Κινηματογραφος

Ο ταϊβανέζικος κινηματογράφος και η τοπική ταυτότητα

Η ιστορία του ταϊβανέζικου κινηματογράφου είναι για πολλούς μια από τις αποδείξεις της διαφοράς των νησιωτών από τους Κινέζους της ηπειρωτικής χώρας

A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ταϊβανέζικο «νέο κύμα» στον κινηματογράφο και η διαμόρφωση της ξεχωριστής πολιτικής και πολιτιστικής ταυτότητας του νησιού.

Ο κινηματογράφος της Ταϊβάν αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από το mainstream του Χονγκ Κονγκ και από τη Λαϊκή Κίνα η οποία εφαρμόζει ακόμα πολύ αυστηρή λογοκρισία με αποτέλεσμα καχεκτική κινηματογραφική παραγωγή. Κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής κυριαρχίας και στη συνέχεια της δικτατορίας του Τσιανγκ Κάι Τσεκ, ο κινηματογράφος στην Ταϊβάν ήταν εξίσου κρατικός και προπαγανδιστικός με εκείνον της Λαϊκής Κίνας. Όμως, μετά τη φιλελευθεροποίηση στη δεκαετία του 1980, το «Κινηματογραφικό Ταμείο» που κάποτε χρηματοδοτούσε τις κατευθυνόμενες ταινίες, στηρίζει ενεργά την κινηματογραφική βιομηχανία της νησιωτικής χώρας. Αν και το ταμείο παραμένει αμφιλεγόμενο, επιχορηγεί με ποσά από 5 έως 800 εκατομμύρια δολάρια με αποτέλεσμα να γυρίζονται τουλάχιστον 15 ταινίες ετησίως.

Η ιστορία του ταϊβανέζικου κινηματογράφου είναι για πολλούς μια από τις αποδείξεις της διαφοράς των νησιωτών από τους Κινέζους της ηπειρωτικής χώρας. Μετά το 1949, το τέλος του κινεζικού εμφυλίου πολέμου έφερε στην Ταϊβάν πολλούς σκηνοθέτες που συμπαθούσαν τους εθνικιστές ή που αντιπαθούσαν πολύ τον Μάο τσε Τουνγκ. Στο περιβάλλον της βιομηχανικής ανάπτυξης, το 1963 η Central Motion Picture Corporation ενθάρρυνε ιδιαίτερα το κινηματογραφικό μελόδραμα, ένα κινηματογραφικό είδος που είχε σκοπό να διατηρήσει τις παραδοσιακές ηθικές αξίες, οι οποίες φαίνονταν να διασαλεύονται από τον γρήγορο μετασχηματισμό της χώρας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι παραδοσιακές ταινίες κουνγκ φου καθώς και τα ρομαντικά δράματα ήταν αρκετά δημοφιλή: μερικά από τα δεύτερα βασίζονταν σε βιβλία της πολυγραφότατης Chiung Yao. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η δημοτικότητα του οικιακού βίντεο διέδωσε ευρέως τον κινηματογράφο στους Ταϊβανέζους αλλά η κινηματογραφική βιομηχανία αντιμετώπισε σοβαρές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένης της μαζικής εισαγωγής ταινιών από το Χονγκ Κονγκ στην τοπική αγορά ―πράγμα που ωστόσο είχε ως αποτέλεσμα τη στήριξη νέων Ταϊβανέζων σκηνοθετών όπως ο Edward Yang, ο Te-Chen Tao,ο  I-Chen Ko και ο Yi Chang.

Edward Yang © EPA PHOTO AFP/PASCAL GUYOT/BG-NO/lk

Ο Νέος Ταϊβανέζικος Κινηματογράφος απεικόνιζε γνήσιες ιστορίες ανθρώπων που ζουν είτε στην αστική είτε στην αγροτική Ταϊβάν, συχνά με ένα στιλ που θύμιζε τον ιταλικό νεορεαλισμό. Από τη δεκαετία του 1980, η αστικοποίηση, ο αγώνας κατά της φτώχειας και οι συγκρούσεις με την πολιτική εξουσία ήταν μερικά από τα θέματα των νέων σκηνοθετών: για παράδειγμα, το «A City of Sadness» του Hou Hsiao-hsien απεικονίζει τις εντάσεις μεταξύ των ντόπιων Ταϊβανέζων και της νεοφερμένης κινεζικής εθνικιστικής κυβέρνησης μετά το τέλος της ιαπωνικής κατοχής, ενώ η ταινία του Chen Kunhou «Growing Up», το «Taipei Story» και «A Confucian Confusion» του Edward Yang σχολιάζουν τη σύγχυση των παραδοσιακών αξιών και του σύγχρονου υλισμού. Το σχεδόν τετράωρο «A Brighter Summer Day» (1991), που πολλοί θεωρούν καθοριστικό έργο του Νέου Ταϊβανέζικου Κινηματογράφου, πραγματεύεται τον αγώνα της Ταϊβάν να βρει την ξεχωριστή της ταυτότητα στη δεκαετία του 1960.

