Κινηματογραφος

Πάνος Κούτρας: Ένα queer πουλί στην Αθήνα

Ο αγαπημένος σκηνοθέτης μας μιλάει για τη νέα του ταινία «Dodo» που βγαίνει στους κινηματογράφους στις 10/11 

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 847
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Πάνος Κούτρας: Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη για την ταινία «Dodo», το queer, το καστ και το Φεστιβάλ των Καννών.

Οι ταινίες του Πάνου Κούτρα έχουν, συνήθως, μονολεκτικούς τίτλους –ακόμα και τον «Μουσακά» τον λέμε παραλείποντας την «Επίθεση του γιγαντιαίου»– που δημιουργούν ένα μυστήριο γύρω από τη σημασία τους και την ιστορία τους. Είναι σαν μια ξένη λέξη που εισβάλλει στην πόλη και θέλει να μας πει κάτι καινούργιο; σημαντικό; απρόβλεπτο; ξεχασμένο; αστείο; queer;

Με το ήδη πολυσυζητημένο «Dodo», η ξένη λέξη, ο νέος αν και πανάρχαιος επισκέπτης, είναι ένα εξαφανισμένο από τον πλανήτη Γη, πουλί με αυτή την αστεία ονομασία, Ντόντο, θαυμάσια θεαματικό στο φτέρωμά του όσο και το όνομά του. Είναι ένας εισβολέας σε έναν γάμο μίας μικρής αθηναϊκής κοινωνίας που έρχεται να φέρει λίγο παραμύθι, λίγο χρώμα, λίγη αναστάτωση, λίγες σκέψεις εκεί που δεν το περίμενε κανείς.

© JULIEN SITRUK

Ο Πάνος Κούτρας γελάει καθώς θυμάται τι του είπε ένας Γάλλος. «Είναι πολύ queer η ταινία μου από την άποψη ότι το Dodo είναι ένα queer πουλί. Ένας Γάλλος μου έκανε πλάκα επειδή είναι πολύ χρωματιστό το πουλί – και έτσι το ήθελα. Έκανα εξαντλητικές έρευνες, ξέρω τα πάντα για αυτό το πουλί! Είχα μία από τις καλύτερες παλαιοντολόγους και “dodoλόγους” όπως τους λέω εγώ, για βοήθεια. Υπήρχε ένα debate γιατί, κανονικά, το dodo, όπως ανακαλύψανε πρόσφατα, ήταν απλά μπεζ-γκρι. Αλλά εγώ είπα όχι! Στην ταινία μου δεν θα είναι μπεζ-γκρι. Θα έχει χρώματα και μάλιστα πολύ φανταχτερά».

Στην ταινία βρισκόμαστε στην καρδιά των προετοιμασιών για τον γάμο της μοναχοκόρης μίας πλούσιας αλλά υπό κατάρρευση αθηναϊκής οικογένειας, με έναν πλούσιο κληρονόμο. Η σανίδα σωτηρίας που μπορεί να σώσει τους γονείς, μία πρώην τηλεοπτική σταρ σε σαπουνόπερες και έναν χαμένο στις λάθος αποφάσεις του, επιχειρηματία πατέρα. Η νύφη, απρόθυμη και παραπαίουσα μέσα στο τρελό της νυφικό, σε ιστορίες, παραμύθια, σεξ και δεύτερες σκέψεις. Το περιβάλλον τους, ένα μελοδραματικό, ίσως και λίγο αλμοδοβαρικό σύμπαν: ένας Αλβανός κηπουρός που κρατάει όλη την έπαυλη στα χέρια του, ένας πιτσιρικάς βοηθός που πηδιέται με ό,τι περνάει από μπροστά του, ένας οικογενειακός φίλος, παλαιός ηθοποιός, ένας μετανάστης με τη μικρή του κόρη, μία διαβασμένη τρανς cool as a cucumber, μία αγχωμένη «σχεδιάστρια γάμων», ο βοηθός του πατέρα που διεκδικεί τη θέση του, οι εργάτες που στήνουν τα κιόσκια. Και τότε εμφανίζεται το παράξενο πουλί, ένα φαντασιακό πλάσμα, και κάνει τους πάντες να δουν κατάματα την πραγματικότητα και να γεννήσει μία ελπίδα.

