- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Tár»: Σκέψεις για την τελευταία ταινία του Todd Field και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που ερμηνεύει η Κέιτ Μπλάνσετ
Το «Tár» του Todd Field είναι μια μεγάλη ταινία. Μια ταινία που ξεσηκώνει συζητήσεις, γεννά ερωτηματικά, ανάβει καβγάδες, και κάνει πολλά μοντέρνα πράγματα με έναν τρόπο που ταυτόχρονα θυμίζει πολύ μεγάλους δημιουργούς του παρελθόντος – που βέβαια και εκείνοι έκαναν πολλά μοντέρνα πράγματα στον καιρό τους.
Ακόμη και όταν βρίσκεσαι να παρακολουθείς έναν διάλογο που κρατά πέντε λεπτά, ή όταν βλέπεις τα μινιμαλιστικά σκηνικά, ή τους πνιγηρούς διαδρόμους, ή τη συμμετρία της αίθουσας δοκιμών, ή όταν ο εαυτός σου καταλαβαίνει υποσυνείδητα πόσο αλλάζει το πρόσωπο της πρωταγωνίστριας ανάλογα με τον φωτισμό που επιλέγεται (ο Florian Hoffmeister θα πάρει το Όσκαρ), ΞΕΡΕΙΣ ότι εδώ έχεις να κάνεις με μεγάλο σινεμά, με τέχνη.
Είναι αληθινός, υψηλού ειδικού βάρους κινηματογράφος που αξίζει να επισκεφθεί κανείς παραπάνω από μία μόνο φορά. Τη δεύτερη θα δει μιαν άλλη ταινία. Την τρίτη θα του αποκαλυφθούν νέα μυστικά.
Δεν είναι μια ταινία για να περάσεις την ώρα σου. Ή μάλλον ψέματα: δεν είναι ΜΟΝΟ μια ταινία για να περάσεις την ώρα σου. Γιατί η ώρα σου θα περάσει γεμάτη όσο λίγες. Μιλάμε για την απόλυτη ψυχαγωγία εδώ – με την πρωταρχική έννοια: μπαίνουμε σε μια βάρκα, και ο Χάρων μάς πηγαίνει στον Άδη. Είναι μία ταινία για τον θάνατο, το αναπόδραστο, αλλά και για την αντίσταση στο αναπόδραστο.
Δεν παίζει ρόλο αν ο θεατής ξέρει εκ των προτέρων κάποια πράγματα από την πλοκή. Ούτε ακόμη αν ξέρει και το τέλος! Προς Θεού, δεν μιλάμε για σπόιλερ σε τόσο σπουδαίο σινεμά. Δεν γίνεται να υπάρξουν σπόιλερ στον Κιούμπρικ και στον Ταρκόφσκι. Αλλά ούτε και στο «Tár». Μιλάμε για μία «ολιστική» εμπειρία (ας μου συγχωρεθεί ο σαχλός όρος) που επαναλαμβάνεται διαφορετική και πιο πλούσια κάθε φορά που της ανοίγεις την πόρτα, αποκαλύπτοντάς σου πολύ περισσότερες λεπτομέρειες. Έχουμε να κάνουμε με μία φούγκα.
Από τις δημόσιες συζητήσεις, τους διαξιφισμούς, τα πικρόχολα ή χονδροειδώς σεξιστικά σχόλια ανθρώπων που τη ζήλεψαν ή που ένιωσαν άβολα από περιφερειακά της στοιχεία, όλοι ξέρουν ότι η ταινία έχει να κάνει με την πτώση (στην Κόλαση) μίας τρομερά επιτυχημένης, πλούσιας και διάσημης μαέστρου –είναι διευθύντρια της συμφωνικής ορχήστρας του Βερολίνου, ενώ έχει υπάρξει εθνομουσικολόγος– που θα βρεθεί στη δίνη κάποιων υπονοιών και κατασκευασμένων σκανδάλων, και πολύ γρήγορα θα αποκαθηλωθεί. Ακόμα περισσότερο: θα χάσει τα πάντα, θα μείνει μόνη, θα συντριβεί από την επίθεση του κόσμου. Αλλά δεν θα αφεθεί να κυλήσει στην καταστροφή. Η Ταρ παραείναι δυνατή για να το βάλει κάτω, ακόμη και στην Κόλαση.
«Υπονοιών και κατασκευασμένων σκανδάλων»: το βίντεο στο οποίο υποτίθεται κάνει αντισημιτικά και ρατσιστικά σχόλια και πυροδοτεί το «cancel culture» εναντίον της είναι 100% κατασκευασμένο, ενώ η Κρίστα, που υποτίθεται ότι οδηγήθηκε εξαιτίας της στην… αυτοκτονία, πριν από αυτό ήταν ενδεχομένως ένας διαταραγμένος, επικίνδυνος stalker που είχε το κινητό της στραμμένο διαρκώς επάνω της για να την τραβάει βίντεο, και να στέλνει μηνύματα με πικρόχολα και ειρωνικά σχόλια στο Face Time.
