Κινηματογραφος

H θητεία μου στις «rom-com», ή αλλιώς ρομαντικές κωμωδίες

Οι ηρωίδες είναι δυναμικές αλλά άτυχες στον έρωτα, οι ήρωες διαβασμένοι ενώ ξέρουν από μπλακ-εν-ντέκερ. Στο τέλος οι δυο τους τα φτιάχνουν παρόλο που μισιόντουσαν στα ¾ της ταινίας.

Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 814
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Άγιος Βαλεντίνος: Μια ματιά στους κλασικούς κανόνες και τις σταθερές των rom - com ταινιών.

Επειδή έχω δει εκατοντάδες ρομ-κομ (από «romantic comedies») τα τελευταία χρόνια με την κόρη μου η οποία σαρκάζει κατά τα άλλα, επειδή τις χαζεύουμε τα χειμωνιάτικα βράδια τρώγοντας ποπκορν και λέγοντας «για όνομα!», «ε, όχι!» και «γκιβ μι ε μπρέικ!», έχω γίνει εξπέρ στο είδος. Οι ρομαντικές κωμωδίες έχουνε κανόνες, γράφονται πάνω σε πατρόν, γυρίζονται μέχρι να πεις κίμινο και έχουν λαμπερούς πρωταγωνιστές, οι οποίοι μαζί με την αστραφτερή σκηνοθεσία και την πάντα-νοσταλγική-έως-μουρόχαβλη μουσική επένδυση, φτιάχνουν τις ιδανικές αποδράσεις του καναπέ: τα ξεχνάς όλα για ενενήντα λεπτά ενώ μισο-παρακολουθείς αγαθιάρες Αμερικάνες που ερωτεύονται μπροστά στα όχι-έκπληκτα μάτια σου τα πιο ρουστίκ άτομα. Οι μισές από αυτές τις ταινίες, επειδή απευθύνονται στην τεράστια αγορά των εφήβων, έχουν ήρωες που (και καλά) πάνε στο λύκειο, κι ας τους υποδύονται με αλεγκρία κάτι μεσόκοποι ηθοποιοί.

* Όταν η ταινία είναι για Εφηβική Πελατεία (ΕΠ), ο/η σεναριογράφος λαμβάνει υπόψη του πως οι θεατές θα χαζεύουν τα κινητά τους ενώ πήζει η πλοκή, για αυτό δεν βάζουν μικρές σκηνές με ανατροπές, αποκαλύψεις και αλλαγές – οι σκηνές αυτές είναι τεράστιες, ώστε να προλάβει το εφηβάκι να γυρίσει από το τικ-τοκ του κινητού στην οθόνη της τηλεόρασης, του κινηματογράφου ή του υπολογιστή, και να πει, «Ωχ τι έγινε, είναι κόρη/μάνα/λυκάνθρωπος τελικά;» επειδή η ανατροπή θέλει είκοσι λεπτά να εξελιχθεί ώστε να την πάρει πρέφα ο κάθε πικραμένος.

* Σε όλα τα ρομ-κομ, πόσο μάλλον στα απευθυνόμενα σε ΕΠ, η ηρωίδα βλέπει τον ήρωα και ξερνάει, της φαίνεται (αυτό που είναι), ψωνάρα, καβαλλημένος, απαπά, καμία σχέση. Σπανιότερα, σε πιο μοντέρνες ΕΠ εκδοχές, η ηρωίδα είναι ερωτευμένη κρυφά μαζί του αλλά ο ήρωας είναι καφαντάρης, εκτός από ψωνάρα, καβαλλημένος κλπ, δεν έχει καταλάβει χριστό. Και σίγουρα τα έχει με την Ωραία της Τάξης που είναι ψωνάρα, καβαλλημένη και ξανθιά κομμωτηρίου.

* Όλες οι ωραίες πάνε κομμωτήριο ΣΥΝΕΧΕΙΑ και τα μαλλιά τους είναι πιστολακιασμένα ακόμα κι όταν κλαίνε στη βροχή.