© Despina Spyrou

Ο Κούτρας λέει ότι η ταινία δείχνει «μια κοινωνία η οποία, όπως λέμε τώρα, είναι λίγο meta. Δηλαδή ο πατέρας βρίσκει μία non-binary και τη φέρνει στο σπίτι, ο μικρός πάει με τον κηπουρό αλλά μετά πάει και με την κόρη – γιατί ακριβώς αυτή είναι η γενιά του, πάει με άντρα, πάει με γυναίκα, και δεν χρειάζεται να το εξηγήσει κιόλας. Είναι “νορμάλ” γιατί η σεξουαλικότητά του εκφράζεται με όλα τα φύλα και με κάθε τρόπο. Ειδικά τώρα, τα παιδιά είναι πάρα πολύ έτσι. Και χαίρομαι πολύ για αυτό, που μπορούν να εκφραστούν χωρίς πρόβλημα. Πολλά παιδιά όχι, βέβαια. Η ελληνική κοινωνία έχει ακόμα να κάνει πολύ δρόμο σε αυτό, στα σύγχρονα γκέι δικαιώματα».

Στις ταινίες του, ο Πάνος Κούτρας λατρεύει να δείχνει την «οικογένειά του», την επιλεγμένη οικογένειά του που ζει μέσα στην Αθήνα, στήνει τον μικρόκοσμό της και στο τέλος πάντα κερδίζει η αγάπη. Αυτή τη φορά, το ανσάμπλ καστ της ταινίας θυμίζει την παρέλαση ονομάτων του «Μουσακά» αλλά και, σαν setting, την «Αληθινή ζωή». «Το ανσάμπλ καστ της ταινίας» λέει ο σκηνοθέτης, «είναι μία απεικόνιση της ελληνικής κοινωνίας η οποία αντιδράει σε έναν εισβολέα. Ο οποίος με αυτά που κουβαλάει και σαν παρελθόν και σαν “συμπεριλαμβανόμενο” τους βάζει σε μία διαδικασία σκέψης».

Στην ταινία, η Τζεφ Μοντάνα, απολαυστική στον ρόλο μίας πολύξερης non binary, εξηγεί σε όλους, μεταξύ πολλών άλλων, και τι είναι το dodo. O Κούτρας λέει ότι έτσι ακριβώς την ήθελε. «Στο μυαλό μου ήταν αυτή που διαβάζει συνέχεια Wikipedia και ξέρει χιλιάδες πράγματα και περιττές πληροφορίες. Είμαι κι εγώ πάρα πολύ έτσι. Καμιά φορά το βράδυ που ξυπνάω, μπαίνω στη Wikipedia και μου αρέσει πολύ που το ένα οδηγεί στο άλλο. Η τρανς, λοιπόν, ξέρει ρεαλιστικά για αυτό το πουλί. Η μάνα και η κόρη της οικογένειας το ξέρουν από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, οπότε γνωρίζουν τον μύθο του.

Το “Dodo” ήταν μια σκέψη, ένα σχέδιο, πολλών ετών. Να κάνω μία ταινία ανσάμπλ. Το ήθελα πολύ. Οπότε είχα αυτή την ιδέα της προετοιμασίας ενός γάμου όπου, στην αρχική μορφή της ταινίας, έβρισκαν στον κήπο ένα απολίθωμα προϊστορικού ζώου και προσπαθούσαν να ανακαλύψουν τι είναι. Μετά, με τον καιρό, είπα ας είναι κάτι ζωντανό και αυτή η σκέψη με έβγαλε στο dodo. Σαν έφηβος και σαν νέος ήμουν μεγάλος φαν της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Ένα βιβλίο που ακόμα και τώρα που το ξαναδιάβασα δεν το κατάλαβα ποτέ, αλλά το θεωρώ ένα αριστούργημα. Το θεωρώ κάπως σαν την έναρξη, στη λογοτεχνία, του φανταστικού, του σουρεαλισμού και του υπαρξισμού. Σημαδιακό έργο που ορίζει τον 20ό αιώνα».

