν γεμάτος. Ένα όρθιο πλήθος που είχε έρθει να τον ακούσει να τραγουδάει. Ο Έτζιν είχε συγκινηθεί τόσο που σχεδόν δάκρυσε. Φυσικά, υπήρχε περίπτωση να τα έβλεπε όλα διπλά κι ο κόσμος να ήταν ο μισός απ’ ό,τι πίστευε. Κι όμως, ορκίστηκε να δώσει σε όλους τους μια παράσταση που δε θα ξεχνούσαν σύντομα.

Ευχήθηκε μονάχα να είχε φέρει μαζί του το μπουκάλι με το ουίσκι. Μόλις συνήθιζες το κάψιμο, τούτο το πράγμα κατέβαινε νεράκι. Θα τον εμπόδιζε άραγε στο τραγούδι το γεγονός ότι δεν ένιωθε τα χείλη του;

«Καλησπέρα, φίλες και φίλοι» απευθύνθηκε στο πλήθος, με το καλύτερο θεατρινίστικό του χαμόγελο, ελπίζοντας να μη φαίνεται πόσο σκνίπα ήταν. «Χαίρομαι τόοοσο πολύ που είστε όοολοι εδώ απόψε. Είστε έτοιμοι να το κάψουμε;»

Ο τόνος του υψώθηκε, δίνοντας έμφαση στην τελευταία λέξη, κι ίσως λίγο σάλιο να εκτοξεύτηκε απ’ το στόμα του, όμως ήταν σίγουρος ότι δε θα το πρόσεχε κανείς στο χαμηλό φωτισμό. Ακούστηκαν μερικά ευγενικά χειροκροτήματα σε απάντηση στον ενθουσιασμό του, όμως ο Έτζιν ένιωθε μια περίεργη αύρα απ’ το πλήθος. Δεν άρχιζαν καλά, μα σύντομα θα τους ξεσήκωνε. Εγκατέστησε μόνιμα το χαμόγελο στο πρόσωπό του, πλατύ ως τ’ αφτιά.

«Καθίστε αναπαυτικά, χαλαρώστε, κι απολαύστε την παράταση. Παράσταση!»

Το πλήθος επέστρεψε στο φαγητό, το ποτό και τις ομιλίες του, ενώ ο Έτζιν στεκόταν μόνος του στη σκηνή. Τρωγόταν με τα χέρια του. Δεν ήξερε τι να τα κάνει. Να τα αφήσει να κρέμονται; Να τα σταυρώσει; Ήταν απλώς δυο πρόσθετα μέλη στο κορμί του που πήγαιναν πέρα δώθε. Για μια στιγμή... Σωστά! Είχε μαζί του το λαούτο του. Σίγουρα θα έπρεπε να απασχολήσει με αυτό τα χέρια του αν ήθελε να παίξει μουσική. Όμως τώρα συνειδητοποιούσε ότι οι παλάμες του ήταν ιδρωμένες, τα χείλη του ήταν ακόμη μουδιασμένα, και–

Συγκεντρώσου!

Θαμώνες πανδοχείου ήταν μονάχα, όχι αυλικοί του βασιλιά. Μπορούσε να τα καταφέρει! Ο Έτζιν ανάγκασε τον εαυτό του να σταματήσει να αγχώνεται. Κοίταξε προς τη θάλασσα των θολών προσώπων – κι εκεί είδε τη Χόλγκα, καθισμένη σ’ ένα τραπέζι κοντά στο κέντρο του χώρου, ακριβώς απέναντί του. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Είχε κάτσει εκεί σκόπιμα, για να είναι σίγουρη ότι ο Έτζιν θα έβλεπε ένα φιλικό πρόσωπο στο πλήθος;

Ω Θεοί, δεν ήταν η ώρα να φράξει το λαιμό του κάποιος συναισθηματικός κόμπος. Έπρεπε να τραγουδήσει! Λοιπόν, η ώρα είχε φτάσει. Θα ξεκινούσε με ένα παλιό αγαπημένο, κάτι που μπορούσε να τραγουδήσει και στον ύπνο του. Έτσι ο Έτζιν άνοιξε το στόμα του, νιώθοντας τη μουσική να θεριεύει μέσα του, το γνώριμο σκοπό που είχε μάθει πριν χρόνια. Όλα τα άλλα έσβησαν, κι ένιωσε λες κι ήταν μόνος του στη σκηνή.

