Κινηματογραφος

Ορέστης Ανδρεαδάκης: Το ελληνικό σινεμά είναι στα καλύτερά του

Μια συζήτηση για το φετινό φεστιβάλ, τους προσκεκλημένους, τα νέα ταλέντα, την πανδημία, τα διαγωνιστικά προγράμματα και εννοείται το ελληνικό σινεμά

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 804
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ορέστης Ανδρεαδάκης: Ο καλλιτεχνικός διευθυντής μιλάει στην ATHENS VOICE για το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Με τον Ορέστη Ανδρεαδάκη γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, από την εποχή του περιοδικού «ΣΙΝΕΜΑ» με διευθυντή τότε τον Γιώργο Τζιώτζιο. Τα τελευταία πέντε χρόνια, από τότε που ανέλαβε το πόστο του καλλιτεχνικού διευθυντή του κινηματογραφικού φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, έχουμε μιλήσει αρκετές φορές. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα την πίεση και την αγωνία του ως προς πώς θα εξελιχθεί το φετινό φεστιβάλ.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το 62ο φεστιβάλ ανοίγει με την ταινία το «Γεγονός» της Οντρέ Ντιγουάν, που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Η ταινία έκανε αίσθηση όπου προβλήθηκε. Είδαμε τι έγινε στη Γαλλία, το Τέξας, στην Πολωνία, παντού. Το θέμα του, μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη στη Γαλλία των 60s έχει αντίκτυπο στο σήμερα. Είναι μια τρομερά επίκαιρη ταινία. Επιλέξαμε να αρχίσουμε το φεστιβάλ με τη συγκεκριμένη ταινία για να δώσουμε έναν τόνο γύρω από το τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή σε όλο τον κόσμο. Η ανθρωπότητα μπαίνει σε μια τροχιά επικίνδυνη. Σίγουρα «βοήθησε» και η πανδημία σε αυτό όπως και οι οικονομικές κρίσεις που περνάμε. Όμως το ζήτημα είναι το τι θα κάνουμε εμείς.

Αντίστοιχα ή ανάλογα ήταν και τα κριτήρια επιλογής για την ταινία λήξης του φεστιβάλ, το «13ο Διαμέρισμα» του Ζακ Οντιάρ;
Ναι, είναι μια ταινία που μιλάει για τον έρωτα. Που δείχνει τον τρόπο που ερωτευόμαστε. Είναι επίσης κάτι που ζήσαμε την περίοδο της καραντίνας αλλά και μετά. Δυστυχώς χάσαμε τον τρόπο να επικοινωνούμε με τους ανθρώπους και κυρίως με τους ερωτικούς μας συντρόφους. Βγαίνοντας από την καραντίνα, δεν ξέρουμε πλέον πώς να μιλήσουμε, πώς να φλερτάρουμε, πώς να ερωτευτούμε. Είναι μια κατάσταση που ζήσαμε όλοι και τώρα που υποτίθεται ότι βρισκόμαστε σε μια καλύτερη κατάσταση –κι ελπίζουμε να είναι– συνειδητοποιούμε τις επιπτώσεις αυτού του εγκλεισμού κι αυτού του φόβου. Αυτό είναι το ζητούμενο τούτη τη στιγμή. Το να ξαναβρούμε τον τρόπο να επικοινωνήσουμε. Να ξαναθυμηθούμε πώς είναι να πλησιάσουμε τον φίλο, τον σύντροφο, τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Και για αυτόν τον λόγο θέλαμε να ξαναφέρουμε το φεστιβάλ στο φυσικό του χώρο στη Θεσσαλονίκη για να μπορέσουμε να ξαναβρεθούμε σε επαφή με το κοινό τηρώντας όλα τα μέτρα. Είμαστε σε συνεχή επαφή με το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, το οποίο βρίσκεται δίπλα μας, μας στηρίζει, μας δίνει δύναμη και το ευχαριστούμε θερμά.