© Despina Spyrou

Αναρωτιέμαι αν η ελληνική κοινωνία είναι μία μικρογραφία του ανσάμπλ καστ του «Dodo». «Με το καστ, είναι λίγο μεγαλόστομο να πω ότι κάνω μία εκπροσώπηση της ελληνικής κοινωνίας» απαντάει. «Είναι μία εκπροσώπηση μιας κοινωνίας στην οποία εγώ ζω. Ή με την οποία έχω στη ζωή μου εμπειρίες. Η μεσαία τάξη και η κρίση ήταν κάτι το οποίο όλους μας σημάδεψε στην Ελλάδα, οπότε η ταινία κάνει και μια αναφορά εκεί. Το queer παίζει γιατί είμαι εγώ. Το προσφυγικό είναι ένα θέμα το οποίο με ακουμπάει και με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Νομίζω ότι είναι “το” μεγάλο θέμα του αιώνα μας. Και σίγουρα θα συνεχίσει. Η οικογένειά μου είναι μία οικογένεια προσφύγων, η οικογένεια της μητέρας μου ήρθε το ’22 από τον Πόντο και η οικογένεια του πατέρα μου ήρθε το ’53 από την Αίγυπτο. Βλέπεις, είναι μέσα στην κουλτούρα μου. Οπότε, αυτή η μεσαία τάξη και γενικά οι τάξεις στην Ελλάδα, έχουν γνωρίσει τη χρεωκοπία με κάποιον τρόπο. Ο πλούτος έχει αλλάξει χέρια. Στη Γαλλία, ας πούμε, οι τάξεις είναι θωρακισμένες, ειδικά η μπουρζουαζία – αλλά στην Ελλάδα τα όρια είναι συγκεχυμένα και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Δηλαδή, αυτοί που είχαν λεφτά το ’50 δεν είχαν το ’60, αυτοί που είχαν το ’60 δεν είχαν το ’70, δεν υπήρχε δηλαδή το σύστημα και οι θεσμοί οι οποίοι θα κρατήσουν την μπουρζουαζία όπως στη Γαλλία, οι οποίοι εφηύραν και τον όρο, όπου είναι κάτι πολύ δομημένο και στέρεο. Στην Ελλάδα δεν ήταν, οπότε αυτό με ενδιέφερε πολύ. Το πώς είναι να τα χάνεις όλα».

Τον ρωτάω αν δίνει απαντήσεις σε αυτό. «Όχι, δεν έχω απαντήσεις, κυρίως θέτω ερωτήματα και κατά κάποιον τρόπο δίνονται ίσως κάποιες απαντήσεις. Όπως στο τέλος της ταινίας όπου μιλούν η μητέρα και η κόρη κάνοντας quotes από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, της λέει “ποιον δρόμο θα πάρω τώρα;” και ρωτάει η μητέρα: “Ξέρεις πού θέλεις να πας;”, “όχι“ απαντάει η κόρη. Και η μητέρα λέει “ε, τότε δεν έχει σημασία ποιον δρόμο θα πάρεις, αρκεί να περπατήσεις αρκετά». Αυτό έχει σημασία για μένα. Να αναρωτιέσαι για το ποια είναι η απάντηση. Αυτό έχει πιο πολλή σημασία από το να πάρεις μία εύκολη –ή μη εύκολη– απάντηση. Το είδαμε και τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα που γίνανε τρομακτικά λάθη εξ ου και η κρίση. Ο κάθε Έλληνας, η κάθε τάξη, η κάθε κυβέρνηση λέγαν “πρέπει να γίνει αυτό” κατηγορώντας τον άλλον. Και όχι, δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Και πηγαίναν από το ένα λάθος στο άλλο».

