Κινηματογραφος

«Σινεμά, Το Χωριό»: Ταινίες για ένα φεστιβάλ που δεν υπάρχει

Οι ταινίες αυτές μας θυμίζουν ότι τα χωριά δεν είναι μόνο πίνακες, εξοχικά σπίτια, πανηγύρια και εκδρομές

Μενέλαος Γκάρτζιος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια σειρά ταινιών για το χωριό, την αγροτική ζωή και κοινωνία, που είναι μικρά αριστουργήματα, για ένα φεστιβάλ που δεν υπάρχει.

Φτιάχνω μια σειρά ταινιών σε ένα ανύπαρκτο φεστιβάλ με θέμα «το χωριό»: αγροτική κοινωνιολογία πέρα από ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις, εμπειρικά δεδομένα, συνέδρια και παρουσιάσεις PowerPoint. Στις ταινίες που θέλω να προβάλω, τα χωριά δεν είναι απλώς μια ταπετσαρία κοινωνικών φαινομένων, είναι η ίδια η αιτία που εξελίσσονται όπως εξελίσσονται. Προπάντων, οι ταινίες αυτές μας θυμίζουν ότι τα χωριά δεν είναι μόνο πίνακες, εξοχικά σπίτια, πανηγύρια και εκδρομές. Τα χωριά δεν αντιμετωπίζονται ως κλειστά συστήματα για τα οποία έχουμε βγάλει τα συμπεράσματα μας, είτε θετικά είτε αρνητικά ―παραμένουν τόποι με συγκρούσεις, αλλά και με μικρά και μεγάλα θαύματα. Με ήρωες. Με όνειρα και εφιάλτες.

Από την εγκατάλειψη και την αδιαφορία περάσαμε στον εξευγενισμό  (gentrification) και στην αντι-αστικοποίηση, με τεράστιες διαφοροποιήσεις στον χώρο. Θέλω να πω, όλα έχουν αλλάξει αλλά όχι με γραμμικό τρόπο και όχι ταυτοχρόνως. Υπάρχουν πράγματα που θα συζητάμε για πολύ καιρό. Το βρετανικό ―κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά― «αγροτικό ειδύλλιο» ως αντίβαρο της βιομηχανοποίησης∙ το κίνημα του ρομαντισμού και οι συνέπειες σε βάθος χρόνου: οι εξίσου ρομαντικές κατασκευές της μεσαίας τάξης που ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή μακριά από την «τσιμεντούπολη»∙ η ιδιοκτησία της γης και τα «χωρικά απαρτχάιντ»: ποιος, ζει, πού∙ τα φυσικά τοπία ―που δεν είναι τόσο φυσικά― και η διαχείρισή τους, μια συνεχής υπενθύμιση της εξέλιξης∙ η παγκοσμιοποίηση και η δυναμική των χωριών σε ένα μεταβατικό χάρτη παραγωγής και κατανάλωσης, καινούριων χρήσεων γης και νέων απαιτήσεων∙ κυρίως, η ανάπτυξη ―το αμφίσημο πρόσημό της― και οι κάτοικοι των χωριών, οι πολλαπλές ταυτότητές τους, και πώς διαφοροποιούνται από πολιτική άποψη.

Υπάρχουν λοιπόν ταινίες που λειτουργούν υπέροχα σαν εγχειρίδια αγροτικής κοινωνιολογίας. Η φυγή από την πόλη, είτε ευκαιριακά ―π.χ. στο αγγλικό cult φιλμ Withnail and I (1987) («I am not from London, you know») ―είτε για την επιβίωση, όπως στο Go West (2005), μια ταινία από την Βοσνία και Ερζεγοβίνη, όπου δύο άντρες εραστές εγκαταλείπουν το Σαράγεβο για ένα χωριό-καταφύγιο υιοθετώντας παροδικά άλλες ταυτότητες στη διάρκεια του πολέμου της Βοσνίας. Στο δικό μου όμως φεστιβάλ «Σινεμά, το Χωριό», θέλω να υπενθυμίσω τα παρακάτω μικρά αριστουργήματα.