«Όταν τελειώνει η μάχη, εραστές γίνοντ’ οι φίλοι, ανταμώνουνε τα χείλη» τραγούδησε, και ήταν λες κι όλα τα χρόνια που δεν τραγουδούσε δεν είχαν υπάρξει ποτέ. Άκουσε τη φωνή του καθαρή, κελαριστή, να διαπερνά το θόρυβο του πλήθους, κάνοντας τους θαμώνες να γυρίσουν όλο περιέργεια στις καρέκλες τους, κι ένιωθε έτοιμος να τους μαγέψει όλους όσο συνέχιζε το τραγούδι. «Κι όσοι ήταν στα μαχαίρια, τώρα δίνουνε τα χέρια.» Η φωνή του δυνάμωνε καθώς αποκτούσε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, περιδιαβαίνοντας τη μικρή σκηνή, κοιτώντας το ακροατήριό του, παρατηρώντας πρόσωπα να φωτίζονται, και ακόμα κι εκείνοι οι θαμώνες που δεν του έδιναν σημασία, χτυπούσαν τα πόδια τους στο ρυθμό του τραγουδιού του. Τους είχε κερδίσει, το πρώτο του ακροατήριο εδώ και χρόνια, κι ένιωθε λες κι ήταν ξανά ο παλιός του εαυτός, εκείνος που τραγουδούσε κλασικά κομμάτια σε πανδοχεία ή στη Ζάια τη νύχτα που της είχε ζητήσει να τον παντρευτεί...

Η φωνή του Έτζιν τρεμούλιασε καθώς πόνος εισέβαλε στο στήθος του σαν μαύρος βούρκος. Έκανε μεταβολή, γυρνώντας την πλάτη του στο κοινό για να συνέλθει, προσπαθώντας να κάνει την κίνησή του να φανεί σκόπιμη. Όμως η ζαλάδα απ’ το ουίσκι τον κατέβαλε, και το φως των κεριών και στις δυο πλευρές της σκηνής θόλωσε την όρασή του, με χρυσαφιές ακτίνες.

Ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Το ένιωθε. Προσπάθησε απελπισμένα να συνεχίσει να παίζει, μα αισθανόταν τα δάχτυλά του σαν λουκάνικα πάνω στις χορδές του λαούτου. Δεν είχε σημασία. Η φωνή του ήταν το δυνατό του χαρτί, άλλωστε. Θα τέλειωνε το τραγούδι με την πλάτη του στο κοινό αν χρειαζόταν. Οτιδήποτε, αρκεί να τέλειωνε.

Όμως είχε ξεχάσει τα λόγια.

Είχε σταματήσει στη δεύτερη στροφή. Ήξερε πώς πήγαινε το τραγούδι. Κι όσοι ήταν στα μαχαίρια, τώρα δίνουνε τα χέρια... πώς πήγαινε μετά; Ιδρώτας άρχισε να κυλά στο σβέρκο του. Αργά, έκανε μεταβολή, ελπίζοντας να μπορέσει να συνδεθεί ξανά με το κοινό, ίσως να θυμηθεί και τις λέξεις του τραγουδιού, οτιδήποτε. Όμως κανείς δεν τον βοήθησε. Ψίθυροι εξαπλώθηκαν στο πλήθος, αν και προσπάθησε να μην τους δώσει σημασία.

«Είναι καλά ο κύριος, μαμά;»

«Αυτό ήταν όλο το τραγούδι;»

«Στοίχημα πέντε νομίσματα ότι θα ξεράσει στην πρώτη σειρά.»

Αυτή η τελευταία πρόβλεψη από έναν ντουάρφ που καθόταν κι αυτός κοντά στο κέντρο του χώρου έφερε αμέσως ένα γρύλισμα απ’ τη Χόλγκα που κλότσησε την καρέκλα του, κάνοντάς τον να βγάλει μια πνιχτή κραυγή. Ο Έτζιν απηύθυνε στη Χόλγκα ένα αχνό χαμόγελο ευγνωμοσύνης. Και ακούμπησε το λαούτο του στο έδαφος και κατέβηκε όπως ήταν απ’ τη σκηνή, αφήνοντας το όργανο πίσω.