Οι επισκέπτες-προσκεκλημένοι του φετινού φεστιβάλ ποιοι είναι;
Έχουμε προσκαλέσει σχεδόν όλους τους συντελεστές των ελληνικών και ξένων ταινιών. Οι περισσότεροι έχουν ανταποκριθεί κι έχουν κλείσει τα εισιτήριά τους. Ελπίζουμε όταν θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές (σ.σ. η συνέντευξη δόθηκε στις 29 Οκτωβρίου) να μην έχουν χειροτερέψει οι υγειονομικές συνθήκες, και το φεστιβάλ να γίνει όπως το επιθυμούμε και οι σκηνοθέτες, οι παραγωγοί, οι ηθοποιοί και οι υπόλοιποι συντελεστές των ταινιών που θα προβάλουμε να έρθουν σε επαφή με το κοινό ,γιατί αυτός είναι ο ρόλος ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ. Να φέρνει, δηλαδή, σε επαφή τους δημιουργούς ενός φιλμ με το κοινό και να γίνεται ένας γόνιμος διάλογος. Αυτό περιμένουν οι δημιουργοί όταν δίνουν την ταινία τους σε ένα φεστιβάλ. Όχι μόνο να γίνει η προβολή της ταινίας τους, αλλά να ακούσουν είτε το χειροκρότημα είτε την αποδοκιμασία του κοινού ή της κριτικής face to face.

Η σχέση σου με το φεστιβάλ αλλά κυρίως με την πόλη της Θεσσαλονίκης έχει αλλάξει από τότε που ανέλαβες τα καθήκοντα του καλλιτεχνικού διευθυντή;
Από πολύ παλιά ανέβαινα στη Θεσσαλονίκη κι όχι μόνο την περίοδο του φεστιβάλ. Είχα και έχω πάρα πολλούς φίλους, παλιούς και νεότερους που τους απέκτησα τα τελευταία χρόνια, οπότε οι επισκέψεις μου στη Θεσσαλονίκη ήταν πυκνές και συχνές. Μερικές χρονιές μάλιστα ανέβαινα πάνω από 9-10 φορές, ίσως και κάθε μήνα. Οπότε και την πόλη γνωρίζω πάρα πολύ καλά, με τα μυστικά και τις ομορφιές της, αλλά και τους ανθρώπους της με τις αγωνίες, τις ανησυχίες ή τον τρόπο με τον οποίο πλησιάζουν τα θέματα που τους απασχολούν. Δεν άλλαξε η σχέση με την πόλη ή το φεστιβάλ, καθώς ήμουν πάντα μέσα σε αυτή την πόλη. Κι ένα από τα πράγματα που μου έλλειψαν τρομερά την περίοδο της καραντίνας ήταν το να πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη. Από τον Μάρτη του 2020 έκανα νομίζω 8 ή 9 μήνες να πάω –καθώς απαγορεύονταν τα ταξίδια και ο φόβος μας είχε κυριεύσει– και ήταν από τα πράγματα που μου είχαν λείψει πιο πολύ στη ζωή μου. Και χαίρομαι τώρα που πλέον πηγαίνω πιο συχνά.

Μεγαλύτερη χαρά για τον καλλιτεχνικό διευθυντή ενός φεστιβάλ είναι να ανακαλύπτει το ταλέντο που θα γίνει ο επόμενος μεγάλος δημιουργός ή να πάνε όλα καλά, η ομαλή διεξαγωγή και το happy end δηλαδή, στο φεστιβάλ που επιμελείται;  
Προφανώς και είναι η ανακάλυψη του ταλέντου, διότι αυτό είναι και το πιο δύσκολο πράγμα. Το να έρθει σήμερα κάποιος και να πει ότι «Ο κανόνας του παιχνιδιού» είναι αριστούργημα, αυτό είναι αυτονόητο. Σε θέλω όμως το 1939, δύο μήνες πριν κηρυχθεί ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, που η πλειονότητα των ανθρώπων που είδαν την ταινία δεν κατάλαβαν Χριστό, ενώ και οι κριτικές στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν αρνητικές χαρακτηρίζοντάς τη μέτρια ή και κακή ταινία (κάτι που την ακολούθησε για πολλά χρόνια πριν αναγνωριστεί), να έχεις τη μαγκιά να δεις το αριστούργημα όταν αυτό δεν είναι προφανές. Όταν αυτό σοκάρει. Όταν αυτό πηγαίνει έξω από τη νόρμα, έξω από τους κανόνες. Όταν αυτό συνταράζει το δεδομένο, το αποδεκτό. Κακά τα ψέματα. Όλα τα μεγάλα έργα τέχνης στην ιστορία της ανθρωπότητας τα οποία ήταν ουσιαστικά δεν είχαν στην αρχή αποδοχή. Αν ψάξει κάποιος στην ιστορία της τέχνης, θα βρει εκατοντάδες παραδείγματα. Οπότε το πιο σημαντικό πράγμα είναι να μπορέσεις να συνειδητοποιήσεις ότι αυτό που βλέπεις είναι ένα αριστούργημα το οποίο θα εγγραφεί στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο αλλά και ταυτόχρονα δελεαστικό και συναρπαστικό για ανθρώπους που διαλέγουν έργα τέχνης που δείχνουν στο κοινό.

