Κινηματογραφος

Φτιάχνοντας τις Νύχτες Πρεμιέρας

Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης μίλησε στην A.V.

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 495
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, το οποίο φέτος κλείνει τα 20 χρόνια του, και διευθυντής του περιοδικού Σινεμά, το οποίο κλείνει τα 25 χρόνια του και απ’ όπου ξεκίνησαν όλα, είναι ο άνθρωπος που έχει γράψει τη δική του ιστορία σε αυτόν το θεσμό. Κάθε Σεπτέμβριο, σαν ολόγραμμα, καταφέρνει και βρίσκεται πάντα και παντού ταυτόχρονα, σε αίθουσες προβολών, πάρτι, συνεντεύξεις τύπου, workshops και master classes. Είναι η ψυχή του φεστιβάλ και τα διάσημα, ευφάνταστα πουκάμισά του έχουν γίνει ένα cult αξεσουάρ, αποδεικνύοντας ότι δεν πρόκειται απλώς για μια μεγάλη εκδήλωση που συγκεντρώνει 50 χιλιάδες κόσμο, με χορηγούς και επίσημους προσκεκλημένους, αλλά παραμένει και ένα έξυπνο, νεανικό, μοντέρνο γεγονός της πόλης – το πρώτο σημαντικό ραντεβού των σινεφίλ για κάθε σεζόν. Ο Ορέστης, λίγο πριν την έναρξη του φετινού Φεστιβάλ, μίλησε στην A.V. για όλα: τις ταινίες, τα αφιερώματα, τους ανθρώπους και τα πουκάμισα.

«Όλα ξεκίνησαν από τον Γιώργο Τζιώτζιο και τον Γιώργο Καλογερόπουλο στο περιοδικό “Σινεμά”, σαν την πλάκα μιας παρέας που τότε σχηματιζόταν. Όλα έτσι ξεκινάνε, από μια τρέλα. Από μια ιδέα. “Λες να γίνεται αυτό;” Από την άλλη, υπήρχε και η ανάγκη του κόσμου να δει κάτι καινούργιο. Πρωτοποριακό, ανεξάρτητο, δημιουργικό σινεμά. Αρκετά χρόνια πριν από εμάς υπήρχε βέβαια το “Πανόραμα” της Ελευθεροτυπίας που είχε κάνει σημαντικά πράγματα, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το οποίο είχε ήδη διεθνοποιηθεί και είχε απενοχοποιήσει κάποιες έννοιες όπως ανεξάρτητο σινεμά, διαφορετικό, πειραματικό κ.λπ. καθώς και εκείνη η γενιά – του Γιώργου Τζιώτζιου οι πιο παλιοί, οι οποίοι είχαν μεγαλώσει μέσα στην Αλκυονίδα, στο Στούντιο, και με τον Σύγχρονο Κινηματογράφο».

«Οι νέοι σινεφίλ εκείνης της εποχής, οι 20ρηδες του ’94 δηλαδή που τώρα είναι 40ρηδες, με παιδιά και υποχρεώσεις, είναι ακόμα δυναμικό κοινό, κάνουν τα πάντα και ξεκλέβουν χρόνο για να έρθουν στο φεστιβάλ και να δούν ταινίες. Αυτοί ήταν οι νέοι που καταφέραμε να βρούμε την επαφή μαζί τους. Και το ίδιο, αν θες, είναι και το στοίχημα κάθε χρόνο: το πώς θα φορμάρουμε μια παρέα οι οποίοι θα είναι πάντα νέοι και θα βρούμε την επαφή με το κοινό, τους 18ρηδες, τους 25ρηδες. Προσπαθούμε να μην τους σνομπάρουμε, να μην το παίζουμε δάσκαλοι. Θα ήταν τραγικό να πας να πεις στα παιδιά “θα σου δείξω εγώ ποιο είναι το καλό σινεμά” – όχι, αυτός ξέρει ποιο είναι το καλό σινεμά διότι μέσα σε αυτό το σινεμά ζει. Γι’ αυτό το λόγο έχουμε μια μεγάλη ομάδα που είναι στην ίδια ηλικία με τους θεατές ώστε να μιλάνε την ίδια γλώσσα. Άλλωστε, όπως έχω ξαναπεί, οι θεατές μας “τραβάνε”. Το 50% της επιτυχίας και της δουλειάς δεν γίνεται από μας, γίνεται από τους θεατές».

