- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Τάσο Γερακίνη, είσαι «Ένας ήσυχος άνθρωπος»;
Τι μας είπε για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του για μια υπόθεση ομηρίας, τα στραβά κι αστεία από τα γυρίσματα, το κινηματογραφικό τοπίο στην Ελλάδα, τα επόμενα πλάνα του
O Τάσος Γερακίνης μιλά στην Athens Voice για την ταινία του «Ένας ήσυχος άνθρωπος» που έχτισε με τον συνσεναριογράφο και πρωταγωνιστή Χρήστο Στρέπκο
Δημιουργεί ταινίες για να ξεπερνάει τους φόβους του και τον ενδιαφέρει το σινεμά «που έχει ποίηση, "χρώματα" και ρεαλισμό». Αρκετά χρόνια μετά την τελευταία του μικρού μήκους ταινία, ο Τάσος Γερακίνης συναντά ξανά το κοινό μέσα από το «Ένας ήσυχος άνθρωπος», το πρώτο του μεγάλου μήκους εγχείρημα που παίζεται αυτές τις ημέρες στο Άστυ στην πλατεία Κοραή.
Είχε από πολλά χρόνια την επιθυμία να κάνει μια ταινία για έναν δραπέτη και μια υπόθεση ομηρίας και δούλευε πάνω σ’ αυτό. Είναι μια συνθήκη που πάντα τον γοήτευε, παραδέχεται. Όμως, εκείνη η αρχική σκέψη, για διάφορους λόγους, δεν αποτυπώθηκε ποτέ στην κάμερα. «Ο καιρός πέρναγε και η ματιά μου στον κόσμο άλλαζε. Το γεγονός ότι έγινα πατέρας έστρεψε τον προβληματισμό μου γύρω από τον νέο ρόλο που καλούμουν να αναλάβω. Έτσι, η προσοχή μου στράφηκε στην πλευρά του πατέρα από αυτή του δραπέτη που ήταν η αρχική σκέψη», ομολογεί. Έχοντας τα βασικά γεγονότα και συμβάντα της ταινίας έχτισαν πάνω σε αυτά τη νέα ιστορία μαζί με τον συνσεναριογράφο του και εκ των πρωταγωνιστών Χρήστο Στρέπκο.
Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Μάκης, ένας οινοποιός ο οποίος ζει απομονωμένος σε ένα ακριτικό νησί, βρίσκεται μαζί με την κόρη του όμηρος ενός κακοποιού. Τι ωθεί έναν ήσυχο άνθρωπο, όπως ο Μάκης, να ξεπεράσει τα όριά του;
Το «Ένας ήσυχος άνθρωπος» είναι σε μεγάλο βαθμό σαρκαστικός τίτλος. Κατά την γνώμη μου δεν υπάρχουν «ήσυχοι» άνθρωποι. Όλοι στη ζωή μας συναντούμε εμπόδια, ανατροπές, κάνουμε επιλογές, επιτυχημένες ή όχι, που καθορίζουν όμως την ζωή μας τελικά. Ερωτευόμαστε, διασκεδάζουμε, δειλιάζουμε, φοβόμαστε, παλεύουμε για το καλύτερο και το χειρότερο, κάνουμε συμβιβασμούς, με μια λέξη ζούμε. Νομίζω, ότι ξεπερνάμε τα όριά μας – στην ουσία ανακαλύπτουμε πλευρές του εαυτού μας που μέχρι τότε αγνοούσαμε –, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλα και αναπάντεχα συμβάντα, είτε τα προκαλούμε με τις επιλογές μας είτε μας τυχαίνουν, γεγονότα που μας φέρνουν μπροστά σε μεγάλα διλήμματα και για να απαλλαγούμε από αυτά οφείλουμε να δράσουμε. Συνειδητοποιούμε ότι αυτό που διακυβεύεται είναι η αξιοπρέπειά μας. Και τότε, όπως συμβαίνει και στον ήρωά μας, έρχεται μια στιγμή που λέμε «ως εδώ, δεν πάει παραπέρα». Έρχεται η στιγμή της μεγάλης σύγκρουσης. Νομίζω ότι τελικά η λέξη αξιοπρέπεια είναι το κλειδί, περισσότερο ακόμα και από την επιβίωση. Με όλη την υποκειμενικότητα, βέβαια, που κρύβει αυτή η λέξη και κυρίως το κόστος που προϋποθέτει. Γιατί τίποτα δεν χαρίζεται.
