Κινηματογραφος

Κριτική ταινίας: Δεν υπάρχει κακό (There Is No Evil)

Η δίκαιη βράβευση του Μοχάμαντ Ρασούλοφ στο Βερολίνο

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 802
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κριτική για την ταινία «Δεν υπάρχει κακό» (There Is No Evil) του Μοχάμαντ Ρασούλοφ με τους Εσάν Μιροσεϊνί, Σαγκαχιέγκ Σουριάν, Καβέ Αχανγκάρ, Αλιρεζά Ζαρεπαράστ

Ένας μεσήλικας άντρας περνά κάποιες ώρες με την οικογένειά του πριν ξυπνήσει στις 3.00 το βράδυ για να ετοιμαστεί να πάει στη δουλειά του. Ένας στρατιώτης αποφασίζει να μην εκτελέσει τα καθήκοντα που του ανέθεσαν. Ένας άλλος στρατιώτης παίρνει τριήμερη άδεια για να γιορτάσει τα γενέθλια της αγαπημένης του αλλά ένα αναπάντεχο συμβάν διαλύει το εορταστικό κλίμα. Η ρουτίνα ενός γιατρού της επαρχίας διακόπτεται, όταν τον επισκέπτεται η ανιψιά του από τη Γερμανία.

Στο εξαιρετικό σπονδυλωτό φιλμ του Μοχάμαντ Ρασούλοφ παρακολουθούμε τέσσερις συναρπαστικές ιστορίες από το σύγχρονο Ιράν με κοινό παρανομαστή την έκθεση και τις ποικίλες αντιδράσεις μιας χούφτας ανθρώπων απέναντι στο κακό. Το κακό που εδώ παρουσιάζεται με τη μορφή της θεσμοθετημένης θανατικής ποινής (και της επιβολής της βίας και του εξαναγκασμού σε κάποιους απλούς πολίτες να λερώσουν τα χέρια τους με αίμα). Ειδικά στο κομμάτι που αφορά τη συμμόρφωση με τους κανόνες όσων υπηρετούν τη στρατιωτική θητεία τους στο Ιράν –και την αμείλικτη εντολή να εκτελούν οι ίδιοι κάποιους φυλακισμένους μελλοθάνατους– ο σκηνοθέτης είναι απόλυτος. Η αποδοχή ή η αντίσταση της ανωτέρω φρικιαστικής πραγματικότητας χωρίζει τους καθημερινούς χαρακτήρες σε θύτες και θύματα, παρότι ο σκηνοθέτης είναι ξεκάθαρος ότι σε μια τέτοια κατάσταση υπάρχουν μόνο θύματα. Η πρώτη ιστορία είναι μια δυνατή εικαστική ματιά, με θαυμάσια αξιοποίηση των σκηνικών και του φωτισμού στη μινιμαλιστική απόδοση του δράματος, που κορυφώνεται σε μια σκηνή-σοκ που αποτελεί και το κλειδί στη λύση του μυστηρίου. Η δεύτερη είναι η σθεναρή αντίσταση σε μια συνθήκη που δοκιμάζει έντονα τις αρχές και τις ιδέες των ατόμων, με την πάλη μέχρι τέλους να φαντάζει ως η μόνη λύση για όποιον αρνείται να χάσει την ανθρωπιά του. Θεατρικής δομής το σκετς αυτό, με κρίσιμα ηθικά διλήμματα και ένα απρόσμενο φινάλε που μοιάζει να δικαιώνει τη στάση του ήρωα. Η ένταση ανεβαίνει κι άλλο στο τρίτο μέρος, όπου αφαιρούνται κι οι τελευταίες ασφαλιστικές δικλίδες προκειμένου να αναδειχθεί πλήρως η θλιβερή εικόνα του ανθρώπου που δεν θέλει να έχει καμιά σχέση με την πολιτική συνείδηση, αλλά η γνωστή ρήση του Μπρεχτ περί αφύπνισης έρχεται να του διαλύσει την επίφαση ευτυχίας στην οποία θεωρεί ότι ζει. Το τελευταίο και αριστουργηματικό κομμάτι συνθέτει όλα τα παραπάνω σε μια αξεπέραστη αλληγορία για το απόλυτο Κακό που συνδέεται με τη βία η οποία ορίζει τη μοίρα των ηρώων. Ο Ρασούλοφ συνδέει το Κακό με την άκαμπτη και εν πολλοίς απάνθρωπη πραγματικότητα του σύγχρονου Ιράν και προβαίνει σε μια καυστική κριτική για το καθεστώς της χώρας του που τον οδήγησε στη φυλακή, παρότι η ταινία κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο 70ό Φεστιβάλ Βερολίνου.