«Ουσιαστικά η πρώτη ιδέα είχε πέσει μετά από ένα ταξίδι στις Κάννες όπου βρεθήκαμε μπροστά σε μία σειρά από καταπληκτικές ταινίες για τις οποίες θέλαμε να γράψουμε στο περιοδικό. Λέγαμε: “εγώ θα γράψω μία σελίδα”, ο άλλος “εγώ θα γράψω δύο σελίδες”, ο άλλος “εγώ θα κάνω μία συνέντευξη από τον τάδε σκηνοθέτη”… και μετά λέγαμε “αλλά για ποιον θα τα γράψουμε όλα αυτά; αφού αυτές οι ταινίες δεν θα έρθουν ποτέ στην Ελλάδα”. Ήταν μια εποχή που δεν υπήρχε downloading, δεν υπήρχαν DVD, δεν υπήρχε Facebook, δεν υπήρχε καλά-καλά mail. Είδες πόσα πράγματα έχουν αλλάξει μέσα σε 20 χρόνια;… Οπότε είπαμε, ας φέρουμε αυτές τις ταινίες, τουλάχιστον να τις βλέπει το κοινό, να έχουμε να κουβεντιάζουμε».

«Σε επίπεδο άποψης και αισθητικής, το φεστιβάλ αναζητούσε πάντα ένα διαφορετικό σινεμά. Όχι αυτό που βλέπουμε στις μεγάλες αίθουσες, όχι αυτό που διαθέτουν οι μεγάλες εταιρείες διανομής, ταινίες που είναι πιο… πώς να το πω για να μην υπάρχει παρεξήγηση… πιο ιδιαίτερες, που θέλουν μία ιδιαίτερη μια ιδιαίτερη θέαση από το θεατή». «Εκείνη την ίδια εποχή λοιπόν, στα τέλη του ’80, έσκασε αυτό που λέμε ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά, ουσιαστικά με το “Sex, Lies and Videotapes”. Σημαδιακός ακόμα και ο τίτλος. Άρχισε να υπάρχει μια νέα γενιά σκηνοθετών στην Αμερική που μπορούσαν να κάνουν σινεμά ανεξάρτητα από τα μεγάλα στούντιο. Αργότερα βέβαια τα μεγάλα στούντιο τους πήραν, έφτιαξαν υποτιθέμενες ανεξάρτητες εταιρείες, αλλά παρόλ’ αυτά, όπως μου είχε πει μία φορά ο Αλεξάντερ Πέιν όταν τον είχα ρωτήσει τι σημαίνει ανεξάρτητος σκηνοθέτης –διότι ο Πέιν είναι ένας σκηνοθέτης που δουλεύει με μεγάλα στούντιο, έτσι;– μου απάντησε “ανεξάρτητος στο μυαλό, στο πνεύμα”. Και αυτό είναι». «Στη δομή των επιλογών ταινιών για το φεστιβάλ υπήρχαν διάφορα τμήματα τα οποία άλλαζαν κατά καιρούς με εξαίρεση το Ανεξάρτητο Αμερικάνικο που υπήρχε για πολλά χρόνια, ενώ στο δεύτερο στάδιο του φεστιβάλ ιδρύσαμε το Διαγωνιστικό Τμήμα με κριτική επιτροπή. Μετά ιδρύσαμε το Διαγωνιστικό Τμήμα των Μουσικών Ντοκιμαντέρ το οποίο έγινε και ιδιαίτερα δημοφιλές και θεωρώ ότι είναι τιμητικό ότι τα δύο τελευταία χρόνια η ταινία που παίρνει Όσκαρ Ντοκιμαντέρ είναι ταινία που έχει προβληθεί 6 μήνες πριν στις Νύχτες Πρεμιέρας. Πρόπερσι μάλιστα ήταν η ταινία που είχε πάρει και το δικό μας βραβείο, το “Sugarman”, του Μπεντζελούλ ο οποίος πέθανε ο καημένος… νεότατος… Μετά, λοιπόν, κάναμε και το τμήμα με τα Μικρού Μήκους που έγινε σαν ξεχωριστό φεστιβάλ, εμείς το λέμε μεταξύ μας Mini Film Festival. Έχει πια 65 ταινίες που διαγωνίζονται…»