Σύστησέ μας τους χαρακτήρες της ταινίας. Ποια τα δικά σου συναισθήματα απέναντί τους;
Ο κεντρικός ήρωας είναι ο Μάκης, οινοποιός γύρω στα 60, χήρος, με κακή φήμη στην κλειστή κοινωνία στην οποία ζει. Η τριαντάχρονη κόρη του η Σοφία, που τη στιγμή που ξεκινάει η ιστορία, έχει μόλις αποφασίσει να χωρίσει και πηγαίνει να μείνει στο πατρικό της. Και ο Μιχάλης που έχει δραπετεύσει από τις φυλακές, έχοντας στην πλάτη του δυο νεκρούς αστυνομικούς, και ψάχνει έναν τρόπο να περάσει «απέναντι», στην Τουρκία.
Είναι τρεις χαρακτήρες, τρεις άνθρωποι που τους έχουν καθορίσει οι επιλογές που έκαναν στο παρελθόν. Προσωπικά τους αγαπώ γιατί βιώνουν μία συντριβή. Θέλουν να προχωρήσουν, θέλουν να ζήσουν αλλά το παρελθόν κρέμεται σα βαρίδι πάνω τους και τους κάνει να βουλιάζουν όλο και περισσότερο. Είναι άδικο κατά τη γνώμη μου. Είναι άδικο να θες να αλλάξεις όσα σε απομακρύνουν από την ευτυχία και να μη σου «επιτρέπεται». Το ότι παλεύουν, όμως, με τους δαίμονές τους, το ότι δεν το βάζουν κάτω, το ότι κάθε φορά που πέφτουν βρίσκουν το κουράγιο και σηκώνονται για να ξαναπροσπαθήσουν, με κάνει να νιώθω πολύ τρυφερά γι’ αυτούς, να θέλω να τους δικαιώσω.
Τι αναζητούσες μέσα από αυτή την ιστορία;
Με ενδιέφερε πολύ να «μελετήσω» την σχέση πατέρα-παιδιού (κόρης). Και συγκεκριμένα το πού τελειώνει η αγάπη και το ενδιαφέρον και αρχίζει η επιβολή και η προβολή των επιθυμιών του γονιού στο παιδί, ποιο είναι το όριο. Η ίδια η ιστορία με οδήγησε τελικά στο να αναζητήσω τους μηχανισμούς πάνω στους οποίους στηρίζονται οι πατριαρχικές δομές που δεν λένε να σπάσουν, ειδικά σε μικρές περιχαρακωμένες κοινωνίες. Πώς η προσωπική ιστορία του γονιού, με τις ματαιώσεις του και τα απωθημένα του όνειρα, διαλέγονται με την κοινωνική συνθήκη και αλληλοτροφοδοτούνται από αυτή και πώς αυτός ο «διάλογος» οδηγεί όχι μόνο στον αυτονόητο και προφανή εγκλωβισμό του παιδιού αλλά κυρίως στον εγκλωβισμό του ίδιου του πατριάρχη στον ναρκισσισμό του, που τον κρατάει καθηλωμένο, ψυχικά άρρωστο και δυστυχισμένο, σκορπίζοντας πόνο στους γύρω του αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή η αθέατη και «παραμελημένη» πλευρά της πατριαρχίας, που οδηγεί τον θύτη σε μια αυτοκαταστροφική στάση για την ζωή του, είναι κατά την γνώμη μου ο πυρήνας της τραγωδίας που παράγει. Ίσως, όμως, κάπου εκεί να κρύβεται και η λύση.