Αρχικά επικράτησε ησυχία. Ίσως το πλήθος νόμισε πως χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει επειγόντως την υπαίθρια τουαλέτα, όμως σύντομα ξέσπασε σε γιουχαΐσματα. Δεν ήταν και τόσο άσχημα, μερικοί τον χλεύαζαν ενώ οι πιο μεθυσμένοι χτυπούσαν θυμωμένα τα πόδια τους στο δάπεδο. Ο ντουάρφ του πέταξε μια πατάτα, όμως ο Έτζιν κατάφερε να την αποφύγει, και η Χόλγκα κλότσησε ξανά την καρέκλα του πριν σηκωθεί για να προφτάσει τον Έτζιν που κατευθυνόταν στον πάγκο σερβιρίσματος.

«Λοιπόν, καλά πήγε αυτό» γρύλισε ο Έτζιν καθώς έκανε νόημα στο σερβιτόρο για ένα ποτό, γυρνώντας για να δει τον επόμενο ερμηνευτή, μια νεαρή, κοκκινομάλλα χάλφλινγκ με ένα λαούτο ανά χείρας να βαδίζει προς τη σκηνή λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Έκανε καλαμπούρι με το πλήθος σαν να ήταν γεννημένη γι’ αυτό, και μερικές στιγμές αργότερα η όμορφη φωνή της και η μελωδία απ’ το λαούτο της γέμισαν το χώρο -γιατί, άλλωστε, να μη ρίξει λίγο αλάτι στην πληγή;- και το πλήθος ξέχασε εντελώς το καταστροφικό ντεμπούτο του Έτζιν.

«Μπίρα» είπε, σκύβοντας πάνω απ’ τον πάγκο και κρύβοντας το κεφάλι του στα χέρια του. Η Χόλγκα κάθισε στο σκαμνί πλάι του. «Μπίρα και πατάτες» πρόσθεσε στην παραγγελία του Έτζιν, και τον χτύπησε άγαρμπα στον ώμο.

«Τι έγινε;»

«Έγινε ότι άκουσα μια απαίσια ιδέα κι αυτή οδήγησε σε αυτή την απαίσια νύχτα, την οποία σκοπεύω να σβήσω απ’ τη μνήμη μου ευθύς αμέσως με κάμποσες κούπες μπίρα» είπε ο Έτζιν, αν και η φωνή του έβγαινε πνιχτή μέσα απ’ τα χέρια του, οπότε δεν ήταν σίγουρος πόσα απ’ αυτά που είπε τα είχε ακούσει η Χόλγκα. Μάλλον τα περισσότερα, γιατί ανασήκωσε τους ώμους της.

«Τουλάχιστον προσπάθησες» είπε.

Και τουλάχιστον η Κίρα δεν ήταν εδώ για να τον δει να ξεφτιλίζεται.

Τα ποτά τους -και οι πατάτες- έφτασαν, και ο Έτζιν έχωσε το χέρι του στο πουγκί του για να πληρώσει αυτόν τον πρώτο γύρο.

Ο σερβιτόρος τού έγνεψε αρνητικά, σηκώνοντας το χέρι του. «Είναι πληρωμένα» είπε «από ένα θαυμαστή σου.» Δεν κατάφερε να παραμείνει σοβαρός προφέροντας τις τελευταίες αυτές κουβέντες, όμως ο Έτζιν δεν έδωσε σημασία. Τα δωρεάν ποτά δεν έπαυαν να είναι δωρεάν ποτά, ακόμα κι αν τα συνόδευε μια γερή δόση εμπαιγμού.

«Και ποιος είναι αυτός ο μαικήνας των τεχνών;» ρώτησε αντ’ αυτού.

«Α, εγώ είμαι αυτός» είπε μια φωνή από πίσω του.

Ο Έτζιν γύρισε για να αντικρίσει έναν άντρα με ανοιχτόχρωμο δέρμα γύρω στα σαράντα, μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και μερικές ρυτίδες γύρω απ’ τα μάτια του, που με κάποιον τρόπο τον έκαναν να φαίνεται μάλλον κοσμογυρισμένος παρά ηλικιωμένος. Φορούσε απλά ταξιδιωτικά ρούχα κι ένα πολυφορεμένο δερμάτινο γιλέκο. Τα χείλη του σχημάτιζαν ένα λοξό χαμόγελο. «Φορτζ Φιτζγουίλιαμ, όμως σε παρακαλώ, λέγε με Φορτζ» είπε, τείνοντας το χέρι του προς τον Έτζιν.