Κινηματογραφος

Tár: Έξι οσκαρικές υποψηφιότητες για το αριστούργημα του Τοντ Φιλντ

Κριτική για την ταινία του Τοντ Φιλντ

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 858
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κριτική για την ταινία «Tár» του Τοντ Φιλντ με πρωταγωνιστές τους Κέιτ Μπλάνσετ, Νοεμί Μερλάντ, Νίνα Χος

H Λίντια Ταρ είναι μια φημισμένη μαέστρος ορχήστρας κλασικής μουσικής που βρίσκεται στο ζενίθ της καριέρας της. Ενόψει της αυτοβιογραφίας της με τίτλο «Taron Tar» και της πολυαναμενόμενης νέας εκτέλεσης της 5ης Συμφωνίας του Μάλερ με τη συμφωνική του Βερολίνου (πόλη στην οποία ζει μόνιμα με τη σύντροφο και την υιοθετημένη κόρη τους), η ηρωίδα βλέπει τους πρώτους τριγμούς να σχηματίζονται στο απόλυτα ελεγχόμενο και οργανωμένο σύμπαν της, όταν αρχίζει να λαμβάνει απειλητικά μέιλ και περίεργα ταχυδρομικά δέματα.

Η ταινία ξεκινά με την αγέρωχη και πειθαρχημένη Λίντια (η Μπλάνσετ έτοιμη για το τρίτο της όσκαρ) να παίρνει ανάσες λίγο πριν την εμφάνισή της σε ένα γεμάτο από θαυμαστές αμφιθέατρο. Η live συνέντευξή της στον δημοσιογράφο του New Yorker αρχίζει με μια αγιογραφία της –προφανώς αποδεκτή από την ίδια όπως δείχνει κι η ικανοποίηση της βοηθού της– και ολοκληρώνεται σε μια θύελλα χειροκροτημάτων. Αποθέωση, μεγαλείο, μαγεία. Η συνέχεια δεν θα έχει ανάλογη λάμψη. Η περιπέτεια της Ταρ με μια παλιά φίλη η οποία της στέλνει ενοχλητικά μέιλ θα έχει απρόσμενη κατάληξη, ενώ ο ερχομός μια νεαρής Ρωσίδας τσελίστα στην ορχήστρα της αλλάζει όχι μόνο τις ισορροπίες στη ζωή της αλλά και τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο Τοντ Φιλντ («Κρυφές επιθυμίες») μεγαλουργεί σε όλα τα επίπεδα φτιάχνοντας ένα αψεγάδιαστο δραματικό υπαρξιακό θρίλερ με κεντρικό πρόσωπο μια μουσική ιδιοφυία. Πίσω από τη βιτρίνα της διάσημης καλλιτέχνιδας ο σκηνοθέτης αναζητά τις βαθιές ρυτίδες ενός ανήσυχου, σκληρού και συχνά ανικανοποίητου ανθρώπου. Σύντομα αντιλαμβανόμαστε αυτό που είναι συχνό φαινόμενο στη σόου μπιζ: το μεγαλείο ενός κορυφαίου καλλιτέχνη, σπάνια συμπλέει με το μέγεθος της ανθρωπιάς του. Η αυταρχική κι αδίστακτη Λίντια χρησιμοποιεί τους γύρω της για προσωπικό όφελος («η μόνη σχέση από την οποία δεν προσδοκούσες όφελος ήταν η κόρη σου» της λέει η Γερμανίδα σύντροφός της) και χρησιμοποιεί την εξουσία της με σκοπό να ταπεινώνει, να βρίσκει ερωμένες, να νιώθει ανίκητη. Κάθε άνοδος έχει αναπόφευκτα όμως και την πτώση της. Η μεγαλοφυία του Φιλντ είναι πως χρησιμοποιεί το παραδοσιακό τούτο μοτίβο όχι για να μας πει τα τετριμμένα αλλά για να θίξει ένα πλέγμα συμβολισμού γύρω από το νόημα της μουσικής με φόντο μια περίεργη εποχή (τα μέσα μαζικής δικτύωσης, το κίνημα #Μetoo, η πολιτική ορθότητα κλπ). Φυσικά καταλήγει να μιλά για το νόημα της ίδιας της ζωής: στο αξεπέραστο φινάλε, τα λόγια του Μπέρνσταϊν (στη βιντεοκασέτα από το ταπεινό παρελθόν της Λίντια που παλιά λεγόταν Λίντα) αποκαλύπτουν τη βαθιά σχέση του συναισθήματος με τη δημιουργία. Όταν αυτή χαθεί, όλοι καταλήγουν να μοιάζουν με «ρομπότ» όπως συχνά κατηγορεί τον περίγυρό της (συνεργάτες, φίλους μέχρι και τους Millennials) η δογματική και σνομπ Ταρ. Το σημαντικότερο λάθος της είναι ότι δεν βλέπει ολόκληρη την αλήθεια: το μεγαλύτερο ρομπότ όλων είναι η ίδια.