«Όσο για τους διανομείς πιστεύουν ότι το φεστιβάλ είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους να δοκιμάσουν τις ταινίες τους και να τις παρουσιάσουν. Πιστεύουν ότι κάθε ταινία παίρνει πολύ καλή διαφήμιση και επίσης πολύ συχνά χρησιμοποιούν το φεστιβάλ για να δουν με τι τρόπο θα πλασάρουν αργότερα την ταινία τους – ποιο κοινό χρειάζεται, πόσες κόπιες θα φέρουν, τι στρατηγική θα ακολουθήσουν, βλέπουν την αντίδραση του κοινού, τι γράφτηκε κ.λπ. Επίσης πολλές φορές έχουν αγοράσει ταινίες από το φεστιβάλ».

«Στιγμές που θυμάμαι από αυτά τα 20 χρόνια… Πολύ δύσκολο να διαλέξω… Θυμάμαι πάρα πολύ έντονα τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Έχει έρθει 2-3 φορές και είναι ο μεγαλύτερος σταρ που είχαμε ποτέ στο φεστιβάλ, που έχουμε κάτσει μαζί σε ένα τραπέζι και έχουμε φάει. Πρέπει να πούμε ότι έρχεται μόνο για φιλανθρωπικό σκοπό, για να υποστηρίξει την Εταιρία Προστασίας Σπαστικών. Μια άλλη στιγμή που έχω να θυμάμαι είναι η βραδιά που δεν έπαιξε το “Βολβέρ” στο Κολλέγιο Αθηνών. Ήταν το χειρότερο πράγμα που μου έτυχε… Επίσης η μέρα της πτώσης των Δίδυμων Πύργων που έγινε λίγη ώρα μετά το τέλος της πρες κόνφερανς, αν δεν κάνω λάθος… Δεν ξέραμε τι θα κάνουμε, ακυρωνόντουσαν πτήσεις κ.λπ. Επίσης θυμάμαι τη μέρα του μεγάλου σεισμού, το ’99, που έγινε και αυτό δύο ώρες μετά το τέλος της πρες κόνφερανς. Θυμάμαι ακόμα πολύ ωραίους ανθρώπους που έχουμε γνωρίσει μέσα από το φεστιβάλ. Σκηνοθέτες, ηθοποιούς, την Κριστίν Βασόν, αυτή την εξαιρετική παραγωγό του ανεξάρτητου σινεμά, τον Μπεν Γκαζάρα, ένα θρύλο του σινεμά…»

«Το Φεστιβάλ κάθε χρόνο επεκτείνεται και σε αίθουσες. Τώρα πήραμε και την Ταινιοθήκη η οποία έχει το εξής καλό, μπορείς να παίξεις σε ό,τι φορμά θέλεις. Επίσης είναι 100% προσβάσιμη σε ανθρώπους με αναπηρία, κάτι που είναι πάρα πολύ σημαντικό. Μάλιστα φέτος θα κάνουμε εκεί μία ειδική μέρα με ειδικό workshop για να εξερευνήσουμε τι σημαίνει προσβασιμότητα όχι μόνο σε μία κινηματογραφική προβολή αλλά σε ένα οποιοδήποτε γεγονός, επειδή προσβασιμότητα δεν σημαίνει ότι έχεις μόνο μία ράμπα που μπαίνει, να έχεις ειδική τουαλέτα, ακόμα και τρόπο να βοηθήσεις τον κωφό να δει την ταινία ή την παράστασή σου. Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που μπορούν να γίνουν για να παρακολουθήσει ένας τυφλός μία ταινία και ένας κωφός ένα κοντσέρτο. Για όλα αυτά θα μιλήσουμε εκείνη τη μέρα στην Ταινιοθήκη».

