- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κινηματογραφική ανασκόπηση 2021
Η σαρωτική δύναμη των γυναικών σκηνοθετριών και τα νέα ονόματα που ξεχώρισαν φέτος
Κινηματογραφική ανασκόπηση 2021: Ποιες γυναίκες σκηνοθέτριες ξεχώρισαν φέτος.
Η αρχική μας σκέψη όσον αφορά την ανασκόπηση της φετινής κινηματογραφικής χρονιάς ήταν να δοθεί κάτω από τον τίτλο της συνέχισης της πανδημίας –του στιλ «Η χρονιά του Κορωνοϊού, part 2»– αλλά η σαρωτική δύναμη των γυναικών σκηνοθετριών μας υποχρέωσε να αλλάξουμε πλεύση.
H 38χρονη Γαλλίδα Ζουλιά Ντικουρνό ανέτρεψε την παράδοση των Καννών με τη δεύτερη μόλις ταινία της, τον ενοχλητικό «Titane». Η Κλόι Ζάο σάρωσε τα ρεκόρ στα 93α Όσκαρ με τη «Χώρα των νομάδων» που χάρισαν στη Φράνσις Μακ Ντόρτμαντ το τρίτο της βραβείο (άλλο ένα ρεκόρ είναι το 3 στα 3 στην κατηγορία Α ρόλου για την Αμερικανίδα σταρ) ενώ στην τελετή έλαμψε επίσης η πρωτοεμφανιζόμενη Έμεραλντ Φένελ με το τρομακτικά σαρκαστικό «Promising young woman» που κέρδισε το βραβείο πρωτότυπου σεναρίου για μια εκκεντρική και σπαρταριστή ιστορία εκδίκησης.
Η Βόσνια Τζασμίλα Ζμπάνιτς με το σκληρό μελόδραμα «Κβο Βάντις Άιντα;» κατέκτησε τον τίτλο του κορυφαίου ευρωπαϊκού φιλμ στα πρόσφατα 34α βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου ενώ ακόμη μια χούφτα γυναικών (Ράιχαρντ, Κάμπιον, Όμπερλι, Βαλαντές, Λιτάρ κ.ά.) έδωσε κινηματογραφικό όραμα στα κοινωνικά ζητήματα πολλών ετών.
Η Τζέιν Κάμπιον, που είχε πολλά χρόνια να κάνει καλή ταινία, πήγε κόντρα στο ρεύμα που θέλει γυναίκες ηθοποιούς να πρωταγωνιστούν στα περισσότερα σύγχρονα φιλμ. Τα κατάφερε φέτος με την «Εξουσία του σκύλου» που αποτελούσε μια διπλή ανατροπή. Όχι μόνο ο βασικός πρωταγωνιστής του έργου είναι ένα άντρας –ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς φορτσάρει για το πρώτο του Όσκαρ– αλλά και το ίδιο το φιλμ ανήκει στο κατεξοχήν αντρικό κινηματογραφικό είδος: το γουέστερν.
Σε ανάλογο κλίμα, η λιγότερο γνωστή αλλά όχι και άπειρη Κέλι Ράιχαρντ, με την ακαταμάχητη «Πρώτη αγελάδα» της έδωσε μια μεγαλειώδη πρώτη εικόνα της αποικιοκρατικής Αμερικής στην ανίχνευση της Άγριας Δύσης μεταφέροντας το νόημα της πάλης των τάξεων στον πυρήνα του καπιταλισμού.
Κι αν η Ράιχαρντ αμφισβητεί με τραχύ λυρισμό και με ένταση που σιγοβράζει τη γοητεία του αμερικανικού θαύματος ρίχνοντας τα βέλη της στην απαρχή του New World, η γαλλίδα Ντικουρνό επιλέγει τη σαρωτική μορφή της Νέας Γυναίκας που ορμά με μανία στο μέλλον. Ο «Titane» μπορεί σε κάποια σημεία του πρώτου μισού να είναι αφόρητος και απωθητικός αλλά όλο το δεύτερο μέρος είναι ένας ανεπανάληπτος θρίαμβος που ωθεί τα ζητήματα της σεξουαλικότητας και της φυλετικής ταυτότητας σε μια ιστορική ριζοσπαστικοποίηση.
Στη Γαλλία θα βρούμε κι άλλες ενδιαφέρουσες γυναικείες φωνές όπως της Τυνήσιας αλλά σπουδαγμένης στο Παρίσι Καουτέρ Μπεν Χανιά («Ο άνθρωπος που πούλησε το δέρμα του») και της Φανί Λιτάρ (σε συνεργασία με τον Ζερεμί Τρουλ το «Γκαγκάριν»), ενώ από τις πιο αξιόλογες περιπτώσεις είναι οπωσδήποτε η Μεξικανή Φερνάντα Βαλαντές που με τα αφοπλιστικά της «Χαρακτηριστικά γνωρίσματα» έδωσε μια διαφωτιστική εικόνα του απόλυτου Κακού που βασιλεύει στο σύγχρονο Μεξικό.