Ποιο είναι το σινεμά και οι ιστορίες που σε ενδιαφέρουν; Ποιά η ματιά σου ως δημιουργού;
Μ’ αρέσει το σινεμά που έχει ποίηση, «χρώματα» και ρεαλισμό. Μ’ αρέσει το σινεμά που έχει κάτι να πει. Μ’ αρέσει το σινεμά που καταφέρνει να σε «σηκώσει» από τη θέση σου μέσα στη σκοτεινή αίθουσα για να σε κάνει μέρος ενός σύμπαντος και στο τέλος, πολύ ευγενικά, να σε επανατοποθετήσει στο κέντρο σου αλλά ελαφρώς μετατοπισμένο! Το καλό σινεμά δηλαδή, ανεξαρτήτως είδους και χαρακτηρισμού. Αυτό το σινεμά, επομένως και αυτές οι ιστορίες που το υπηρετούν, με ενδιαφέρουν.
Την ματιά μου ως δημιουργού δεν μπορώ να την προσδιορίσω με κάποιον τρόπο. Αυτό, όμως, που έχω συνειδητοποιήσει πια είναι ότι κάνω σινεμά για να ξεπερνάω τους φόβους μου.
Τα γυρίσματα έγιναν στην Σκύρο αλλά και σε ένα οινοποιείο στην Φθιώτιδα, σε περιοχές μακριά από μια ειδυλλιακή καρτποσταλική εικόνα. Τι ρόλο έπαιξε και τι σου προσέφερε καλλιτεχνικά το τοπίο της ελληνικής επαρχίας;
Αναγκαστικά μια ιστορία ομηρίας θα έπρεπε (και για λόγους οικονομικού προϋπολογισμού) να ήταν μια ιστορία που εκτυλίσσεται μέσα σε μια απομόνωση, σε μια ερημιά. Ήθελα οι ήρωες να είναι ενταγμένοι μέσα στο περιβάλλον τους. Ήταν θεμελιακός στόχος για μένα ο θεατής να έχει συνεχώς ζωντανή την συνείδηση της ταπεινότητας των ηρώων. Ότι τα όριά τους, το μέγεθός τους είναι πολύ μικρό σε σχέση με το όλον και την ίδια στιγμή να αναδύεται καθαρά και με ένταση η υπαρξιακή τους μοναξιά. Όλα τα παραπάνω μπορούσα να τα υλοποιήσω μόνο στα απέραντης και ιδιόμορφης, κατά την γνώμη μου, ομορφιάς τοπία της ελληνικής υπαίθρου. Και πολύ περισσότερο στο νησί, που αποτελεί ένα ισχυρό σύμβολο εγκλεισμού και απομόνωσης, όταν το σκέφτεται κανείς απ’ έξω. Και ήμουν τυχερός που είχα έναν καταπληκτικό διευθυντή φωτογραφίας, τον Γιάννη Φώτου, που κατάφερε με ελάχιστα μέσα να κάνει σπουδαία δουλειά. Κατά την γνώμη μου η δουλειά του είναι ένα από τα πολύ δυνατά στοιχεία της ταινίας. Και όχι μόνο εικαστικά, αλλά πρωτίστως δραματουργικά.
Μετά από τρεις ταινίες μικρού μήκους, ήρθε η πρώτη σου μεγάλου μήκους. Τι προκλήσεις αντιμετώπισες;
Η πρώτη μεγάλη πρόκληση (και ίσως η μοναδική) ήταν το να αποφασίσω αν με το πολύ μικρό μπάτζετ που είχαμε έπρεπε να ξεκινήσω να κάνω την ταινία ή όχι. Και από την στιγμή που το αποφάσισα, η επόμενη μεγάλη πρόκληση ήταν να δικαιώσω όλους αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους με τους οποίους δουλέψαμε μαζί κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες, που με εμπιστεύτηκαν και μοιράστηκαν μαζί μου αυτό το μεγάλο στοίχημα.
Μοιράσου μαζί μας στραβά και αστεία περιστατικά από τη διαδικασία δημιουργίας της ταινίας και τα γυρίσματα.
Σε μια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας, έπρεπε ο Μάκης να ανοίγει το ένα φύλλο της πόρτας του κτήματος για να περάσει το αυτοκίνητο της Σοφίας και μετά να το κλείσει. Ε, όταν πήγαμε το πλάνο, άνοιγε το ένα φύλλο και ύστερα από λίγο άνοιγε και το άλλο. Από μόνο του! Κάναμε δώδεκα λήψεις γιατί η πόρτα δεν μπορούσε να μείνει στη θέση της και τον Τάκη τον έφαγε ο δρόμος στο πήγαινε έλα!