«Στο φετινό φεστιβάλ έχουμε τα μεγάλα αφιερώματα στον Όλτμαν και στον Ζουλάφσκι. Επίσης ένα αφιέρωμα στον Σταύρο Τορνέ, που θέλαμε πολύ να κάνουμε γιατί πιστεύουμε ότι τέτοια αφιερώματα πρέπει να κάνεις σε κάποιον το έργο του οποίου είναι άγνωστο. Δεν έχει κανένα νόημα να κάνεις αφιέρωμα και να παίζεις πέντε διάσημες ελληνικές ταινίες. Οι κόπιες του Τορνέ δεν υπάρχουν καν. Ούτε σε DVD, ούτε στο internet, πουθενά. Οι ταινίες του είναι κάποιες παλιές κόπιες τις οποίες, για να τις βρει ο Νεκτάριος Σάκκας ο οποίος έκανε την επιμέλεια, χρειάστηκε χωρίς υπερβολή 4 εβδομάδες αποκλειστικής δουλειάς. Κι αυτό έγινε γιατί, ναι, πρέπει κάποιοι άνθρωποι να δούν τις ταινίες του Τορνέ. Είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο. Ένα άλλο ιδιαίτερο αφιέρωμα είναι στην Αρχιτεκτονική. Έχουμε διάφορες ταινίες που δείχνουν πώς αποτυπώθηκαν διάφορα σημαντικά, εμβληματικά κτίρια κυρίως τέχνης – βιβλιοθήκες, μουσεία, αίθουσες συναυλιών, σε ντοκιμαντέρ. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα είναι το “Cathedrals of Culture”, που παίχτηκε φέτος στο Βερολίνο, όπου διάφοροι σκηνοθέτες όπως ο Βιμ Βέντερς ή ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ καταγράφουν ένα εμβληματικό κτίριο της πατρίδας τους. Ο Βέντερς, ας πούμε, μιλάει για το Κτίριο της Φιλαρμονικής του Βερολίνου σαν να είναι ένας ζωντανός οργανισμός ο οποίος μιλάει και λέει «εγώ, η Φιλαρμονική».

Ένα άλλο ενδιαφέρον και παράξενο αφιέρωμα είναι αυτό που έχει κάνει ο The Boy, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, το οποίο το έχει ονομάσει “The post-Blue Velvet”, με ταινίες πολύ ιδιαίτερες, που όλες έχουν μία αλλόκοτη ιστορία να αφηγηθούν σε ύφος μετά-αμέσως-από-το-Blue-Velvet του Λιντς. Έχουν ένα ρεφλέξιον από αυτό το πράγμα που έσκασε τότε, με εκείνη την ταινία. Πρόκειται για εντελώς άγνωστες ταινίες, που δεν υπάρχουν ούτε σε DVD ούτε πουθενά, με κόπιες που μπόρεσαν να έρθουν με πολύ μεγάλες δυσκολίες. Ο Boy είχε την ιδέα, έκανε την επιλογή και έχει γράψει πάρα πολύ ωραία κείμενα για την κάθε ταινία.