Η Λίντια είναι απαιτητική από τους γύρω της, όπως όλοι οι άνθρωποι. Είναι χειριστική και συμφεροντολόγα, όπως όλοι οι άνθρωποι. Τσιλιμπουρδίζει όποτε της δίνεται η ευκαιρία, όπως όλοι οι άνθρωποι. (Εκτός από εμένα). Λέει ψέματα, όπως όλοι οι άνθρωποι, για να φανεί πιο άξια και πιο ικανή. Ξεχνά συχνά, όπως επίσης όλοι οι άνθρωποι, πως δεν είναι το κέντρο του κόσμου, κι ας είναι η ίδια πολύ «πιο πάνω» από τον μέσο άνθρωπο. Ναι, τα ελαττώματά της (για τα οποία γίνεται τόσος λόγος!) είναι τόσο κοινά και τόσο τετριμμένα – όλοι έτσι είμαστε, χωρίς μάλιστα να έχουμε την εξουσία να παγώνουμε τον χρόνο με την μπαγκέτα μας. Αλλά κανείς δεν θα τα συγχωρέσει αυτά από την Ταρ. Γιατί; Γιατί όλοι τη θέλουν για λογαριασμό τους· θέλουν να την έχουν μόνο εκείνοι, αλλιώς δεν τους ενδιαφέρει αν ζει ή αν πεθαίνει. Και γιατί η ίδια δεν ενδιαφέρεται να κερδίσει τη συμπάθεια κανενός. Θέλει να τη δέχονται όπως τούς παρουσιάζεται ότι είναι. Σαν μία fucking bitch.
Η ταινία μιλά για τον κόσμο της κλασικής μουσικής. Και κρύβει τρομερά μεγάλη έρευνα – προφανώς. Αλλά δεν είναι ένα σχόλιο 160 λεπτών για τους μαέστρους, όπως μία ταινία με εξωγήινους δεν μιλά για τους… εξωγήινους: μιλά για εμάς. Η Λίντια/Λίντα είμαστε εμείς. Κι εμείς δεν είμαστε και τόσο καλοί όσο νομίζουμε. Αλλά ίσως να αξίζουμε περισσότερα. Ίσως.
Η Λίντια Ταρ αποζητά απεγνωσμένα την ησυχία, και μισεί τον θόρυβο. Όμως δεν είναι δυνατόν να ξεφύγεις από τον θόρυβο. Ίσως μόνο αν σηκώσεις την μπαγκέτα σου σε μια πρόβα, και σταματήσεις όλα τα όργανα, και όλον τον κόσμο. Όμως για πολύ λίγο.
Είναι κοινός τόπος πως η τέχνη δεν είναι εδώ για να δίνει απαντήσεις, αλλά για να θέτει ερωτήματα. Ο τρόπος που το υποστηρίζει αυτό ο Φιλντ μάς έκανε να του βγάλουμε το καπέλο. Αφήνει την ταινία του ανοιχτή στα πάντα. Κλείνοντάς μας διαρκώς το μάτι.
Κατανοούμε ότι πολλοί θα έχουν μία σειρά από ιδεολογικές/αισθητικές/ηθικές διαφορές με πράγματα που λέγονται ή εννοούνται στο φιλμ, ή που αφήνονται να υπονοηθούν. Ορισμένως, είναι ένας λάθος τρόπος να δεις αυτήν την ταινία, και ενδεχομένως και οποιαδήποτε άλλη. Αν μη τι άλλο, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα από το αν η Λίντια λέει την περίφημη πλέον ατάκα, «Ο ναρκισσισμός των μικρών διαφορών οδηγεί στον πιο βαρετό κομφορμισμό». Πράγμα που εμείς βρήκαμε έξοχο, καθώς είναι μία κοινή αλήθεια. Άλλοι πάλι έχουν βρει ήδη άλλους λόγους για να μισήσουν την ταινία, ή έστω για να πουν πως δεν πετυχαίνει τους στόχους της –ότι έχει χαοτικό (!) σενάριο π.χ.–, συχνά μάλιστα και εντελώς αντικρουόμενους μεταξύ τους. Συμβαίνει αυτό με όλα τα μεγάλα έργα.
Τι γίνεται όμως στο τέλος, όταν η Lydia Tár –σαν Linda Tarr πλέον: το πραγματικό της όνομα– διευθύνει μια ορχήστρα στις Φιλιππίνες για τη ζωντανή εκτέλεση του σάουντρακ που συνοδεύει ένα γιαπωνέζικο game, ενώπιον ενός κοινού από… cosplayers ντυμένων τέρατα; Η απάντηση είναι μπροστά μας. Η συναυλία του «Monster Hunter», στην προετοιμασία της οποίας η Ταρ δίνεται με… μαλερικό πάθος, είναι ένας ακόμη τρόπος για να μοιραστείς τη χαρά της μουσικής (και της αλήθειας της) με τους άλλους. Και κάτι παραπάνω: μόνο αν αφιερωθεί και πάλι σ’ αυτό που αγαπά παράφορα, θα μπορέσει να επιστρέψει στην κορυφή. Ακόμη και αν η κορυφή είναι απλώς η ησυχία μέσα της.
Όσο για τα Όσκαρ… Ναι, την αγαπώ τη Μισέλ Γεό και την ακολουθώ πιστά από το 2000 και το «Crouching Tiger, Hidden Dragon» (ενώ δεν είμαι φαν της Μπλάνσετ), αλλά είναι σαν να συγκρίνεις τον Άρη με τη Ρεάλ. Και εγώ είμαι Άρης, και θεωρώ απλώς αναγκαίο κακό τις υπόλοιπες ομάδες του πλανήτη. Για να το πω και αλλιώς: κανονικά φέτος δεν έπρεπε να υπάρξουν άλλοι υποψήφιοι πρώτου γυναικείου ρόλου. Ή υποψήφιοι ηθοποιοί γενικά. Φτάνει η Μπλάνσετ στο «Tár».