«Dodo» του Πάνου Κούτρα © Despina Spyrou

Στις ταινίες του Πάνου Κούτρα πάντα θίγεται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο και ο ρόλος των μεταναστών στη σύγχρονη Ελλάδα και, μάλιστα, των Αλβανών. Η ματιά του πάντα τους έχει ήδη ενταγμένους στην «αληθινή ζωή» και, μάλιστα, τους ακολουθεί στην αναζήτηση της «φιλοξενίας», όπως στο «Xenia» (όπου εκεί, το παράξενο πουλί ήταν η Ιταλίδα τραγουδίστρια, η diva, Patty Pravo).

«Ο ρόλος του πιστού συνεργάτη του πατέρα που αποκαλύπτεται ότι έχει μία μεγάλη ιστορία, είναι Αλβανός. Kι εγώ, σαν μετανάστης “λουξ” γιατί έχω ζήσει πολλά χρόνια και συνεχίζω να ζω στη Γαλλία, πιστεύω ότι το μείγμα ανθρώπων σε μία κοινωνία είναι κάτι πάρα πολύ θετικό. Στην Ελλάδα πάντα είχαμε πρόβλημα με αυτό γιατί είμαστε πάρα πολύ εσωστρεφείς σαν χώρα… και χαίρομαι πολύ γιατί αυτό, η αποδοχή, γίνεται και με πολλές παράπλευρες απώλειες. Δεν έχει γίνει ακόμα αλλά είμαστε σε καλό δρόμο, ειδικά μετά το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής το οποίο θέλω να πιστεύω ότι κάπως έκλεισε. Μειώθηκε. Το καταλάβαμε ότι μόνο έτσι μπορούμε να λειτουργήσουμε σαν κοινωνία, όπως και οι υπόλοιπες κοινωνίες. Ενσωματώνοντας και παίρνοντας ανθρώπους οι οποίοι θέλουν να έχουν την ίδια κουλτούρα με εμάς για κάποιο λόγο. Θεωρώ ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν της “ευρείας” οικογένειάς μας, ειδικά οι Αλβανοί. Αν πάρεις την ιστορία της Ελλάδας, η μισή χώρα είναι Αλβανοί. Το ξέρουμε. Αυτό είναι, λέγονται Αρβανίτες. Από εκεί είναι. Αυτά τα φύλα ερχόντουσαν στην Ελλάδα από τον 14ο αιώνα. Νομίζω ότι οι Έλληνες ήταν πάρα πολύ σκληροί από την αρχή, απέναντι στην αλβανική μειονότητα. Στο μεταναστευτικό οι Αλβανοί υπέφεραν τα περισσότερα, τα επόμενα κύματα τα βρήκαν λίγο πιο εύκολα. Παρ’ όλη την καραμέλα που υπήρχε τότε: “Εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε ρατσιστές”. Ζήσαμε το peak του ρατσισμού. Θεωρούσα ότι τους είχαμε, όπως όλες οι οικογένειες έχουν, σαν τα φτωχά ξαδέρφια μας ή τους παραπονεμένους συγγενείς αλλά νομίζω ότι είμαστε μία οικογένεια».

© Despina Spyrou

Το DNA των ταινιών του Κούτρα, που είναι η Αγάπη, φαίνεται καθαρά και στον τρόπο που κάνει το κάστινγκ των ηθοποιών, από την πρώτη του ταινία, τον «Μουσακά» ακόμα. Παίρνει ανθρώπους με ιδιαίτερη προσωπικότητα και τους δίνει ένα εντελώς δικό τους βάθος.