© ΑΡΗΣ ΡΑΜΜΟΣ

Αναφέρθηκες στον «Κανόνα του παιχνιδιού». Ας μιλήσουμε για τον ρόλο του φιλμ στο φετινό φεστιβάλ.
Διαλέξαμε το φιλμ αυτό σαν να είναι ο υπότιτλος, το μότο του φετινού φεστιβάλ, καθώς και να αποτελέσει και την έμπνευση για την έκθεση που διοργανώνουμε σε κάθε φεστιβάλ μας. Δώσαμε σε 10 εικαστικούς να δουν την ταινία για να φτιάξουν 10 έργα τέχνης που θα τα παρουσιάσουμε στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα στην Project Gallery. Η επιλογή μας έγινε για έναν και μόνον λόγο. Πιστεύουμε ότι η δημιουργία του Ρενουάρ, αυτά που λέει η ταινία κι ο τρόπος που τα λέει, είναι τρομερά επίκαιρα. Όπως είπαμε και πριν προβλήθηκε 2 μήνες πριν ξεκινήσει ο πόλεμος και, παρότι δεν λέει ούτε λέξη για τον πόλεμο, τις διώξεις, τον αντισημιτισμό ή για τους Ναζί κ.λπ., τελικά τα λέει όλα. Και προειδοποιεί με συγκλονιστικό τρόπο όλες τις κοινωνικές τάξεις (και την αριστοκρατική και την αστική και την εργατική), που στην ταινία δείχνονται ανώριμες και ανέτοιμες να δεχτούν την φοβερή αλλαγή που ερχόταν. Όλο αυτό το σκηνικό που περιγράφει η ταινία προσωπικά μου θυμίζει πολύ το σήμερα. Αν βγάλεις από την ταυτότητα του τίτλου το 1939 και το αντικαταστήσεις με το 2021, θα δεις ότι αυτό το πράγμα συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κοσμογονική αλλαγή και είμαστε ανέτοιμοι να βρούμε τους κανόνες του παιχνιδιού που θα παιχτεί.

Γιατί συμβαίνει αυτό;
Επειδή οι κανόνες γράφονται μέρα με τη μέρα και διότι δεν υπάρχει τίποτε σταθερό και τα παιχνίδια αλλάζουν συνέχεια. Άρα πρέπει να είμαστε ή μάλλον να μην είμαστε όπως οι βασικοί χαρακτήρες, οι ήρωες αυτής της ταινίας. Δηλαδή πρέπει να είμαστε έτοιμοι κι ανοιχτοί να δεχτούμε τους κανόνες που παίζονται στα παιχνίδια αυτή τη στιγμή σε όλο τον κόσμο.

Υπάρχουν τέτοιοι δημιουργοί σήμερα όπως ο Ρενουάρ;
Σήμερα συμβαίνει το εξής παράδοξο. Στην ταινία με υπόθεση, στη φιξιόν ταινία, δηλαδή έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάτι πραγματικά καινούργιο, κάτι που να συνταράξει τη φόρμα και την αισθητική του κινηματογράφου. Αντίθετα στον χώρο του ντοκιμαντέρ βλέπουμε πάρα πολλά καινούργια πράγματα. Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή το ντοκιμαντέρ είναι πολύ πιο μπροστά από την ταινία με υπόθεση. Εκεί βλέπεις πολλά καινούργια ρεύματα, μεγαλύτερη τόλμη και διάθεση για σύγκρουση με το κατεστημένο.

Φεστιβάλ και ελληνικό σινεμά. Ποια η σχέση τους σήμερα;
Το ελληνικό σινεμά βρίσκεται στην καλύτερη φάση του. Πολλά χρόνια είχαμε να δούμε τόση μεγάλη επιτυχία διεθνώς για τις ελληνικές ταινίες. Σε μια τεράστια έρευνα που κάναμε και την ανέλαβε ο κριτικός κινηματογράφου Ρόμπι Εκσιέλ, θα δημοσιευτούν στον Α' Κατάλογο του φεστιβάλ χρήσιμα στοιχεία γύρω από τον τρόπο παραγωγής, διανομής κ.λπ. των ελληνικών ταινιών της τελευταίας δεκαετίας που παρουσιάζουν αλματώδη άνοδο. Κυρίως φαίνεται η απήχησή τους στο εξωτερικό. Έχει γίνει περιζήτητη η ελληνική ταινία στα ξένα φεστιβάλ. Σχεδόν όλα τα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ φιλοξενούν ελληνικές ταινίες, και κάποιες από αυτές μάλιστα βραβεύονται.