Επίσης, τη σκηνή που μπαίνει ο Κοσμάς με το αγροτικό μέσα στο κοτέτσι την είχα φανταστεί πολύ εντυπωσιακή με τις κότες να πετάνε και να κακαρίζουν από την ανησυχία. Ήταν βραδινό πλάνο. Ετοιμάζουμε λοιπόν τα πάντα, κάνουμε την πρώτη λήψη του πλάνου και οι κότες... καμία αντίδραση! Είχαμε ως βοηθό στην παραγωγή έναν ντόπιο αγρότη. Μας έβλεπε που είχαμε σοκαριστεί με το γεγονός ότι οι κότες, παρόλο που γκρεμιζόταν ο κόσμος γύρω τους, δεν αντιδρούσαν. Και μας λέει με μια φυσικότητα «μα καλά, είναι δυνατόν; Αφού είναι βράδυ! Οι κότες κοιμούνται το βράδυ! Δεν πρόκειται να ξυπνήσουν!» Το ήξερες εσύ ότι οι κότες πέφτουν σχεδόν σε νάρκη το βράδυ;
Μας αποκαλύπτεις ιστορίες που κρύβονται πίσω από κάποιες σκηνές;
Σε μία σκηνή, που κόπηκε στο μοντάζ, ο Χρήστος Στρέπκος (που υποδύεται τον κακοποιό) με τον Τάκη Σακελλαρίου (ο οποίος υποδύεται τον Μάκη) πάλευαν και ο Τάκης είχε χτυπήσει τα πλευρά του σε ένα δέντρο. Πολύ όμως, δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Την ίδια μέρα ο Τάκης είχε τη σκηνή κατά την οποία σκάβει. Και έσκαβε. Αγόγγυστα! Πήρε όλο τον πόνο του και τον έβαλε μέσα στην ερμηνεία!
Η Κατερίνα Παπαναστασάτου (η Σοφία της ταινίας), η οποία στην ζωή της δεν οδηγεί, σε μια μανούβρα στη σκηνή στο λιμάνι τράκαρε με το περιπολικό της Αστυνομίας της Σκύρου που μας είχε με χαρά διατεθεί για την δημιουργία του σκηνικού!
Η σκηνή στο λιμάνι είχε στηθεί όλη με βάση την ώρα που ερχόταν ο «Αχιλλέας», το πλοίο της Σκύρου, στο λιμάνι. Κυριακή πρωί στις οκτώ περιμέναμε το πλοίο και πλήθος ντόπιων που είχαν υποσχεθεί να έρθουν ως κομπάρσοι. Έρχεται, λοιπόν, η Κυριακή, πάμε στο λιμάνι και μαθαίνουμε ότι το καράβι δε θα έρθει γιατί είχε καιρό! Κι εκεί που προσπαθώ να δω πώς θα το «σώσουμε» και να κάνουμε την σκηνή, παρότι την είχα ντεκουπάρει σχεδόν ολόκληρη με το πλοίο σαν βάση, περνάει η ώρα και βλέπω ότι δεν έρχονται ούτε όσοι κομπάρσοι περιμέναμε. Μας είπαν κατά το μεσημέρι, οπότε άρχισαν να εμφανίζονται, ότι ήταν όλοι καλεσμένοι σε γάμο την προηγούμενη και ξενύχτησαν!
Τι αποκόμισες από τη συμμετοχή της ταινίας σε διεθνή φεστιβάλ, από το Σαν Σεμπαστιάν ως τη Σόφια και τη Θεσσαλονίκη;
Το Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν ήταν μια σπουδαία εμπειρία. Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ο απόλυτος σεβασμός και η ευγένεια με την οποία αντιμετώπιζαν τους δημιουργούς. Εμείς εδώ το «αυτός είναι καλλιτέχνης» το λέμε έως και σαρκαστικά μερικές φορές. Σαν να λέμε ότι είναι άεργος. Ενώ εκεί έχουν συνείδηση του πόσο σπουδαία, σημαντική και δύσκολη είναι η δουλειά των καλλιτεχνών και τους σέβονται απεριόριστα γι’ αυτό και το δείχνουν. Ακόμα και στο φαγητό που σου προσφέρουν.