Το παραδέχεται. «Συμβαίνει όπως και στη ζωή μου. Οι φίλοι μου πρέπει να είναι “της οικογενείας μου”. Η οποία είναι ευρεία. Και σαν γκέι η κοινότητά μου, και σαν queer, γενικά όλη μου η ζωή. Οι άνθρωποι που ήταν δίπλα μου ήταν πάρα πολύ σημαντικοί σε αυτό που έκανα, και προσωπικά αλλά και επαγγελματικά. Μέχρι τώρα –αν και τώρα αλλάζουν τα πράγματα– ένα παιδί μεγαλώνοντας ως γκέι δεν μπορούσε να ταυτιστεί και να βρει τις απαντήσεις στα ερωτήματα που έθετε στον εαυτό του, πουθενά. Πρέπει, έπρεπε, να τις βρει μόνο του. Τώρα είναι πολύ καλύτερα. Τότε δεν υπήρχαν πρότυπα στην τηλεόραση, ούτε στην οικογένειά σου μπορούσες να μιλήσεις, οπότε οι άνθρωποι, συμμαθητές και αλλού, που ταυτίστηκαν μαζί σου, σε καταλάβανε, έγιναν και η ευρύτερη οικογένειά σου. Οπότε, ξεκίνησα με ιδιαίτερο συναίσθημα και προσήλωση στον φίλο και στη φίλη και στην κοινότητα».

© Despina Spyrou

Τα γυρίσματα του «Dodo» έγιναν σε «φουλ κόβιντ» περίοδο, την άνοιξη του 2021. Χρειάστηκε να διακοπούν αρκετές φορές λόγω κρουσμάτων και όλο αυτό το τρίμηνο των γυρισμάτων απέδειξε πόσο ηρωικά, όπως λέει ο σκηνοθέτης, συμπεριφέρθηκαν όλοι οι ηθοποιοί. Δύσκολες πρόβες, πολλά άτομα, ακόμα και το να υποδύεσαι μπροστά σε ένα «αόρατο πουλί» το οποίο θα έμπαινε αργότερα, με CGI.

«Υπάρχει μία ενδιαφέρουσα παραδοξολογία· στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να κάνεις μία ταινία με πάρα πολλούς ηθοποιούς –και γνωστούς μάλιστα– γιατί τα λεφτά μιας ελληνικής παραγωγής είναι πολύ λίγα. Οπότε όλοι οι ηθοποιοί, συνήθως, δουλεύουν στο θέατρο, δουλεύουν στην τηλεόραση, και για να συγκεντρώσεις τόσους πολλούς ηθοποιούς μαζί για γύρισμα συνήθως είναι δύσκολο. Εμείς το καταφέραμε λόγω κόβιντ γιατί ήταν κλειστά τα θέατρα. Δεν μπορείς να κλείσεις έναν ηθοποιό με ένα ποσό για να μη δουλέψει αλλού για τέσσερις μήνες. Είχε κι άλλο ένα καλό αυτό το ανσάμπλ καστ: αγαπηθήκανε πάρα πολύ, όλοι μαζί. Τους διάλεξα εγώ μαζί με τους κάστινγκ directors, τη Σωτηρία Μαρίνη και τον Aκη Γουρζουλίδη, οι οποίοι έκαναν εξαιρετική δουλειά γιατί το κάστινγκ έχει μεγάλη σημασία σε αυτή την ταινία».

© Despina Spyrou

Η περιγραφή του καστ από τους συντελεστές της παραγωγής: Η Σμαράγδα Καρύδη σε μια σπάνια δραματική στιγμή και ο Άκης Σακελλαρίου που εκφράζει τις ματαιώσεις μιας ολόκληρης γενιάς κυριαρχούν και αλληλοσυμπληρώνονται, μαζί με το νεύρο της Τζεφ Μοντάνα, το πηγαίο πάθος της Νατάσας Εξηνταβελώνη, την επιβλητική παρουσία του Άγγελου Παπαδημητρίου, το παιχνιδιάρικο βλέμμα του Τζώρτζη Παπαδόπουλου, τη μελωδική παρουσία της Άννας Τζορτζίκια, την κωμική ορμή της Μαριέλλας Σαββίδου, τη θλιμμένη αξιοπρέπεια της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου, το αινιγματικό ύφος του Νίκου Γκέλια και τη στιβαρότητα του Κρις Ραντάνοφ.