Ο Έλληνας θεατής πάντως δεν έχει αγκαλιάσει τα φιλμ αυτά. Οι περισσότερες ελληνικές ταινίες και ειδικά οι βραβευμένες φεστιβαλικές που ανέφερες εξακολουθούν να κόβουν λίγα εισιτήρια.
Ένας πολύ γνωστός Έλληνας σκηνοθέτης μού είχε εκμυστηρευτεί το εξής: η τελευταία ταινία του είχε κάνει 25.000-30.000 εισιτήρια όταν παίχτηκε στις αίθουσες και όταν ολοκλήρωσε την πορεία της μετά από τις 3 βδομάδες η ταινία διέρρευσε στο διαδίκτυο. Τις πρώτες 3 μέρες την είδαν παράνομα 85.000 θεατές. Δηλαδή τα πράγματα πρέπει να τα βλέπουμε συνολικά (πχ πόσοι ενδιαφέρονται και τελικά βλέπουν ένα φιλμ) κι όχι μόνο από τα εισιτήρια που κόπηκαν στις αίθουσες. Επίσης πρέπει να κάνουμε αναγωγή και στις υπόλοιπες τέχνες. Π.χ. με πόσες πωλήσεις ένα βιβλίο θεωρείται σήμερα ευπώλητο; Με 100.000, με 50.000, με 20.000;

Με την πανδημία και τα κρούσματα που αυξάνονται στη Θεσσαλονίκη, φαντάζομαι, έχετε μεγάλη ανησυχία.
Εμείς έχουμε πάρει το μάξιμουμ των μέτρων. Το φεστιβάλ είναι covid free, στις αίθουσες θα μπαίνουν μόνο οι εμβολιασμένοι ή νοσήσαντες του τελευταίου εξαμήνου. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που αποφασίσαμε. Δεύτερον, αυξήσαμε την απόσταση μεταξύ των προβολών, κάτι που συνεπάγεται λιγότερες προβολές για φέτος, ώστε να υπάρχει χρόνος για να καθαρίσουμε και να απολυμάνουμε τις αίθουσες όσο καλύτερα γίνεται. Θα καθαρίζονται τα πάντα: ένα ένα τα καθίσματα, τα πατώματα, τα χερούλια στις πόρτες κ.λπ. Φέτος προμηθευτήκαμε και ειδικά μηχανήματα απολύμανσης με ειδικά υγρά, έχουμε εκπαιδεύσει το προσωπικό που θα φορά ειδικές μάσκες. Τρίτον, η χρήση της μάσκας είναι υποχρεωτική και κατά τη διάρκεια της προβολής. Θα υπάρχουν άνθρωποι που θα εποπτεύουν διαρκώς μέσα στην αίθουσα. Στους υπόλοιπους χώρους θα μπαίνουν άτομα αναλόγως την επιτρεπόμενη χωρητικότητα.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά, οι ομοιότητες και οι διαφορές που παρουσιάζουν τα τρία διαγωνιστικά προγράμματα;
Για εμάς είναι ισάξια και τα τρία και δεν ξεχωρίζουμε το διεθνές διαγωνιστικό. Η διαφορά είναι στο είδος, και γι' αυτό έχουμε ανακατανείμει τα χρηματικά έπαθλα και είναι σχεδόν ίσα σε όλα τα τμήματα. Στο διεθνές διαγωνιστικό θα δούμε φιλμ από όλο τον κόσμο συν τρεις ελληνικές, στο «Meet the neighbors», βλέπουμε ταινίες από την ευρύτερη γειτονιά μας, από τη γεωγραφική περιοχή που ξεκινά από τις όχθες του Δούναβη και περιλαμβάνει την Αδριατική, την Ιταλία, τη Μαύρη Θάλασσα και φτάνει μέχρι τη Μέση Ανατολή και τις εκβολές του Νείλου. Το τρίτο διαγωνιστικό που εγκαινιάζουμε φέτος είναι το FilmForward. Εδώ θα βρούμε ταινίες λίγο πιο ερευνητικές και υβριδικές. Ταινίες που βρίσκονται ανάμεσα ίσως στο φιξιόν και το ντοκιμαντέρ. Ταινίες ίσως λίγο πιο εικαστικές και τολμηρές. Σε κάθε τμήμα συναντάμε και τρεις ελληνικές ταινίες.