Κινηματογραφος

«Top Gun: Maverick»: Το sequel με τον Τομ Κρουζ σε ουράνιες χορογραφίες

Η ταινία χτίζεται γύρω από τον Τομ Κρουζ 36 χρόνια αργότερα ενώ η σκηνοθεσία οφείλεται κυρίως στα οπτικά και ηχητικά εφέ και λιγότερο στο προσχηματικό σενάριο

Φίλιππος Κόλλιας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Top Gun: Maverick»: Το νέο sequel της αμερικανικής ταινίας δράσης με τον Τομ Κρουζ, σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Κοσίνσκι.

Μια εβδομάδα μετά την προβολή του στις αίθουσες, το sequel του «Top Gun» βρίσκεται ήδη στην 44η θέση των δημοφιλέστερων ταινιών στο imdb. Ίσως το μυστικό του είναι πως, μετά από δύο χρόνια streaming, οι θεατές βρίσκονται στις αίθουσες όπου η σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία τούς απογειώνει σε ουράνιες χορογραφίες: μεγάλο μέρος της ταινίας έχει δημιουργηθεί σε οπτικοακουστικά εργαστήρια στην Ινδία.

Στο «Top Gun» του 1986 −μια από τις αγαπημένες ταινίες των θεατών που ήταν τότε έφηβοι (κυρίως αγόρια) − το «εγώ» του πιλότου Πιτ «Maverick» Μίτσελ έμπαινε εμπόδιο στις αποστολές του. Σε αυτό το sequel, που σκηνοθέτησε ο Τζόζεφ Κοσίνσκι, ο Μίτσελ, κολλημένος στον βαθμό του λοχαγού, είναι ακόμα μυώδης κι ατρόμητος, αλλά έχει μάθει να δέχεται και να εκτελεί διαταγές∙ δείχνει σοφότερος, έχοντας διατηρήσει την ταχύτητα και τη φόρμα του. (Μπράβο. Θέλουμε να δούμε τον Τομ Κρουζ να χορεύει με το σωβρακάκι όπως στο «Risky Business».) Η ταινία χτίζεται γύρω από τον Τομ Κρουζ 36 χρόνια αργότερα: ο Κρουζ έχει ακόμα πολλούς θαυμαστές, αν και η καριέρα και η ζωή του απομάκρυναν μεγάλο μέρος του κοινού του που ωρίμασε από την εποχή του «Top Gun» του Τόνι Σκοτ: το ωραίο αγόρι των δεκαετιών του 1980 και 1990 −«Το χρώμα του χρήματος», «Η εταιρεία», «Γεννημένος την 4η Ιουλίου», «Rain Man»− ξεχάστηκε∙ ο Κρουζ έχασε το τρένο των Όσκαρ και επικεντρώθηκε στις ταινίες δράσης. Έγινε, κατά κάποιον τρόπο, το αντίθετο του Ντάνιελ Ντέι Λιούις, o oποίος γύριζε και συνεχίζει να γυρίζει ταινίες με εντελώς διαφορετική προοπτική και μέθοδο ερμηνείας. Αυτό το «Top Gun» είναι η απόλυτη ταινία δράσης που πρέπει να αποφύγουν οι μη φανατικοί του είδους και οι θαυμαστές του Ντάνιελ Ντέι Λιούις.

Η σκηνοθεσία οφείλεται κυρίως στα οπτικά και ηχητικά εφέ και λιγότερο στο προσχηματικό σενάριο, στο οποίο, περιέργως, συνεργάστηκαν τρεις σεναριογράφοι −ο Έχρεν Κρούγκερ, ο Έρικ Γουόρεν Σίνγκερ και ο παλιός συνεργάτης του Κρουζ, Κρίστοφερ Μαγκουάιρ− φέρνοντας τους χαρακτήρες του «Top Gun» του 1986 στο 2022. Υποτίθεται ότι έχουν περάσει κάμποσα χρόνια (ίσως όχι 36...) και ο χαρακτήρας που υποδυόταν η Κέλι ΜακΓκίλις έχει αντικατασταθεί από την Τζένιφερ Κόνελι − ομολογουμένως μια από τις ωραιότερες Αμερικανίδες ηθοποιούς, πράγμα που την περιορίζει ακόμα σε διακοσμητικούς ρόλους: οι συντελεστές της ταινίας θα μπορούσαν ωστόσο να καλέσουν την ΜακΓκίλις στο πάρτι τους, αναθέτοντάς της έναν διαφορετικό ρόλο. Ίσως να μη δέχτηκε. Ο Iceman, με τον οποίον ο Πιτ Μίτσελ είχε αντιζηλία, παραμένει ο Βαλ Κίλμερ που είναι τώρα ετοιμοθάνατος, ενώ ο αξιωματικός που δίνει τις διαταγές τις οποίες ο Πιτ πρέπει να καταπιεί είναι ο Τζον Χαμ, ή «Κυκλώνας». Γύρω από αυτούς, όπως συμβαίνει σε όλες τις ταινίες με άνδρες, ανθίζουν τα bromances: στο καστ συνωστίζονται γοητευτικά παλικάρια (και μια γυναίκα σε έναν άχαρο ρόλο) με ευφάνταστα ή λιγότερο ευφάνταστα παρατσούκλια −Κόκκορας, Δήμιος− που πετάνε ριψοκίνδυνα εναντίον ενός ανώνυμου εχθρού, ενός rogue state, αψηφώντας τους νόμους της φύσης. Όταν δεν χορεύουν στους αιθέρες, παίζουν ποδόσφαιρο με φόντο το ηλιοβασίλεμα σε μια καλιφορνέζικη παραλία. Σε αυτό το ελαφρώς ομοερωτικό καστ, προστίθεται ο Εντ Χάρις, ένας μεγάλος ηθοποιός χωρίς ρόλο − πρόκειται για ένα κλείσιμο ματιού στο «The Right Stuff», μια ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν (1983) που είχαν αγαπήσει τόσο οι κριτικοί όσο και οι θεατές. Κρίμα για τον Χάρις.

Το «Top Gun: Maverick» είναι ένα αναίσχυντο blockbuster με σάουντρακ ροκ εντ ρολ και ήχους που θα ταίριαζαν στον «Πόλεμο των άστρων» αν η ταινία του Τζορτζ Λούκας γυριζόταν σήμερα. Πλάνα με βουτιές από τον ουρανό στην έρημο Μοχάβε, ανάμεσα σε αιχμηρά βουνά και πάνω από γεφύρια συνοδεύονται από εκκωφαντικά βζζζνν, ζζουμ και βρουμ, ενώ οι θεατές μπουκώνονται με ποπ κορν. Για πολλούς, αυτή η ταινία αποδεικνύει πως το να πηγαίνεις σε κινηματογραφική αίθουσα παραμένει μια εντελώς διαφορετική εμπειρία από το να βλέπεις ταινίες στο σπίτι. Για όσους ερμηνεύουν τέτοιου είδους θεάματα ως μιλιταριστικά, υπερπατριωτικά και προπαγανδιστικά, το να βλέπουν νεαρούς πιλότους να κάνουν 200 πουσάπ είναι χάσιμο χρόνου.