Κινηματογραφος

2 ξένοι στο Ξενία

Ο Γιώργος Παυριανός και ο Τάκης Τσαντίλης συναντούν τους πρωταγωνιστές της ταινίας του Κούτρα

Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 498
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιώργος Παυριανός και ο Τάκης Τσαντίλης σε μια συνέντευξη με τους πρωταγωνιστές της ταινίας του Κούτρα, «Ξενία».

Δύο νεαροί Αλβανοί, ο 20χρονος Κώστας Νικούλης και ο 23χρονος Νίκος Γκέλια διηγούνται πώς έγιναν οι πρωταγωνιστές της νέα ταινίας του Πάνου Κούτρα Ξενία, που προβάλλεται αυτή την εβδομάδα στους κινηματογράφους. 

Είχα αργήσει, αλλά δεν ανησυχούσα. Το ραντεβού μας ήταν 10.30 το πρωί στο Θησείο. «Σιγά μην έρθουν στην ώρα τους! Χτες ήταν στην πρεμιέρα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Δε θα ήπιαν ένα ποτάκι; Δε θα ξενύχτησαν λίγο παραπάνω; Καλές 12 θα έρθουν» είπα στον τελειομανή Τάκη Τσαντίλη που είχε κανονίσει το ραντεβού, «γιατί το φως πέφτει σωστά την ώρα εκείνη». Εκείνος θα φωτογράφιζε κι εγώ θα έπαιρνα συνέντευξη από τους δύο νεαρούς πρωταγωνιστές της ταινίας «Ξενία» του Πάνου Κούτρα, που αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έχει ήδη πάρει εξαιρετικές κριτικές στις Κάννες όπου προβλήθηκε.

Ο Πάνος είναι φίλος μας. Ανήκει και αυτός σε μια ευρύτερη παρέα φίλων που έχουν δύο βασικά χαρακτηριστικά: δεν έχουν ενηλικιωθεί ποτέ, και ονειρεύονται ακόμα. Μόνο που ο Πάνος κατορθώνει να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα. Πάντα απορούσα πώς αυτό το ευαίσθητο παιδί, ντροπαλό και λιγομίλητο, έχει τη δύναμη να ασχοληθεί με κάτι τόσο σκληρό και απαιτητικό όπως είναι ο κόσμος του ελληνικού κινηματογράφου.

n

Το «Ξενία» είναι μια ταινία αναζήτησης. Ένα road movie για την ενηλικίωση, την αναζήτηση του πατέρα, τη σεξουαλική επιλογή και το ρατσισμό. Δύο αδέλφια, ο Οδυσσέας 18 χρονών και ο Ντάνυ 16, μετά το θάνατο της Αλβανής μητέρας τους, ξεκινούν να βρουν τον Έλληνα πατέρα τους και να ξεμπερδέψουν μαζί του παλιούς λογαριασμούς. Αυτή είναι η ραχοκοκαλιά της ταινίας και, από ό,τι λένε όσοι την είδαν στην επίσημη πρεμιέρα, οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές είναι καταπληκτικοί.

image

Νίκος Γκέλια

Δεν είναι όμως μόνο καταπληκτικοί στην ταινία, είναι και εντάξει στα ραντεβού τους. Όταν έφτανα στο Θησείο, 10.45, ήταν και οι δύο εκεί και με περίμεναν μαζί με τον Τάκη, που κοιτούσε ανήσυχος γιατί κάτι σύννεφα και μια μικρή ψιχάλα του χάλαγαν προσωρινά τα σχέδια. «Σύννεφο είναι, θα περάσει» έλεγε με αισιοδοξία, αλλά η βροχή δυνάμωνε.