© Despina Spyrou

Συχνά τέτοιου είδους ταινίες δίνουν μία εντύπωση «παρέας που περάσαμε καταπληκτικά στα γυρίσματα, αυτό το εισπράττει και το κοινό» κλπ. «Δεν είναι “παρεΐστικη” ταινία γιατί δεν κάνουμε παρέα. Είμαι σκηνοθέτης-παύλα-οτιδήποτε, που κάνω προσωπικές ταινίες. Κατά κάποιον τρόπο. Και πρέπει όχι μόνο οι ηθοποιοί αλλά όλοι που δουλεύουν στην ταινία, λίγο-πολύ να “με πάνε” . Και να “πηγαίνουν” και τον κόσμο μου. Γιατί, αλλιώς, δεν “πάει” το πράγμα. Δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Έτσι είμαι και μου είναι πάρα πολύ δύσκολο, παρόλο που λένε ότι είμαι πάρα πολύ θεατράλε, να μην είμαι απόλυτα ειλικρινής. Δεν μπορώ να είμαι κάτι άλλο. Έτσι είμαι, αυτό λέω, αυτό κάνω. Κάπως έκατσε στη ζωή μου –και χαίρομαι πολύ– αν και με πολλά προβλήματα γιατί όλες μου οι ταινίες ήταν πάρα πολύ δύσκολες να γίνουν και λόγω θέματος. Και αυτή τώρα, που περίμενα ότι θα ήταν εύκολη, είχε τις δυσκολίες της».

© Despina Spyrou

Στις προηγούμενες ταινίες του Κούτρα υπάρχει πολύ έντονα η Αθήνα. Τα στέκια, οι μικροί κρυμμένοι «ναοί» της, τα σπίτια που στεγάζουν αγάπες, θαύματα και υπέροχα φωτιστικά, οι δρόμοι, τα γκράφιτι, οι λόφοι της, η κορυφογραμμή της, στην «Αληθινή ζωή» μάλιστα, βάζει και φωτιά στην Ακρόπολη. Στο «Dodo» η Αθήνα υπάρχει κυρίως στο πρώτο μέρος.

«Ε ναι, είναι η πόλη μου, εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα και, ακριβώς για αυτό τον λόγο έχω μαζί της και μία σχέση αγάπης και μίσους. Όταν έφυγα από την Αθήνα 17 ετών, γιατί τέλειωσα πιο νωρίς το σχολείο, για να πάω να σπουδάσω στην Αγγλία, ήταν για μένα από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου. Είχα υποφέρει πάρα πολύ εδώ. Είμαι ένα παιδί της χούντας. Ήμουνα μικρός αλλά μεγάλωσε σε αυτήν. Και η μεταπολίτευση ήταν δύσκολη περίοδος. Με βοήθησε πολύ το ότι ο πατέρας μου έμενε στη Γαλλία και πηγαινοερχόμουνα ως παιδί. Οι γονείς μου ήταν πολύ πιο ιντερνάσιοναλ, για να το πούμε κάπως. Κι αυτοί οι ίδιοι ήταν από οικογένειες που ταξιδεύανε πολύ. Επιστρέφοντας λοιπόν, όταν έκανα τον “Μουσακά”, την ξαναβρήκα την Αθήνα, πάντα λέγοντας ότι είχα ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί της. Είναι η πόλη με τις πρώτες μου αναμνήσεις και πάντα έχεις να λογοδοτήσεις στη ζωή σου με τα πρώτα χρόνια».