Αναπαράσταση – Θεόδωρος Αγγελόπουλος (1970), Ελλάδα

Μετανάστευση στο εξωτερικό και φτώχεια, σε ένα χωριό που δεν υπάρχει στον χάρτη της Ηπείρου (Τυμφαία), αλλά υπάρχει ως ιδέα κάπου στον κόσμο· η Τυμφαία υπάρχει πάντοτε. «Κάτοικοι κατά την απογραφή του 1939: 1250. Κάτοικοι κατά την απογραφή του 1965: 85». Διαπράττονται εγκλήματα που πηγάζουν από τους ίδιους ηθικούς της κανόνες της μικρής κοινότητας. Η εξουσία που, όπως και όσοι την αντιπροσωπεύουν, είναι εξωγενής, έχει διαφορετικούς κώδικες, προφορές στην εκφορά της γλώσσας, τρόπο ένδυσης, έμφυλη ταυτότητα. Δεν αναζητεί λύσεις, αναμασά προκαταλήψεις. Ο ανακριτής συμπεραίνει: «Ως μόνιμη αιτία του εγκλήματος πρέπει να θεωρήσουμε τον ακόλαστο χαρακτήρα της κατηγορουμένης». Γυρισμένη στη Βίτσα, στο Μονοδένδρι (Ζαγόρι) και στα Γιάννενα, η «Αναπαράσταση» αντιπαραβάλλει τους τόπους σε μια διαλεκτική σχέση: για να υπάρχει ο ένας, είναι απαραίτητος ο άλλος. Το ασπρόμαυρο της ταινίας συμβαδίζει με ποικίλα αντιθετικά δίπολα που γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην ταινία∙ δυσκολευόμαστε να βρούμε το γκρι: ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, στην κοινωνία και στη φύση, στο «εσωτερικό» και στο «εξωτερικό», στα κοινωνικά φύλα. Η ταινία βρίσκεται ολόκληρη εδώ.

Καπέσοβο, Ζαγόρι, Ήπειρος

Suzaku – Naomi Kawase (1997), Ιαπωνία

Σουζάκου είναι το όνομα ενός πουλιού ―μιας τοπικής θεότητας σ’ ένα ορεινό χωριό της Ιαπωνίας που εγκαταλείπεται σιγά-σιγά. Αγροτική έξοδος: το Σουζάκου θα μπορούσε να ονομάζεται Τυμφαία. Πράγματι, με εξαιρέσεις, τα χωριά στην Ιαπωνία αργοπεθαίνουν, παρόλο που υπάρχουν ενδιαφέρουσες πολιτικές και δράσεις που ευνοούν την ανάπτυξή τους. Στην ταινία Σουζάκου, τα μεγάλα έργα υποδομών στην επαρχία μένουν ημιτελή· εξάλλου, δεν είναι σίγουρο ότι θα έλυναν τα προβλήματα τους ακόμα κι αν ολοκληρώνονταν. Αυτό είναι το συναίσθημα της ταινίας: η προσδοκία της ανάπτυξης, της εργασίας, της ευημερίας ― και μαζί η απογοήτευση. Αλλά δεν λείπει η ευτυχία: στην ταινία, ο πατέρας φωτογραφίζει ένα ολόκληρο χωριό ενώ αυτό αλλάζει ―μια συναισθηματική οπτική εθνογραφία, ένα ντοκουμέντο με χαμόγελα. Στη συνέχεια, ο πατέρας εξαφανίζεται, όλα γίνονται κομμάτια: η οικογένεια, ο έρωτας, το χωριό. Η ταινία βρίσκεται ολόκληρη εδώ με αγγλικούς υπότιτλους. Παρόμοια θέματα έχουμε ξαναδεί στις ταινίες της Ναόμι Καβάσε: η διάλυση ―και το μεγαλείο― της οικογένειας, μακριά από τις ιαπωνικές μητροπόλεις (π.χ. Still the Water, 2014). Τώρα, περιμένω με ενδιαφέρον το ντοκιμαντέρ της για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο.