Δυστυχώς, εκτός από το Σαν Σεμπαστιάν, τα άλλα φεστιβάλ στα οποία συμμετείχε η ταινία λόγω πανδημίας έγιναν διαδικτυακά, εκτός από το φεστιβάλ της Γκόα στην Ινδία που μας βρήκε με τα διαβατήρια στα χέρια και τελικά δεν καταφέραμε να πάμε, πάλι λόγω της πανδημίας. Στην ουσία, τώρα είδα κι εγώ για πρώτη φορά μαζί με τους θεατές την ταινία στο φυσικό της χώρο, σε ένα σινεμά. Γιατί οι ταινίες φτιάχνονται για να βλέπονται στις κινηματογραφικές αίθουσες. Μόνο εκεί εισπράττεις ολόκληρη την εμπειρία που μπορεί να σου προσφέρει μια ταινία.
Πώς βλέπεις το κινηματογραφικό τοπίο στην Ελλάδα; Μέσα και από αυτή την πρώτη εμπειρία σου στην μεγάλου μήκους ταινία, τι θεωρείς ότι χρειάζεται ο χώρος;
Το τετριμμένο είναι να γκρινιάξει κανείς για τα χρήματα και την γραφειοκρατία. Νομίζω ότι ειδικά τα τελευταία χρόνια έχουμε κάνει πολλά βήματα προς την σωστή κατεύθυνση ως προς αυτό. Υπάρχουν ακόμα πολλά να γίνουν, αλλά δεν έχω κανένα λόγο να είμαι απαισιόδοξος.
Αυτό που ίσως μας διαφεύγει, είναι ότι παρότι όλοι αναφερόμασταν στο παρελθόν στο πρόβλημα του ελληνικού σεναρίου, αυτή την στιγμή αυτό που εγώ εισπράττω είναι ότι πάσχουμε σε ότι αφορά την έλλειψη μηχανισμών αξιολόγησής του. Στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου σήμερα γίνεται μια καλή προσπάθεια που θέλω να πιστεύω ότι θα αποδώσει σύντομα καρπούς, αλλά πριν το ΕΚΚ μεσολαβεί το στάδιο της ανεύρεσης παραγωγού. Εκεί, στην αξιολόγηση των προτάσεων που δέχονται τα γραφεία υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Αυτή είναι η δική μου εμπειρία.
Χρειάστηκε πάνω από δεκαετία για να ξανασυναντήσει ταινία σου το κοινό μετά την τελευταία μικρού μήκους που γύρισες. Γιατί κάνεις σινεμά;
Ήμουν έτοιμος να κάνω ταινία πριν από σχεδόν εννέα χρόνια, αλλά μια σειρά δύσκολων προσωπικών προβλημάτων που έπρεπε να αντιμετωπίσω καθώς και το κλείσιμο της ΕΡΤ, που είχε εγκρίνει την χρηματοδότηση της ταινίας εξ’ ολοκλήρου οπότε ματαιώθηκε η παραγωγή, με ανάγκασε να περιμένω. Στο ενδιάμεσο, όμως, έγραψα και σκηνοθέτησα – από κοινού με την Κατερίνα Παπαναστασάτου, με την οποία συνεργαζόμαστε συνεχώς την τελευταία δεκαετία – ένα θεατρικό σήριαλ που παιζόταν για τρία συνεχόμενα χρόνια και ακόμα ένα σενάριο μετά τον «Ήσυχο άνθρωπο». Δεν έπαψα να δουλεύω και δεν βρέθηκα ποτέ μακριά από τη δημιουργική διαδικασία. Σου είπα και πριν: κάνω σινεμά για να ξεπερνάω τους φόβους μου. Δεν μπορώ να με φανταστώ χωρίς να κάνω σινεμά.