Ο λεγόμενος Νέος Ταϊβανέζικος Κινηματογράφος έδωσε σταδιακά τη θέση του σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί Δεύτερο Νέο Κύμα, με ταινίες όπως το «Vive L’Amour» του Tsai Ming-liang, που κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στο 1994, όπου απεικονίζεται η ζωή των νεαρών ενηλίκων στην Ταϊπέι. Ο Ανγκ Λι είναι ίσως ο πιο γνωστός από τους σκηνοθέτες του Δεύτερου Νέου Κύματος: οι πρώτες του ταινίες «Pushing Hands» (1991), «The Wedding Banquet» (1993) και «Eat Drink Man Woman» με τη διάσημη ηθοποιό και κινηματογραφίστρια Sylvia Chang (1994) επικεντρώνονται στo χάσμα των γενεών και στις πολιτισμικές συγκρούσεις που αντιμετωπίζουν πολλές σύγχρονες οικογένειες. Ο «Τίγρης και Δράκος» (2000), που έφερε στο προσκήνιο το είδος wuxia, υπήρξε μεγάλη εμπορική επιτυχία και ανέδειξε τον ασιατικό κινηματογράφο στον διεθνή χώρο.

Ανγκ Λι © EPA/RITCHIE B. TONGO

Ο Ανγκ Λι μετακόμισε στις ΗΠΑ και η ταινία του «Το μυστικό του Brokeback Mountain» (2005) κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας και αναδείχτηκε καλύτερη ταινία της χρονιάς από τους κριτικούς του Λος Άντζελες, του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης και της Βοστόνης, ενώ ο ίδιος βραβεύτηκε με Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Το 2007, κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα το «Προσοχή, Πόθος» ενώ 2012 με το «Η Ζωή του Πι» ο Ανγκ Λι απέσπασε δεύτερο Όσκαρ Σκηνοθεσίας.

Ο κινηματογράφος της Ταϊβάν αντιμετώπισε δύσκολες στιγμές καθώς πάσχιζε να επιζήσει ανάμεσα στις υπερπαραγωγές του Χόλιγουντ και του Χονγκ Κονγκ στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ο αριθμός των τοπικών ταινιών μειώθηκε σε λιγότερες από 20 ταινίες ετησίως: πολλοί Ταϊβανοί θεατές προτιμούσαν το ξένο ρεπερτόριο. Αλλά γύρω στο 2008 ο ταϊβανέζικος κινηματογράφος ανέκαμψε με επιτυχίες όπως «Cape No. 7» του Wei Te-sheng που έγινε η εγχώρια ταινία της με τις μεγαλύτερες εισπράξεις, δεύτερη μετά τον «Τιτανικό» (1997). Μερικές αξιόλογες ταινίες που οδήγησαν σ’ αυτή την αναβίωση ήταν το «Monga» (2010), «Seven Days in Heaven» (2010), «Night Market Hero» (2011) και «Love» (2012). Το 2012, το ερωτικό δράμα του Giddens Ko «You Are the Apple of My Eye» διεθνοποίησε τον ταϊβανέζικο κινηματογράφο ο οποίος δεν λείπει πλέον από κανένα κινηματογραφικό φεστιβάλ, ενώ η Yu Shan Chen και ο Umin Boya είναι από τους εμπορικούς σκηνοθέτες στην εσωτερική αγορά. Στο μεταξύ, ενώ Ταϊβανοί κινηματογραφιστές προσπάθησαν να καλύψουν την αγορά της ηπειρωτικής Κίνας, σκόνταψαν στο εμπόδιο της πολιτικής: οι ταινίες που προβάλλονται στην ηπειρωτική χώρα πρέπει να συμμορφώνονται με τη λογοκρισία που συχνά συνεπάγεται την υποβάθμιση ή την αφαίρεση τυχόν ενδείξεων ότι η Ταϊβάν είναι χωριστή χώρα από τη Λαϊκή Κίνα. Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγονται το «The Assassin» (2015) του Hou Hsiao-hsien, το «Our Times» (2015) της Yu Shan Chen, το «You Are the Apple of My Eye» (2012) του Gidden Ko και το «The Wonderful Wedding» (2015). Όλες αυτές οι ταινίες επικεντρώνονται σε διαπολιτισμικά θέματα εμπορεύσιμα στην ηπειρωτική χώρα και σε άλλα μέρη της Ασίας, αποφεύγοντας σκόπιμα τη χρήση της ταϊβανέζικης διαλέκτου και των συμβόλων της ταϊβανέζικης εθνικότητας, όπως π.χ. η σημαία. Αυτό ισχύει ακόμη και στο «The Wonderful Wedding», που βασίζεται σε κωμικές παρεξηγήσεις μεταξύ των οικογενειών ενός γαμπρού από την ηπειρωτική Κίνα και της νύφης από την Ταϊβάν, αλλά τις οποίες αποδίδει σε πολιτισμικές διαφορές σε περιφερειακό, όχι σε εθνικό επίπεδο.

Το Golden Horse Film Festival and Awards της Ταϊπέι, το μεγαλύτερο ετήσιο φεστιβάλ κινεζικού κινηματογράφου, κλείνει φέτος τα 60 χρόνια του. Από το 1996, για το Χρυσό Άλογο συναγωνίζονται ταινίες και από την ηπειρωτική Κίνα και η τελετή ακολουθεί τα πρότυπα της αμερικανικής Ακαδημίας.