© Despina Spyrou

Αρχίζει μια συζήτηση για τις αναμνήσεις, την Αθήνα των 90s, τα περιοδικά και τις παρέες, τι έγινε και τι δεν έγινε, τα στέκια και τους φίλους. Ξαφνικά η Αθήνα έχει έρθει και έχει καθίσει μαζί μας στο τραπέζι της συνέντευξης. 

«Η Αθήνα είναι ο τόπος των ονείρων μου και των εφιαλτών μου» λέει ο Κούτρας. «Και επίσης, η πόλη της σεξουαλικότητάς μου. Αν και η πρώτη μου σεξουαλική εμπειρία ήταν στο καράβι για την Ιταλία. (γέλια) Όμως την Αθήνα μετράω σαν πρώτη, άλλωστε και οι φαντασιώσεις μου ήταν με τον τύπο του Έλληνα, του έτσι, του αλλιώς. Αυτό είναι κάτι που πάντα σε κυνηγάει στη ζωή σου. Όχι άσχημα, αλλά φτιάχνεις τον κόσμο των φαντασιώσεών σου επάνω σε κάτι συγκεκριμένο που γνώρισες ως παιδί – ευτυχώς εμπλουτίζεται συνέχεια! Εκτός από τους λογαριασμούς λοιπόν, τη βρίσκω και μία συναρπαστική πόλη. Σε σχέση με άλλες πόλεις που γνωρίζω καλά, όπως το Παρίσι, το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη, η Αθήνα δεν έχει τίποτα ιερό, είναι μια βλάσφημη πόλη. Από την άποψη του ότι, αυτό που βλέπεις τώρα απέναντι, μπορεί σε δέκα χρόνια να μην υπάρχει γιατί θα το γκρεμίσουνε. Αυτό, ας πούμε, στο Παρίσι δεν υφίσταται, τα κτίρια έρχονται από τον 16ο αιώνα. Ό,τι χτίζεται μένει. Στην Αθήνα, τίποτα δεν έχει κάποια παραπάνω αξία από την Ακρόπολη η οποία είναι στη μέση και όλο το άλλο είναι σαν να μην υπάρχει. Ένας φίλος μου αρχιτέκτονας μου λέει ότι πάρα πολλές πολυκατοικίες που χτίστηκαν γύρω στο ’60-’70, τότε που ήταν πολύ μεγάλη η ανοικοδόμηση επί χούντας και δινόντουσαν πολύ γρήγορα φτηνά υλικά, έχουν μία διάρκεια ζωής γύρω στα 50 με 70 χρόνια. Μετά αρχίζουν και καταρρέουν. Είναι πολύ πιθανό σε εκατό χρόνια να γκρεμίζουν ολόκληρα μπλοκ για να ξαναχτίσουν. Αυτό το βρίσκω συναρπαστικό. Ότι όλα είναι εφήμερα. Ότι στα Εξάρχεια που ζω, μπορεί κάτω από εκεί που περπατάω να υπάρχει ένα τέμπλο, να ζούσαν κάποιοι άλλοι».

© Despina Spyrou

Τον ρωτάω πώς είναι τα Εξάρχεια που ζει. Μια άλλη κουβέντα ξεκινάει, ίσως και υλικό για μια άλλη ταινία, συζήτηση που συμπυκνώνεται σε μία φράση του Πάνου Κούτρα.

«Τα Εξάρχεια είναι μία “δραματική” γειτονιά. Με όλη τη σημασία της λέξης και νομίζω για το τίποτα. Για ένα άδειο πουκάμισο. Τώρα, ο καθένας ας καταλάβει ό,τι κατάλαβε».

Info
Το «Dodo» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο 75ο Φεστιβάλ Καννών. Στους κινηματογράφους βγαίνει στις 10/11, σε διανομή της Tulip Entertainment.