Βρήκαμε καταφύγιο κάτω από ένα μπαλκόνι και τα παιδιά μου διηγούνται ενθουσιασμένα το στόρι της ταινίας. Επειδή δεν μου αρέσει να μου αφηγούνται μια ταινία, παίρνω τις βασικές πληροφορίες και μετά ρωτάω τι γίνεται στο τέλος. «Σιγά μη σου πούμε τι γίνεται στο τέλος!» μου λένε και οι δυο. Έτσι, ενώ ο Τσαντίλης μακιγιάρει, φτιάχνει τα μαλλιά και δοκιμάζει ρούχα στον Νίκο (αθάνατε Τάκη, εσύ πότε θα ενηλικιωθείς;), ρωτάω τον Κώστα πώς βρέθηκε από τα θρανία να παίζει στην ταινία. «Ήμουν 16 χρονών, στην τρίτη Λυκείου, και είχα ακούσει πως ο Πάνος Κούτρας ζήταγε νέους ηθοποιούς που να είναι Αλβανοί και να μιλάνε ελληνικά. Εγώ ψαχνόμουνα εκείνη την εποχή για να βρω μια δραματική σχολή να πάω. Ήθελα να σπουδάσω ηθοποιός, έβλεπα όλη την ημέρα ταινίες, στο σχολείο είχαμε φτιάξει θίασο και είχαμε παίξει την “Πινακοθήκη των Ηλιθίων” του Νίκου Τσιφόρου. Λέω, θα πάω, τι έχω να χάσω;

Πήγα λοιπόν έκανα το δοκιμαστικό και μετά συναντιόμασταν κάθε μήνα με τον Πάνο και συζητούσαμε, κάναμε πρόβες, αλλά δεν μου είχε πει ότι θα παίξω σίγουρα. Μετά από ένα χρόνο βρεθήκαμε με τον Νίκο και παίξαμε μια σκηνή από την ταινία. Τότε μου είπε ότι θα κάνω το μικρό αδελφό. Εκείνη την εποχή ο πατέρας μου είχε φύγει για την Αλβανία, ο αδελφός μου βρισκόταν στο Ηράκλειο Κρήτης και σπούδαζε, η μητέρα μου δούλευε σε ένα μίνι-μάρκετ που είχαμε στο Παλαιό Φάληρο. Όπως καταλαβαίνετε, πέταξα από τη χαρά μου. Αρχίσαμε τα γυρίσματα. Η μεγαλύτερη δυσκολία δεν ήταν να μάθω τα λόγια, ήταν να μάθω να στήνομαι μπροστά στην κάμερα. Ο Πάνος με βοήθησε να βρω το ρόλο, μου έκανε ένα ψυχογράφημα του Ντάνυ, μου εξήγησε πως η ομοφυλοφιλία του ήταν μια ανάγκη για να μην αφήσει την παιδικότητά του να φύγει. Σιγά-σιγά ταυτίστηκα, άρχισα να καταλαβαίνω γιατί αντιδρούσε έτσι».

image

Κώστας Νικούλι

Ο Τσαντίλης είχε τελειώσει με τον Νίκο και παραλαμβάνει τον Κώστα. Η ψιλή βροχή δεν λέει να σταματήσει. «Εσύ, Νίκο, είχες ασχοληθεί πριν την ταινία με κάτι σχετικό;» «Ναι, ήμουν στο πρώτο έτος της δραματικής σχολής “Ιάκωβος Καμπανέλλης” του Δήμου Αγίας Βαρβάρας. Είχα παίξει και σε ερασιτεχνικές παραστάσεις, και μια εταιρεία casting με είχε τραβήξει βίντεο. Με είδε ο Πάνος και με φώναξε για δοκιμαστικό. Έκανα δεύτερο, έκανα τρίτο, στο τέλος μού είπε ότι θα παίξω το ρόλο του μεγαλύτερου αδελφού. Κάναμε 6 μήνες πρόβες, κάθε μέρα. Ο Πάνος είναι ήσυχος στη δουλειά του, σε βοηθάει, λέει “πάμε να τα βρούμε όλοι μαζί”, αλλά είναι και επίμονος, δεν σταματάει αν δεν βγει το αποτέλεσμα που θέλει. Το βασικότερο πράγμα στο γύρισμα είναι να είσαι συγκεντρωμένος. Να είσαι εκεί 10 ώρες και να μη χάνεις τη συγκέντρωσή σου». «Στο σινεμά είναι αυτό» συμπληρώνει ο Κώστας, «να μπορείς να μπαίνεις και να βγαίνεις από το ρόλο σου. Βέβαια βγαίνεις με δυσκολία, κάτι θα σου μείνει, αλλά αν δεν βγεις θα τρελαθείς, θα χάσεις την ταυτότητά σου».