Rams – Grímur Hákonarsons (2015), Ισλανδία

Η Ισλανδία έχει ενδιαφέρον όσον αφορά τη σχέση κέντρου-περιφέρειας. Η μονοκεντρική και απομονωμένη γεωγραφία της κατασκευάζει ―σχεδόν― το Ρέικιαβικ σαν μια κοσμοπόλη. Μετά τη δεκαετία του 1990, η ισλανδική πρωτεύουσα αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα κινηματογραφοφιλικής πόλης, πόλης του σινεμά «indie»: υπόγεια ρεύματα, υπέργειες ιδέες, διογκωμένες διαφορές μητρόπολης και επαρχίας, μια αστική ζούγκλα ναρκωτικών και συμμοριών ― όλα αυτά σε μια μικρή φιλήσυχη περιφερειακή πόλη, που φαντάζει σαν μεγαλοχώρι στον παγκόσμιο χάρτη. Πιο πρόσφατα, γράφουμε σε ένα κεφάλαιο με συναδέλφους από το Πανεπιστήμιο του Ακουρέιρι (βόρεια Ισλανδία), ότι ο τόπος της νεωτερικότητας του ισλανδικού σινεμά μεταρφέρθηκε από το Ρέικιαβικ στην περιφέρεια, «with a twist»: αντί να χαρακτηρίζεται από τοπία σουβενίρ, μάλλινα ισλανδικά πουλόβερ και εναλλακτικές κοινότητες εναντίον της παγκοσμιοποίησης, αναδεικνύεται παραλλήλως ―και απρόσμενα― ένα αγροτικό αντι-ειδύλλιο, με σκοτεινούς χαρακτήρες, συνήθως άντρες, και με προβλήματα δυσεπίλυτα. Πρόκειται δηλαδή για μια αγροτική δυστοπία σε ένα τοπίο εξω-πλανητικό (π.χ. Of Horses and Men, 2013 ∙ Sparrows, 2015, κλπ.). Στην ταινία Rams (κριάρια), δύο αδέρφια αγρότες που δεν μιλάνε μεταξύ τους, έρχονται αντιμέτωποι και σε σύγκρουση με την αστική και αδιαπραγμάτευτη διάγνωση: τρομώδης νόσος· όλα τα πρόβατα πρέπει να θανατωθούν. Για να μην οδηγήσουν τα πρόβατα στη σφαγή, τα παίρνουν και φεύγουν μέχρι να βρουν τραγικό θάνατο οι ίδιοι ―θάνατο και συγχώρεση― σε μια χιονοθύελλα. Το τρέιλερ της ταινίας βρίσκεται εδώ.

Αγροτικό τοπίο στην βόρεια Ισλανδία. Στην ταινία-ποίημα Sans Soleil (1983) του Chris Marker, η εικόνα τριών παιδιών που περπατούν σε έναν αγροτικό δρόμο της Ισλανδίας παρουσιάζεται ως η «εικόνα της ευτυχίας». Από τότε έχουν αλλάξει πολλά.

«Το αγροτικό ειδύλλιο», κομητεία Northumberland, βόρεια Αγγλία.

God’s Own Country – Francis Lee (2017), Μεγάλη Βρετανία

Στο πλαίσιο ενός «αγροτικού new wave», πολλοί νέοι σκηνοθέτες εγκατέλειψαν τον τρόπο με τον οποίον αναπαρίσταται συνήθως η επαρχία στην Αγγλία ―το ποιμενικό ειδύλλιο―, και καθρεφτίζουν όσα βλέπουν και ζουν, χωρίς ωστόσο να παραμελούν τα «μαγικά» τοπία. Μετά την είσοδο των κεντρο-ανατολικών χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, μόνο τρεις χώρες-μέλη ―η Βρετανία, η Ιρλανδία, η Σουηδία― άνοιξαν τα σύνορα για τους κατοίκους των χωρών αυτών. Οι υπόλοιπες καθυστέρησαν (πόσο; όσο μπορούσαν) να παραχωρήσουν τα αυτονόητα εργασιακά δικαιώματα στους καινούργιους πολίτες της Ένωσης. Παρόμοια φαινόμενα διαφοροποίησης εργασιακών δικαιωμάτων είδαμε το 2007 μετά την είσοδο της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Οι περιορισμοί και τα νέα σύνορα δημιούργησαν καινούργιες γεωγραφίες κινητικότητας αλλά και εκμετάλλευσης και κατασκευής στερεοτύπων, ενώ πολλές αγροτικές περιοχές δέχτηκαν ―ή δεν δέχτηκαν― νέους πληθυσμούς. Στην ταινία του Λι, ο Ρουμάνος Γκιόργκι πηγαίνει να εργαστεί σ’ ένα αγρόκτημα στο Γιόρκσιρ, στην «κομητεία του Θεού», στη Βόρεια Αγγλία. Τον ερωτεύεται ο Άγγλος εργοδότης του  ―αφού τον αποκαλεί υποτιμητικά «gypsy»―  ενώ ο ίδιος αντιμετωπίζει προβλήματα τόσο στη διαχείριση της οικογενειακής φάρμας, όσο και με τον πατέρα του και με την ίδια την εσωτερικευμένη του ομοφοβία. Κοντολογίς, δεν ξέρει τι του γίνεται. Ωστόσο, μέχρι το τέλος, ο νεαρός Άγγλος αγρότης αναδεικνύεται σε ήρωα. To τρέιλερ της ταινίας βρίσκεται εδώ.

Στην κεντρική φωτογραφία του άρθρου απεικονίζεται το χωριό Συρράκο, στα Τζουμέρκα της Ηπείρου. Η σειρά «Σινεμά, Το Χωριό» έχει συνέχεια όπως έχει συνέχεια και η αγροτική κοινωνιολογία. Προς το παρόν, διάλειμμα.