Κινηματογραφος

Για τη «Φάλαινα» του Ντάρεν Αρονόφσκι

Ένας μνημειώδης, καθηλωτικός Μπρένταν Φρέιζερ λίγο πριν το Όσκαρ

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

 Η υποψήφια ταινία για τρία Όσκαρ του Ντάρεν Αρονόφσκι, «Φάλαινα», με τον Μπρένταν Φρέιζερ και οι εντυπώσεις που αφήνει.

Μας αρέσουν πολύ οι ταινίες που λένε πρωτότυπα πράγματα με παραδοσιακό τρόπο, κυρίως όμως μας αρέσουν οι ταινίες που κάνουν το αντίθετο. Και η «Φάλαινα» ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Μας άρεσε πολύ, μας συγκίνησε, μας ρήμαξε την καρδιά — και μας γέμισε, παραδόξως, και αισιοδοξία στο πέρα για πέρα λυτρωτικό της τέλος.

Φυσικά, δεν κάνει μόνο αυτό. Δεν λέει απλώς κάποια «πράγματα». Αντιθέτως, χτίζει ένα ολόκληρο σύμπαν, και καταφέρνει να το χωρέσει ολόκληρο μέσα σε ένα υποφωτισμένο διαμέρισμα, ένα θολάμι από το οποίο δεν μπορεί να διαφύγει ο εγκλωβισμένος μέσα στον ίδιο του τον εαυτό πρωταγωνιστής της ταινίας — και ούτε θέλει να φύγει, άλλωστε: δεν υπάρχει λόγος να το κάνει, καθώς σήμερα-αύριο θα πεθάνει. Είναι αφύσικο που ζει έτσι κι αλλιώς.

Ο Τσάρλι έχει εγκαταλείψει κάθε επιθυμία για να συνεχίσει να ζει, καθώς η ζωή του είναι ένα διαρκές μαρτύριο. Είναι τρομερά, αφύσικα, ακραία παχύσαρκος, τόσο παχύσαρκος που του είναι αδιανόητα δύσκολο ακόμη και να σηκωθεί από την πολυθρόνα του, να στηριχτεί στο πι και να πάει στην τουαλέτα. Οτιδήποτε απλό, οτιδήποτε συνηθισμένο, γι’ αυτόν είναι ένας αγώνας ζωής και θανάτου που τον εξαντλεί. Είναι γιγάντιος, το λίπος του ξεχειλίζει από παντού, η κοιλιά του, σαν ένας άδειος ασκός, κρέμεται απελπιστικά σχεδόν ώς το πάτωμα, οι γάμπες του είναι πρησμένες και έχουν φλεβίτιδα, τα πνευμόνια του φυσάνε, η καρδιά του τρεκλίζει — είναι ένα τέρας που κρύβεται από τον κόσμο, όπως το χταπόδι κρύβεται στο θολάμι του. Όμως κατά βάθος ο ίδιος πιστεύει πως δεν είναι χταπόδι, αλλά φάλαινα. Μία μεγαλειώδης φάλαινα μάλιστα, όπως ο περίφημος Μόμπι-Ντικ. Μα πιστεύει πως είναι και καπετάν Αχαάβ ταυτόχρονα. Ο Τσάρλι είναι κυνηγός και θήραμα μαζί — μόνο που στην περίπτωση του «Μόμπι-Ντικ», του μυθιστορήματος, ο κυνηγός ΕΙΝΑΙ ο Μόμπι-Ντικ, και το θήραμα είναι ο φαλαινοθήρας καπετάνιος τού Πίκουοντ.

Αυτά όλα ακούγονται κάπως μπερδεμένα (και άλλωστε ο «Μόμπι-Ντικ» είναι το απόλυτο κρυπτικό μυθιστόρημα, ένα βιβλίο που δεν μιλά για φάλαινες), αλλά η ταινία είναι πολύ πιο απλή — τουλάχιστον στο πρώτο επίπεδο, που μας ενδιαφέρει εδώ, και ενδιαφέρει τους θεατές στο σινεμά έτσι κι αλλιώς. (Δεν πάμε σινεμά για να «φιλοσοφήσουμε»). Και έχει να μας πει μερικά ενδιαφέροντα πράγματα: παλιά, γνωστά, «παραδοσιακά», αλλά με πρωτότυπο τρόπο. Έχει να μας πει πως ο άνθρωπος είναι αδύνατον να μη νοιάζεται για τον Άλλο, πως σημασία έχει να ζεις μια καλή ζωή, να σε αγαπούν και να αγαπάς, και, βεβαίως, να κάνεις το καλό — τέτοια απλά πράγματα. Όπως επίσης (κι αυτό είναι η εξαίρεση, γιατί αυτό δεν είναι καθόλου απλό): να είσαι ειλικρινής, τίμιος, να μην κοροϊδεύεις τους άλλους και να μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Καθώς έχουμε να κάνουμε και με μία ταινία που μιλά ευθέως για την τέχνη και τις δυσκολίες της (ο πρωταγωνιστής είναι δάσκαλος δημιουργικής γραφής σε κολεγιακό επίπεδο), να προσθέσουμε εδώ ότι αυτό (η ειλικρίνεια) είναι βέβαια ο #1 κανόνας στη συγγραφή, όπως ακριβώς και στη ζωή, και μας άρεσε πολύ που ο Αρονόφσκι χτίζει την ταινία του πάνω σ’ αυτόν, κατά τον ίδιο τρόπο, αν και σε άλλο επίπεδο, που τη χτίζει πάνω στον πρωταγωνιστή του. Εδώ πια, μάλιστα, τη χτίζει ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ.