Και μετά τον «Ήσυχο άνθρωπο» τι; Μίλησέ μας για τη νέα ταινία που ετοιμάζεις.
Όντως, ετοιμάζω μια νέα ταινία, μια πικρή κωμωδία. Νομίζω έχουμε κάνει μια πολύ καλή και πρωτότυπη δουλειά με την Κατερίνα και εύχομαι να την δούμε πολύ συντομότερα απ’ ότι απείχε ο «Ήσυχος άνθρωπος» από την τελευταία μου μικρού μήκους. Επίσης, κάνω την παραγωγή της μικρού μήκους ταινίας «Fault», σε σενάριο και σκηνοθεσία της Κατερίνας, σε μια ιστορία εμπνευσμένη από το θεατρικό έργο «Τα μάτια τέσσερα» του Γιάννη Τσίρου.
Τάσο Γερακίνη, είσαι «ένας ήσυχος άνθρωπος»;
Νομίζω ναι. Είμαι, δηλαδή, όπως όλοι μας. Με τις χαλαρές, ήσυχες και ρουτινιάρικες περιόδους και τις άλλες με εντάσεις, προβλήματα και δυσκολίες. Και κάποιες φορές ξεπερνάω και τα όριά μου κι εγώ όπως και οι άλλοι. Όταν διακυβεύεται η αξιοπρέπεια μας. Ακριβώς όπως και ο ήρωάς μας.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μέρος των εσόδων της φετινής διοργάνωσης θα δοθεί σε εγχειρήματα για τη στήριξη του παλαιστινιακού λαού
«Θέλουμε να διευρύνουμε τις δημιουργικές προοπτικές του χώρου», δήλωσε η σύζυγος του ηθοποιού
Όλα όσα είπαμε με την ηθοποιό για την ταινία «Ο Νόμος του Μέρφυ», την κωμωδία και τον κινηματογράφο
Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
Η Κοραλί Φαρζά δεν ήταν η μόνη που αντέδρασε - Ο Στιβ ΜακΚουίν έκανε το ίδιο
Το «Ψωμί και τριαντάφυλλα» σε παραγωγή της διάσημης ηθοποιού ρίχνει φως στο φυλετικό πογκρόμ στο Αφγανιστάν
Μετά το Inside Out 2, η Pixar μας προσφέρει ένα ταξίδι στα αστέρια
Οι πρώτες αντιδράσεις για το «A Complete Unknown» - Πρεμιέρα στις 25 Δεκεμβρίου
Πρώτη του σκηνοθετική δουλειά μετά το «Star Wars: The Rise of Skywalker»
Έτοιμοι για νέα συνεργασία μετά το «Queer» ο Βρετανός σταρ και ο Ιταλός σκηνοθέτης
Για την ταινία «Hurricane»
Ο Ιταλικός Κινηματογράφος στην Ταινιοθήκη και ένα ντοκιμαντέρ αφηγηματικής αρχαιολογίας στο Ελευσίς
Οι συντελεστές της φιλόδοξης παραγωγής - Πρεμιέρα τον Ιούνιο του 2025
Σε μια θυελλώδη και αποφασιστική ερμηνεία, δεν διστάζει να τσαλακωθεί ολοκληρωτικά
Το φεστιβάλ της Αθήνας, που επιμελείται εδώ και 37 χρόνια ο κριτικός κινηματογράφου Νίνος Φένεκ Μικελίδης, συνεχίζει να αποτελεί πόλο έλξης για όλους τους κινηματογραφόφιλους
Ασπρόμαυρο δράμα που εξιστορεί μια τρυφερή ερωτική ιστορία με πολιτικό στίγμα
Ύστερα από τον θρίαμβο της «Ευτυχίας», ο σκηνοθέτης επιχειρεί ένα ακόμη τολμηρό βήμα
O Τιμ Μίλαντ αναζητά (με όχημα μια σπάνια οικονομία) όλο το πλέγμα των συναισθηματικών δοκιμασιών και της υπόγειας έντασης που «πνίγει» τον ήρωα.
Ο κορυφαίος θεσμός της έβδομης τέχνης που αγαπούν μικροί και μεγάλοι
Οι πρόβες του «A spartan dream»
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.