«Ποια ήταν η πιο σημαντική στιγμή που ζήσατε με αυτή την ταινία;» «Η επίσημη προβολή της ταινίας στις Κάννες» λέει ο Νίκος. «Εκεί είδα για πρώτη φορά την ταινία και έζησα ανεπανάληπτες στιγμές: να περπατάω στο κόκκινο χαλί με τους άλλους ηθοποιούς, ο κόσμος, οι φωτογράφοι, τα χειροκροτήματα μετά την προβολή είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ». «Εσύ, Κώστα;» «Η στιγμή που συνάντησα την Πάττυ Πράβο. Στην ταινία κάνει μια μικρή εμφάνιση. Την περιμέναμε, λοιπόν, να έρθει και μόλις εμφανίστηκε άρχισε να βρέχει. Εκεί η διευθύντρια φωτογραφίας έκανε μαγικά, ένα συννεφιασμένο ουρανό τον έκανε να φαίνεται σαν λιακάδα». «Πώς είναι από κοντά η Πάττυ;» «Μια θεά. Είναι βέβαια μεγάλη σε ηλικία, αλλά έχει μια ακτινοβολία, μια γοητεία…» «Λεφτά βγάλατε;» Γελάνε. «Κανονικά θα έπρεπε να πληρώσουμε για αυτή την εμπειρία. Εμείς είμαστε μικροί, δεν ξέραμε τίποτα, μάθαμε πράγματα με αυτή την ταινία και πληρωθήκαμε από πάνω!»

n

Η βροχή δείχνει να σταματάει, τους ρωτάω αν μένουν μόνοι τους, ο Κώστας μένει με τον αδελφό του (οι γονείς του έκλεισαν το μίνι-μάρκετ και ξαναγύρισαν στην Αλβανία). Πριν λίγο καιρό πήρε την ελληνική ιθαγένεια «εξ αίματος», κάποιος πρόγονός του στην Αλβανία ήταν Έλληνας. Ο Νίκος ζει με τους δικούς του και δεν μπορεί να πάρει ιθαγένεια γιατί γεννήθηκε στα Τίρανα. Μου εξηγούν τα ανεξήγητα του νόμου, μπερδεύομαι, «εσείς τι αισθάνεστε; Έλληνες ή Αλβανοί;» «Έλληνες, φυσικά. Αλλά καλοί Έλληνες».

Με τους πολιτικούς είναι επιφυλακτικοί, «άλλα λένε κι άλλα κάνουν», κάθε μέρα διαπιστώνουν πως υπάρχει ρατσισμός και ομοφοβία, όχι μόνο από Έλληνες αλλά και Αλβανούς. «Και στα ερωτικά τι γίνεται;» Δεν έχουν σταθερή σχέση, ο Κώστας μόλις βγήκε από έναν έρωτα και αυτό το διάστημα «προτιμώ να ικανοποιώ μόνος μου τον εαυτό μου» λέει με ένα πονηρό χαμόγελο. Ο Νίκος δέχεται κάτι περίεργες προτάσεις στο ίντερνετ, «χτες μια κυρία μου ζήτησε μια γυμνή μου φωτογραφία».

n

Ο ήλιος έχει ξαναβγεί, ο Τσαντίλης τούς αρπάζει και τους δυο και τους τοποθετεί στο σημείο που θέλει, μου δίνει να κρατάω το ρεφλεκτέρ και αρχίζει να φωτογραφίζει. Για τις δυο επόμενες ώρες τρέχω με το ρεφλεκτέρ στα χέρια, τα κινητά των παιδιών χτυπάνε σαν δαιμονισμένα, new kids on the block, βλέπετε, και όλοι θέλουν να τους γνωρίσουν. Ο μόνος που τρέχει ακούραστος και τραβάει συνεχώς την «τελευταία πόζα» είναι ο Τσαντίλης. «Φτάνει, φτάνει» του λέω, «αυτό δεν είναι πια “Ξενία”, είναι παραξενία!» Μόλις προλαβαίνω να τους ρωτήσω αν έχουν κάνει κάποια άλλη ταινία. Ο Νίκος έχει παίξει στην ταινία του Χρήστου Βούπουρα «7 Θυμοί» και ο Κώστας στην ταινία μικρού μήκους του Σπύρου Χαραλάμπους «Δεν θα γεράσουμε ποτέ».

«Μακάρι, μακάρι να μη γεράσουμε ποτέ και να μην ενηλικιωθούμε ποτέ» λέω στον Τσαντίλη και τον βοηθάω να μαζέψουμε τα πράγματα. Χαιρετάμε και τα παιδιά και φεύγουμε, ενώ η βροχή αρχίζει να πέφτει πάλι στρέιτ θρου…

Φωτό: Τάκης Τσαντίλης