Ακόμη, θα παίξουμε τον “Σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι” στην ψηφιοποιημένη κόπια που παίχτηκε στις Κάννες... Το “Polyester” του Τζον Γουότερς με την αυθεντική κάρτα με τα νούμερα που τα ξύνεις και μυρίζεις σε κάθε σκηνή… Θα είναι μία επετειακή προβολή. Να φανταστείς, η ταινία παίχτηκε στις Κάννες αλλά σε open air προβολή, γιατί ξέρανε τι θα γίνει με τις μυρωδιές… Επίσης έχουμε πάρα πολλές καινούργιες ελληνικές ταινίες, 10 φιξιόν και 10 ντοκιμαντέρ, την ταινία του Πάνου, το “Στο σπίτι” του Καρανικόλα, το “Blast” του Σύλλα Τζουμέρκα, την ταινία της Μαντά, του Πέτρου Σεβαστίκογλου, ακόμα όμως και την ταινία του Δημήτρη του Πιατά που είναι ένα διαφορετικό είδος σινεμά, πιο εμπορικό, κωμικό». «Η ταινία έναρξης λέγεται “Ιστορίες για αγρίους” του Αργεντίνου σκηνοθέτη Νταμιάν Σιφρόν, παίχτηκε στις Κάννες και είναι μια τρομερή μαύρη κωμωδία στην οποία μπλέκονται διάφορες μικρές ιστορίες που φαίνεται να ξεκινάνε και να πηγαίνουν όλα καλά μα τελικά πηγαίνουν όλα, μα όλα, λάθος. Έχει τρελό γέλιο. Όσο για τη λήξη, θα είναι η ταινία του Φίντσερ, “Το κορίτσι που εξαφανίστηκε” η οποία μάλιστα θα παιχτεί σε ευρωπαϊκή πρεμιέρα».

«Η δική μου σχέση με το φεστιβάλ… Το ξεκίνησα από την πρώτη του μέρα. Βήμα με βήμα. Πώς θα λέγεται, τι θα είναι, τι θα παρουσιάζει… Το κόστος; Είναι ένα φεστιβάλ που σου απαγορεύει να έχεις καλοκαιρινές διακοπές. Οι δικές μου διακοπές είναι Οκτώβριο-Νοέμβριο. Αλλά ποιος θέλει να κάνει διακοπές τότε; Ποιος να ’ρθει μαζί σου; Και πού να πας;»

«Όλα αυτά τα χρόνια, το φεστιβάλ με έχει κάνει να είμαι λιγότερο κριτικός και περισσότερο θεατής. Παλιότερα, ήμουν πιο αυστηρός με μία ταινία. Έλεγα, αυτή η ταινία είναι κακή, και μπορούσα να σου αναπτύξω και τους λόγους που είναι κακή. Τώρα πια έχω γίνει περισσότερο θεατής, γι’αυτό και δεν γράφω τόσ0 πολλές κριτικές. Τώρα προσπαθώ να βρίσκω λόγους να φέρνουμε μία ταινία στο φεστιβάλ ακόμα κι αν δεν αρέσει σε μένα, αλλά πάντα με τα ποιοτικά κριτήρια του φεστιβάλ. Μπαίνω στη θέση πολλών ειδών κοινού».

(γελώντας) «Ναι, τα πουκάμισα και τα μπλουζάκια μου τα φτιάχνω μόνος μου. (Δείχνει το μπλουζάκι του). “Σε έχω τόσο ονειρευτεί που παύεις πια να είσαι αληθινή”. Τα πουκάμισά μου τα σχεδιάζω εγώ και μου τα φτιάχνουν ένας-δυο πουκαμισάδες γνωστοί, όπως είναι ο Πετράτος στο ιστορικό τρίγωνο. Τους τα πάω και μου τα φτιάχνουν, έτσι είναι πολύ φτηνότερα. Κάνω και μετατροπές. Φτιάχνεις ένα πουκάμισο που μπορεί να κάνει 50 ευρώ, μπορεί και λιγότερο, που ταιριάζει στο σώμα σου, και μετά, τον επόμενο χρόνο, πας και αλλάζεις το γιακά, αλλάζεις τις μανσέτες και είναι ένα άλλο πουκάμισο με 5 ευρώ. Τον άλλο χρόνο πας και του βάζεις ένα τέτοιο εδώ, ένα τέτοιο εκεί, αλλάζεις και τα κουμπιά με 2μισι ευρώ και έχεις ένα τρίτο πουκάμισο. Κι έτσι έχεις φεστιβαλικά πουκάμισα».

*Ο ΟΤΕ είναι ο επίσημος χορηγός του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Αθήνας για 10η συνεχή χρονιά. Λεπτομέρειες για το πρόγραμμα, τις αίθουσες και τις ώρες προβολών στο https://www.aiff.gr/