* Η στάνταρ ηρωίδα ΕΠ έχει προβλήματα εμφάνισης / αυτοπεποίθησης, δηλαδή σπυράκια (λίγα, και όχι Βεζούβιος), μαλλιά σε σφιχτό κότσο ή σε τζίβα, γυαλιά τελεβιζιόν και κουλή γκαρνταρόμπα. Φοράει ό,τι μπούρδα βρει μπροστά της η ενδυματολόγος, που έχει ένα σωρό δουλειές μέχρι την τελευταία ανατροπή, αλλά πέντε λεπτά πριν το φινάλε θυμάται ότι είναι επαγγελματίας ξαφνικά και κατεβάζει από το ράφι την τουαλέτα της Σταχτοπούτας της ίδιας. Η ηρωίδα τότε μεταμορφώνεται σε άλλη ηρωίδα, παρόλο που δεν βλέπει την τύφλα της χωρίς τα γυαλιά (τα ξέρουμε, όσες έχουμε μυωπία – αλλά παρηγοριόμαστε μεγαλώνοντας, επειδή δεν έχουμε πολλή πρεσβυωπία. Άντε να το πεις αυτό στην ηρωίδα, πόσο μάλλον στη/στον σεναριογράφο).

* Ο ήρωας την έχει χεσμένη την ηρωίδα με τις γυαλούπες και τα μπίρκενστοκ. Μετά, όταν τη βλέπει στον χορό του παλατιού, σόρι, του λυκείου, παθαίνει πλάκα του: μα πού ήτανε κρυμμένη αυτή η Μις Υφήλιος; Εννοείται δεν την αναγνωρίζει κι ας είναι η ίδια Παντελάκη μου, η ίδια Παντελή μου. Απλώς με φουρό.

* Στα ρομ-κομ τα οποία απευθύνονται και σε λίγο μεγαλύτερες ηλικίες, η ηρωίδα περνάει κρίση ταυτότητας: συνήθως απολύεται ή παραιτείται με γινάτι από την σημαντική δουλειά της στη μεγάλη πόλη και αποσύρεται στο κωλοχώρι όπου γεννήθηκε. Εκεί την περιμένει η χήρα μάνα ή ο χήρος πατέρας (ποτέ και οι δύο μαζί), και το οικογενειακό κτήμα που έχει γίνει ρημαδιό από τότε που η κόρη κάνει καριέρα ως πυρηνικός επιστήμονας στην πόλη.

* Εκεί που η καλομαθημένη ηρωίδα κάνει «ίιιιι!» όταν βλέπει αράχνες, γιατί τις έχει ξεχάσει, κι ας ήτανε πέντε τον παρά οι αράχνες στα παιδικά της χρόνια, εμφανίζεται κάποιος που καταλαβαίνουμε αμέσως (παρόλο που κοιτάμε μια στιγμή το κινητό μας γιατί η Κιμ Καρντάσιαν άλλαξε βρακί), εμφανίζεται κάποιος ο οποίος είναι το μετέπειτα αντικείμενο πόθου της αλλά όχι ακόμα. Προς το παρόν είναι ντούκι μεν, με πάρα πολύ γυμναστήριο κι ας λέει ότι κόβει δέντρα, και καλά – ξέρουμε ότι κανένας δεν γίνεται Δι Ροκ κόβοντας δέντρα.

* Το μελλοντικό αντικείμενο/ντούκι είναι κόπανος, δεν έχει κινητό («Τι να το κάνω; Εδώ είναι μικρό μέρος, γνωριζόμαστε όλοι…») κυκλοφορεί με ένα σταυροκατσάβιδο στην κωλοτσέπη και φτιάχνει τα υδραυλικά της στάνης. Παράλληλα ή και ταυτόχρονα, μιλάει σοφά για τον Εντγκαρ Αλλαν Πόε, επειδή τον έχει μελετήσει.

* Σε αυτό το σημείο, ενώ η μέση θεατής δεν είναι καθόλου χαζή, ακόμα κι όταν έχει κάνει τα χιλιόμετρά της, αντί να φέρει στο μυαλό της αντίστοιχους χρυσοχέρηδες χωρικούς που συνήθως είναι σα κομοδίνα επειδή ΔΕΝ λιώνουν στα γυμναστήρια παρά στα τσιπουράδικα του χωριού, η μέση θεατής λέει «ααααχ τι ωρρρρραία…» και χαζεύει τον γκόμενο στην οθόνη. Ο οποίος έχει χρυσή καρδιά αλλά μια παρεξήγηση κάνει την ηρωίδα να πιστεύει ότι είχε πνίξει ένα γατί και έναν ταξιτζή πριν από χρόνια.

* Η ηρωίδα μουλαρώνει: ε όχι, δεν τονε θέλω, είναι φθονερός. Κι αυτά που έλεγε για τον Πόε, κάποιος του τα έγραψε, δεν μπορεί.