Στα μεγάλα αντρικά ονόματα ο Καναδός Ντενί Βιλνέβ επιβεβαίωσε τη φήμη του πιο καυτού σκηνοθέτη των ημερών. Το «Dune» του δεν ήταν μόνο η υποδειγματική απάντηση σε όσους θεωρούσαν ότι η μπανανόφλουδα που σώριασε κοτζάμ Ντέιβιντ Λιντς στο παρελθόν θα έχει και συνέχεια με δεύτερο θύμα, αλλά η δέουσα φιλοσοφική προσέγγιση του sci-fi λογοτεχνικού έπους του Φρανκ Χέρμπερτ, χωρίς ο σκηνοθέτης να σνομπάρει το ευρύ κοινό. Σε φουλ φόρμα βρίσκουμε και τον άλλο μεγάλο στυλίστα του διαστήματος τον Ρίντλεϊ Σκοτ του οποίου ο «Οίκος Γκούτσι» χτίζει γερά τη φήμη του μέρα με τη μέρα και δυναμώνουν οι φωνές που το θέλουν να παίζει και στα επόμενα όσκαρ, ενώ δυστυχώς πέρασε απαρατήρητη η δεύτερη ταινία του «Τελευταία μονομαχία» που ήταν ένα ιστορικό κομψοτέχνημα με φρέσκιες αφηγηματικές ιδέες που δεν είχε την αναγνώριση που του άξιζε.
Στα μεγάλα ονόματα που έχουν ακόμη πράγματα να πουν ο Κλιντ Ίστγουντ με το «Crymacho» το οποίο αφορά στο τέλος μιας εποχής, ουσιαστικά κλείνει με τον πιο ανθρώπινο και ρομαντικό τρόπο τις εκκρεμότητές του με το παρελθόν, κάτι που ισχύει ως ένα βαθμό με τον Γκοντάρ και το «Βιβλίο των εικόνων», ενώ ο Φρανσουά Οζόν («Το καλοκαίρι του 1985») εξομολογείται προσωπικές ιστορίες που τον σημάδεψαν, κάτι που είχε κάνει πρόσφατα κι ο Αλμοδοβάρ πριν στραφεί φέτος στην πιο πολιτικοποιημένη ταινία του τις «Παράλληλες μητέρες». Στο πεδίο της αυτοβιογραφικής εξομολόγησης ο Πάολο Σορεντίνο μεγαλούργησε με ένα ιδεώδες και συμβολικό θαύμα. Το «Hand of God» είναι η δική του δήλωση αγάπης –και μαζί ένα ζεστό ευχαριστώ– σε εκείνους που τον έμπνευσαν και τον βοήθησαν να βρει το δρόμο του: από τους γονείς και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του μέχρι τον θεό της Νάπολι Ντιέγκο Μαραντόνα. Στους μεγάλους του θεάματος ανήκει φυσικά κι ο Σπίλμπεργκ αν και το «West side story» είναι η τρανταχτή απόδειξη πως κάποια κινηματογραφικά ιερά και όσια δεν τα αγγίζουμε ποτέ. Θεαματικό και εκμοντερνισμένο στην εντέλεια το νέο του φιλμ αλλά δύσκολα θα επαναλάβει τα ιστορικά μεγέθη του θρυλικού μιούζικαλ του 1961. Κι ο λόγος δεν είναι μόνο ότι το μιούζικαλ δεν πουλάει σήμερα. Απόδειξη πως το πειραγμένο μουσικό θέατρο του Λεός Καράξ «Annette» παρά τις σεναριακές αδυναμίες του αποθεώνεται από κοινό και κριτική όπου κι αν παίζεται.
Στις αποκαλύψεις της χρονιάς θα βρούμε δύο ονόματα από τη Ρουμανία. Το ντοκιμαντέρ «Κολλεκτίβ» του Αλεξάντερ Ναναού είναι ένα υπόδειγμα τεκμηρίωσης γύρω από ένα τραγικό συμβάν σε μπαρ στο Βουκουρέστι που αποκάλυψε όλο το σαθρό οικονομικο-πολιτικό οικοδόμημα της βαλκανικής χώρας, ενώ το ιδιοσυγκρασιακό «Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό» του Ράντου Ζούντε που κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο φεστιβάλ Βερολίνου απεικονίζει γλαφυρά τα τελευταία σκιρτήματα μιας τριτοκοσμικής κοινωνίας που βασίζεται στον εθνικισμό και την οπισθοδρόμηση.
Πάντως η πιο ψαγμένη, αστεία, αληθινή και απλή κωμωδία της χρονιάς είναι η γαλλική «Αντίο, ηλίθιοι» του Αλμπέρ Ντιποντέλ, που επίσης πέρασε δυστυχώς απαρατήρητη στη χώρα μας. Στη Ελλάδα μετά κι από το δεύτερο lockdown οι αίθουσες άνοιξαν από την άνοιξη. H γερή ώθηση από τα θερινά και η παρουσία του τελευταίου Τζέιμς Μποντ «No time to die» με τη συγκινητική αποχώρηση του Ντάνιελ Κρεγκ ως 007 βοήθησε αρκετά να ξεπεραστεί το περσινό αρνητικό ρεκόρ των εισιτηρίων.
Φυσικά το δικό της μερίδιο ευθύνης ως προς τη θετική αυτή εξέλιξη είχε κι ο «Άνθρωπος του θεού», η δεύτερη πιο εμπορική ταινία της χρονιάς που έφερε 285.000 πιστούς να προσκυνούν τον Άρη Σερβετάλλη στην ιστορία του Αγίου Νεκταρίου. Για ευνόητους λόγους η ταινία της Γελένα Πόποβιτς δεν θα είναι η πρόταση της Ελλάδας στην κατηγορία του διεθνούς όσκαρ. Το «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη δεν ήταν μόνο η καλύτερη ελληνική ταινία της σεζόν αλλά και εκείνη που θριάμβευσε στα φετινά βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου με 10 νίκες.