Ο Μπρένταν Φρέιζερ παίζει φορτωμένος έναν όγκο τερατώδους πάχους, μια συνθετική «στολή» που μοιάζει να έχει βγει από το «Dune» του Ντέιβιντ Λιντς. Κυριολεκτικά, είναι καθηλωμένος από τα προσθετικά που φοράει. Όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να παίζει αλλιώς: με τα μάτια· με το πρόσωπο· με τον λόγο· με το χαμόγελό του· με την αναπαράσταση της αυτοκτονικής βουλιμίας του· με την ανημπόρια του. Είναι συγκλονιστικός  καθώς αφήνεται να αυτοσυντριβεί μέσα στη σάρκα του, και δεν νομίζουμε πως θα ήταν δίκαιο να μην τιμηθεί με το Όσκαρ, όσο κι αν αγαπάμε τον Κόλιν Φάρελ που δίνει την ψυχή του στα «Πνεύματα του Ινισέριν»: ο Φρέιζερ δίνει στη «Φάλαινα» το σώμα του.

Απολαυστικοί είναι και οι δεύτεροι ρόλοι: η Χονγκ Τσάου, η νοσοκόμα που τον φροντίζει, ο νεαρός ιεραπόστολος Τάι Σίμπκινς, η πρώην σύζυγός του Σαμάνθα Μόρτον και η κόρη του Σέιντι Σινκ (η κοκκινομάλλα Μαξ από το «Stranger Things», που έχει τρομερό μέλλον μπροστά της), οι τέσσερις άνθρωποι δηλαδή που επισκέπτονται εναλλάξ τον Τσάρλι στο διαμέρισμά του —για διαφορετικούς λόγους ο καθένας—, για να μοιραστούν μαζί του τη σκηνή σε αυτό το θεατρικών καταβολών φιλμ που βασίζεται στο ομώνυμο δράμα του συγγραφέα Σάμιουελ Χάντερ — ο ίδιος υπογράφει και την κινηματογραφική διασκευή του σεναρίου.

Είναι επίσης αυτό ένα έργο που μιλά πολύ για τη μοναξιά, όχι μόνο για την απομόνωση. Και το κάνει με μεγάλη ευαισθησία και αγάπη. Σου θυμίζει τη μοναξιά (νά πάλι ο Λιντς) του επίσης «αποκρουστικού» Ανθρώπου Ελέφαντα. Και είναι ένα έργο που, μολονότι δεν πιστεύει σε άλλες ζωές και Παραδείσους, καθώς πατάει με τα δυο του πόδια στη γη, δεν διστάζει να δανειστεί τη γλυκύτητα του χριστιανισμού. «Οι άνθρωποι είναι καταπληκτικοί», λέει ο Τσάρλι. Και το πιστεύει. Και θέλει να κάνει το καλό, και το σωστό: «Θέλω να ξέρω πως έκανα έστω και ένα σωστό πράγμα στη ζωή μου!» θα πει. «Δεν έχουμε αναλάβει κάποια υποχρέωση απέναντι στη σάρκα για να ζούμε σύμφωνα με αυτήν», του θυμίζει ο νεαρός ιεραπόστολος, διαβάζοντάς του από την Προς Ρωμαίους επιστολή (8,12-13) του Αποστόλου Παύλου: «Διότι, αν ζείτε σύμφωνα με τη σάρκα, είναι βέβαιο ότι θα πεθάνετε· εάν όμως θανατώσετε τις πράξεις του σώματος μέσω του πνεύματος, θα ζήσετε». Αυτό ακούγεται —και είναι— εν πολλοίς απάνθρωπο, αλλά ο Τσάρλι θα το χρησιμοποιήσει για να ζήσει σε ένα άλλο επίπεδο, σε αυτό όπου δεν δεσμεύεται από τους περιορισμούς του σώματος: θα το χρησιμοποιήσει για να διδάξει, σαν «Λόγος» κι αυτός, χωρίς την εικόνα του: στο Zoom με τους φοιτητές του, θα έχει πάντα κλειστή την κάμερα. Ναι, η «Φάλαινα» μας κάνει να σκεφτούμε τόσο πολλά πράγματα.

Ακόμη και όσοι από εμάς δεν άντεξαν τη «μητέρα!» ξέρουμε ότι ο Αρονόφσκι δεν μπορεί να κάνει ένα κακό φιλμ, πόσο δε μάλλον ένα αδιάφορο — ακόμη και όσοι δεν βρουν «αριστούργημα» αυτό το φιλμ (ο Αρονόφσκι πάντα διχάζει, και το κάνει επιδεικτικά πλέον) δεν θα ισχυριστούν πως είναι, βέβαια, «κακό», αντιθέτως. Η υποψήφια για τρία Όσκαρ «Φάλαινα» είναι σε κάθε περίπτωση ωραίος κινηματογράφος, τεχνικά ώριμος, γεμάτος ανθρωπιά, συγκίνηση και, το ξαναλέμε, με έναν περίεργο τρόπο, αισιοδοξία.