* Η Μεγάλη Αποκάλυψη είναι απλή: ότι ο γκόμενος τελικά δεν είναι κακό παιδί αλλά ο Δαλάι Λάμα σε ζαμπόν, κι όλα αυτά που του καταλογίζει η ηρωίδα είναι παρεξήγηση, και ο ταξιτζής έρχεται να την πάει στο αεροδρόμιο όταν αποφασίζει απογοητευμένη η ηρωίδα να γυρίσει στη Μεγάλη Πόλη επειδή της κάνουν αύξηση μισθού άμεσα και μάλιστα στη Νάσα, άρα δεν είναι πνιγμένος καθόλου (ο ταξιτζής λέμε, αφήστε το κινητό μια στιγμούλα).

* Η σκηνή κρατάει ώρα. Όλοι ρωτάνε, «Μα πώς έγινε αυτό το λάθος, και το γατί; Ούτε το γατί είχες πνίξει; Και ο Πόε, πού κολλάει ο Πόε;» Ο γκόμενος αποκαλύπτει απρόθυμα ότι έχει τελειώσει Νομική, μπορεί και το Γέιλ, πάντως είναι μορφωμένο άτομο, μη κοιτάτε που σκαλίζει καμπινέδες, αυτό το κάνει από χόμπι, κι επειδή δεν έχει κινητό.

* Η ηρωίδα και ο χρυσοχέρης αγαπιούνται, φιλιούνται φωτουριστικά ενώ η μουσική σου σπάει τα νεύρα με οκτακόσια βιολιά, μπορεί και τον Στινγκ τον ίδιο που πήρε ένα σκασμό λεφτά για να δώσει μισό τραγούδι, αλλά σε ορχηστρική διασκευή, για να κρατάει ως το φινάλε.

* Η Νάσα και ο τεράστιος μισθός πάνε κατά διαόλου, η ηρωίδα δεν θα επιστρέψει ποτέ στη σκληρή ζωή της Μεγάλης Πόλης όπου δυστυχούσε ενώ έπινε κοκτέιλ και ψώνιζε παρτάλια με κάτι τακούνια-ξυλοπόδαρους, θα μείνει στο κωλοχώρι με τις γαλότσες που της χάρισε μια παραδοσιακή φουρνάρισσα, να βγάζει βόλτα κάτι αστραφτερά κατσίκια, που τα διάλεγε εκατό ώρες ο βοηθός σκηνοθέτη και ο βοηθός παραγωγής ανάμεσα σε ένα σωρό κασιδιάρικα βρωμοκάτσικα, ώστε να είναι φωτογενή. Ναι, όχι, δε τη χαλάει που τα θυσίασε όλα, αυτά έχει ο έρωτας, είναι σεξιστικός, τι να κάνουμε. Και ο χήρος πατέρας (ή η χήρα μητέρα) κλαίει από ευτυχία, που το φιλόδοξο κορίτσι του/της έφτυσε μια τρελή καριέρα για κάτι μπράτσα. Οκέι, και επειδή ο γκόμενος είχε δικό του αλφάδι και της κρέμαγε τα κάντρα ίσια…

Σε γενικές γραμμές, βγαίνεις οκ από την εμπειρία της ρομαντικής κωμωδίας, κι αν χάσεις ένα εικοσάλεπτο πλοκής επειδή έψαχνες τίποτε φιστίκια ή νόημα στη ζωή, δεν χάλασε ο κόσμος. Τη δουλίτσα της την έκανε, η ρομ-κομ: σε χαλάρωσε, ενώ επικοινωνούσες (πλαγίως, και στοιχειωδώς αλλά κανείς δεν είναι τέλειος) με το ΕΠ δίπλα σου. Δεν έχεις παράπονο.


** Το 4,4% όλων των ταινιών που γυρίζονται στο Χόλιγουντ είναι ρομ-κομ – αλλά συνολικά αποτελούν το 13% των ταινιών που φτάνουν  στις αίθουσες (μιλάμε για κινηματογραφικές ταινίες, όχι για τηλεταινίες που είναι άλλο καπέλο). Το είδος άρχισε να γίνεται δημοφιλές το 2001, όταν οι ρομ-κομ έφταναν το 18% της παραγωγής ταινιών. Στο Μπόλιγουντ, στην Ινδία, (που είναι η δεύτερη σε μέγεθος ταινιο-παραγωγός βιομηχανία) οι ρομ-κομ αποτελούσαν το 22% το 2003, αλλά η δημοτικότητά τους ανεβαίνει – το 2021 έφτασαν στο 35%.